Οι ενήλικοι, οι προκαταλήψεις τους και πώς αυτές περνούν στα παιδιά

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα

Σύμφωνα με έρευνα, η μη λεκτική συμπεριφορά είναι πιο “εύγλωττη” από ό,τι νομίζουμε και περνά στα παιδιά τις προκαταλήψεις που τη “χρωματίζουν”.

“Στο τέλος του παιχνιδιού, και ο βασιλιάς και το πιόνι μπαίνουν μέσα στο ίδιο κουτί” λέει μια ιταλική παροιμία. Ας σκεφτούμε λίγο το μήνυμά της. Μία νέα έρευνα υποστηρίζει πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, δηλαδή από 2 ως 5 ετών, μπορούν να αντιληφθούν την προκατάληψη μέσω των μη λεκτικών σημάτων/εκφράσεων και εκφάνσεων συμπεριφοράς, που εμφανίζουμε εμείς οι ενήλικοι, όπως π.χ, έναν συγκαταβατικό ή ειρωνικό τόνο/χροιά  φωνής, μια αποδοκιμαστική, στραβή ματιά, μια αρνητική/μη φιλική στάση ή κίνηση του σώματος κ.λπ.

Γιατί χρειαζόμαστε έρευνες

Και χρειάζεται έρευνα για να βεβαιωθούμε για κάτι οφθαλμοφανές; Χρειάζεται, για διαφόρους λόγους:

  1. Τείνουμε να πιστεύουμε, εν πολλοίς διότι έτσι μας βολεύει εμάς τους ενηλίκους, ότι τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν, κατά το γνωστό και εντελώς λανθασμένο “έλα τώρα, παιδί είναι, τι καταλαβαίνει;”, την ίδια ακριβώς στιγμή που (α) έχουμε κάθε απαίτηση να μας καταλαβαίνει και (β) περηφανευόμαστε στους άλλους σαν γύφτικα σκεπάρνια λέγοντας “κοίτα που πιάνει τα πάντα αυτό το παιδί!”. Αντιλαμβάνεστε ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ, έτσι;
  2. Στο πέρασμα των αιώνων, η αντίληψή μας όσον αφορά τα παιδιά έχει αλλάξει· τουλάχιστον δεν τα θεωρούμε πια κατώτερα από τους ενηλίκους, σκλάβους, πλάσματα δίχως αξία, περιουσιακό στοιχείο της οικογενείας προς πώληση ή δανεισμό, ανίκανα να καταλάβουν το οτιδήποτε και όντα χωρίς κανένα δικαίωμα ή λόγο για τη ζωή τους. (Αυτά στις λεγόμενες “προοδευτικές” μας κοινωνίες, τα προϊόντα των οποίων κατασκευάζονται πλέον καθ’ ολοκληρίαν σε χώρες που φέρονται στα παιδιά ακριβώς έτσι.) Και εδώ αντιλαμβάνεστε ότι κάτι δεν πάει καλά, έτσι;
  3. Οι έρευνες είναι απαραίτητο να γίνονται ακόμη και για πράγματα που θεωρούμε “οφθαλμοφανή”, διότι: (α) ό,τι είναι οφθαλμοφανές για τον έναν δεν είναι και για τον διπλανό του·  (β) πρέπει να υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία -ή όσο αντικειμενικά γίνεται- προκειμένου να έχουμε σωστές πηγές πληροφόρησης όπου να στηρίζεται η γνώμη μας, αντί να υιοθετούμε απόψεις τυχαία από δεξιά και αριστερά, χωρίς να ελέγχουμε την εγκυρότητά τους. καθώς συχνά έτσι μας βολεύει· (γ) μια νέα έρευνα μπορεί να ανοίξει έναν νέο δρόμο, “φέρνοντας στο φως” κάτι το οποίο δεν είχαμε σκεφτεί ή δει, μπορεί να δώσει έναυσμα ώστε να καταρριφθούν εμμονές, προκαταλήψεις, διακρίσεις, μεροληψίες, κ.λπ., που κουβαλάμε μέσα μας συχνά εν αγνοία μας.
  4. Οι έρευνες, ειδικά οι έρευνες πάνω στη συμπεριφορά των παιδιών, χρειάζονται, ώστε: (α) να τα κατανοήσουμε καλύτερα· (β) να κατανοήσουμε τον ενήλικο -αλλά όχι πάντα ώριμο- εαυτό μας καλύτερα· (γ) να φερθούμε καλύτερα σε αυτά τα παιδιά, που μεθαύριο θα είναι ενήλικοι με δικά τους παιδιά· (δ) να βάλουμε ένα χεράκι, ώστε να τους παραδώσουμε αύριο έναν καλύτερο κόσμο.

Οι ενήλικοι, οι προκαταλήψεις τους και πώς αυτές περνούν στα παιδιά

Η έρευνα, οι προκαταλήψεις και τα παιδιά

Αλλά ας γυρίσουμε στην έρευνα.

“Αυτή η έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά μαθαίνουν την προκατάληψη (ως μια αποδεκτή συμπεριφορά) από τα μη λεκτικά σήματα/ερεθίσματα στα οποία εκτίθενται και ότι αυτό είναι ένας μηχανισμός για τη δημιουργία φυλετικών προκαταλήψεων και άλλων διακρίσεων που έχουμε στην κοινωνία μας” λέει η Allison Skinner, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μάθησης και Επιστημών του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.

“Τα παιδιά καταλαβαίνουν και παρακολουθούν πολλά περισσότερα από ό,τι νομίζουμε και δεν χρειάζεται καν να τους πούμε ότι μια ομάδα ανθρώπων είναι ‘καλύτερη’ ή ‘κατώτερη’ από μια άλλη ομάδα, καθώς παίρνουν αυτό το μήνυμα από τις πράξεις μας”. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί εδώ είναι πως τα παιδιά επικεντρώνονται και επηρεάζονται θετικά ή αρνητικά από τις πράξεις μας και όχι από τα λόγια και τις νουθεσίες μας, που συχνά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις καθημερινές πρακτικές μας. Και εδώ κάτι δεν πάει καλά…

Η έρευνα περιλάμβανε μια αρχική ομάδα 67 παιδιών, ηλικίας 4 και 5 ετών, με ίσο συνδυασμό αγοριών και κοριτσιών. Τα παιδιά παρακολούθησαν ένα βίντεο, στο οποίο δύο διαφορετικές γυναίκες ηθοποιοί παρουσίασαν θετικά μηνύματα σε μια γυναίκα και αρνητικά μηνύματα σε μια άλλη γυναίκα. Όλοι οι άνθρωποι στο βίντεο ήταν της ίδιας φυλής, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα να επηρεάσει η φυλετική μεροληψία τα αποτελέσματα.

Οι ηθοποιοί χαιρέτησαν και τις δύο γυναίκες με τον ίδιο τρόπο και έκαναν τις ίδιες δραστηριότητες και με τις δύο (για παράδειγμα, δίνοντας στην κάθε μια ένα παιχνίδι), αλλά τα μη λεκτικά “σήματα” των ηθοποιών διέφεραν από γυναίκα σε γυναίκα. Η μια ηθοποιός μίλησε στη μια γυναίκα με θετικό/φιλικό τρόπο: χαμογελώντας, γέρνοντας προς το μέρος της, με θερμό τόνο φωνής, ενώ στην άλλη μίλησε με αρνητικά/μη φιλικό τρόπο, συνοφρυωμένη, κρατώντας σωματική απόσταση και σε ψυχρό τόνο. Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τα παιδιά να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτήσεων, π.χ. ποιες γυναίκες συμπάθησαν περισσότερο και με ποια θα ήθελαν να μοιραστούν ένα παιχνίδι, με σκοπό να εκτιμήσουν εάν θα ευνοούσαν τη γυναίκα-αποδέκτη των θετικών μη λεκτικών σημάτων έναντι της γυναίκας-αποδέκτη των αρνητικών.

Οι ενήλικοι, οι προκαταλήψεις τους και πώς αυτές περνούν στα παιδιά

Αποτελέσματα και εκτιμήσεις 

Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στο Psychological Science, έδειξαν ένα συνεπές μοτίβο συμπεριφοράς: τα παιδιά έδειξαν μεγαλύτερη συμπάθεια στη γυναίκα- αποδέκτη των θετικών/φιλικών μη λεκτικών σημάτων. Συνολικά, το 67% των παιδιών συμπάθησε τη γυναίκα-αποδέκτη των φιλικών μη λεκτικών σημάτων έναντι της άλλης γυναίκας, γεγονός που υποδηλώνει ότι επηρεάστηκαν από την προκατάληψη (συμπεριφορά) της ηθοποιού.

Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν, επίσης, αν τα μη λεκτικά σήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ομαδική προκατάληψη. Για να εξετάσουν αυτό το ζήτημα, περιέλαβαν άλλα 81 παιδιά, ηλικίας 4 και 5 ετών. Τα παιδιά είδαν τα βίντεο της προηγούμενης έρευνας και, στη συνέχεια, ένας ερευνητής τους εισήγαγε στους “καλύτερους φίλους” των ανθρώπων στο βίντεο. Οι “φίλοι” περιγράφηκαν ως μέλη της ίδιας ομάδας, με τον καθένα να φοράει το ίδιο χρώμα μπλουζάκι με τον φίλο του. Στη συνέχεια, τα παιδιά ρωτήθηκαν ώστε να εκτιμηθεί αν ευνοούσαν τον έναν φίλο έναντι του άλλου.

Όχι και τόσο εντυπωσιακά, αναμενόμενα δηλαδή, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά συμπάθησαν περισσότερο τον φίλο του παραλήπτη των θετικών/φιλικών μη λεκτικών σημάτων παρά τον φίλο της άλλης γυναίκας. Συνολικά, λένε οι ερευνητές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προκαταλήψεις εκτείνονται πέρα από τα μεμονωμένα άτομα, καθώς γενικεύονται αυτομάτως στα μέλη ομάδων με τις οποίες συνδέονται αυτά τα άτομα. Δηλαδή, εάν αντιπαθήσουμε τον Πάνο, που είναι μέλος της ομάδας Χ, θα αντιπαθήσουμε και την ομάδα Χ. Και εδώ κάτι δεν πάει καλά, ναι;

Η καθημερινή, συχνά αόρατη, προκατάληψη

Η Skinner επισημαίνει ότι στις ΗΠΑ  (όπως και σε πολλές άλλες χώρες) πολλά παιδιά προσχολικής ηλικίας ζουν σε ομοιογενή περιβάλλοντα και άρα έχουν περιορισμένη δυνατότητα να βιώσουν καταστάσεις όπου υπάρχουν θετικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικούς πληθυσμούς και κουλτούρες. Έτσι, ακόμη και η πολύ σύντομη έκθεση σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα, μπορεί εύκολα να οδηγήσει τα παιδιά να αναπτύξουν γενικευμένες προκαταλήψεις έναντι ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η Skinner τονίζει ότι οι προσομοιώσεις με τους ηθοποιούς που στήθηκαν για την έρευνα αντιπροσωπεύουν μόνο ένα απειροελάχιστο δείγμα της πραγματικότητας που βιώνουν τα παιδιά, πιθανόν στη καθημερινότητά τους.

“Τα παιδιά είναι πολύ πιθανό συχνά να εκτίθενται σε μη λεκτικές συμπεριφορικές προκαταλήψεις και από πολλούς ανθρώπους, με στόχο κάποιες συγκεκριμένες ομάδες” συνεχίζει η Skinner. “Είναι εμφανές ότι ακόμη και αυτή, η πολύ σύντομη έκθεση στο εργαστήριο, σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα ήταν ικανή να δημιουργήσει προκαταλήψεις στα παιδιά”. Αυτό πολύ απλά συμβαίνει, διότι τα παιδιά, εξαρτώμενα από εμάς τους ενηλίκους, σωματικά και συναισθηματικά, μας εμπιστεύονται και άρα θεωρούν ότι ο τρόπος συμπεριφοράς μας είναι σωστός. 

Οι ενήλικοι, οι προκαταλήψεις τους και πώς αυτές περνούν στα παιδιά

Εμείς οι ενήλικοι, τα “πιστεύω” μας, το υποσυνείδητο και η ειλικρίνεια

Τα ευρήματα της έρευνας, λέει η Skinner, υπογραμμίζουν την ανάγκη των γονέων αλλά και όλων των ενηλίκων να αναγνωρίζουν και να γνωρίζουν τα μηνύματα -λεκτικά ή άλλου τύπου- που μεταφέρουν οι ίδιοι στα παιδιά σχετικά με το πώς σκέφτονται, αισθάνονται και αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους γύρω τους.

Είναι αντιληπτό ότι η συνήθεια και το μεμαθημένο (α) δεν βοηθάει στο να αλλάξουμε τις μέσα στα χρόνια παγιωμένες νοοτροπίες μας και (β) συχνά αυτές οι συμπεριφορές υποκινούνται και εκφράζονται υποσυνείδητα. Το κακό, όμως, γίνεται, το μήνυμα ότι ο άλλος είναι “κατώτερος” περνά γρήγορα, ίσως και γρηγορότερα και ισχυρότερα από όταν οι προκαταλήψεις εκφράζονται ανοικτά, φανερά και εριστικά, καθώς σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να τεθεί η ερώτηση: «Γιατί;». Το υποσυνείδητα, όμως, ερεθίσματα είναι αόρατα, κινούνται κρυφά και εδραιώνονται μέσα μας βαθιά χωρίς να το αντιληφθούμε, και αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος με τα παιδιά: μπορούμε εύκολα να παγιώσουμε μέσα τους συμπεριφορές, κατά των οποίων εμείς οι ενήλικοι διαμαρτυρόμαστε ανοικτά.

Ίσως, αντί πρώτα να κοιτάμε τη συμπεριφορά των παιδιών μας (και παιδιά μας είναι όλα τα παιδιά του κόσμου), να ρίξουμε πρώτα μια ειλικρινή, κριτική και βαθιά ματιά στη δική μας συμπεριφορά και άρα και στα “πιστεύω” μας, που σπάνια είναι ξεκάθαρα.

Για να παραφράσουμε τον φιλόσοφο Daisaku Ikeda, ένα πράγμα είναι σίγουρο: η ισχύς των “πιστεύω” μας θα κινήσει την πραγματικότητα προς την κατεύθυνση εκείνου το οποίο πιστεύουμε και ενστερνιζόμαστε· δηλαδή, προς μια λανθασμένη κατεύθυνση εάν δεν είμαστε προσεκτικοί.

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα,

Influence:

Έχει σπουδάσει ψυχολογία με μεταπτυχιακές σπουδές στο Illinois Institute of Technology (USA) και Surrey University (UK). Έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και στο Ιράν…