Χρυσόσκονη στις κάλτσες
Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου εποχή. Από μικρός θυμάμαι την προσμονή που είχα πάντα για τον Άγιο Βασίλη και για το στολισμό των μαγαζιών και του δικού μας δέντρου στο σπίτι. Περίμενα πως και πως για να ξυπνήσω το πρωί των Χριστουγέννων και να δω τα δώρα που μου είχαν πάρει οι δικοί μου και τα είχαν βάλει κάτω από το στολισμένο δέντρο στο σαλόνι μας.
Αν και οι δικοί μου πάσχιζαν από νωρίς να κρατήσουν τη φλόγα του μύθου για το πνεύμα των Χριστουγέννων και για τον γαλαντόμο άγιο που μοιράζει τα δώρα βάζοντας τα κάτω από στολισμένα δέντρα και υπερφωτισμένα καραβάκια, εγώ έπαψα να πιστεύω σε όλα αυτά μόλις άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο. Εκεί ήταν που είδα έναν Άγιο Βασίλη γνώριμο, να μας δίνει μικρά δωράκια σε όλους τους συμμαθητές μου και εμένα. Ήταν ο θείος μου – πήγαινα στην ίδια τάξη με την πρώτη μου ξαδέλφη – ο οποίος είχε ντυθεί στα κόκκινα και είχε βάλει μια μακριά λευκή γενειάδα στο πρόσωπο. Αυτό ήταν. Μόλις τον αναγνώρισα κάτι μέσα μου άλλαξε και σταμάτησα να πιστεύω στους χριστουγεννιάτικους μύθους.
Τώρα πια, που έχω μεγαλώσει – φέτος δίνω πανελλήνιες – έχω απομυθοποιήσει πλήρως τις γιορτές. Περνάω όμορφα, μου αρέσει που ανταλλάσσουμε ευχές και δώρα με τους δικούς μου, αλλά όλο αυτό το πανηγύρι με τον Άγιο Βασίλη, τους ταράνδους, τα ξωτικά-βοηθούς και τα ιπτάμενα έλκηθρα με αφήνει παγερά αδιάφορο, σε σημείο που με κάνει να κουράζομαι.
Φέτος η μητέρα μου και η αδελφή μου – είναι δέκα χρόνια μικρότερη και πιστεύει ακόμα στους μύθους – μου έκαναν δώρο ένα μικρό κουκλάκι που απεικόνιζε ένα ξωτικό-βοηθό του Άγιου Βασίλη. Μου άρεσε. Ήταν περίπου δέκα εκατοστά, με παιχνιδιάρικη έκφραση και όμορφα πρασινωπά ρούχα. Αποφάσισα να το βάλω στο δωμάτιο μου, πάνω στο κομοδίνο μου, δίπλα από ένα ρολόι που είχα για να βλέπω την ώρα και για να με ξυπνάει το πρωί για το σχολείο. Δεν μου άρεσε να βάζω ξυπνητήρι από το κινητό μου, και έτσι ακολουθούσα την παλιά σχολή με τα επιτραπέζια ρολόγια.
Κάθε χρόνο, την παραμονή της πρωτοχρονιάς μαζευόμαστε μετά το βραδινό φαγητό και παίζουμε όλοι μαζί επιτραπέζιο για καμιά ώρα. Μετά καθόμαστε γύρω από το τζάκι και λέμε ο καθένας και από μια αστεία ιστορία ή βλέπουμε κάποια επίκαιρη ταινία μέχρι να αλλάξει ο χρόνος. Είναι η οικογενειακή μας παράδοση. Από του χρόνου θα είμαι φοιτητής, οπότε αυτές οι γιορτές είναι οι τελευταίες «παιδικές» που θα ζήσω.
Μετά την αλλαγή του χρόνου πήγα και ξάπλωσα. Δεν κοιμήθηκα αμέσως γιατί σκεφτόμουν πως θα άλλαζε η νέα χρονιά τη ζωή μου. Θα γινόμουν φοιτητής, σε κάποια άλλη πόλη ίσως και πλέον θα ήμουν ένα ενήλικο άτομο.
Δεν ξέρω τι ώρα με πήρε ο ύπνος και πόση ώρα κοιμόμουν. Κάποια στιγμή άκουσα έναν θόρυβο και ένιωσα ένα γαργαλητό στα πόδια. Ξύπνησα και ανασηκώθηκα. Στην κάτω μεριά του κρεβατιού μου ήταν το δώρο που μου έκανε η αδελφή μου ξαπλωμένο ανάσκελα δίπλα από τα πόδια μου. Παρατήρησα στο μισοσκόταδο που δημιουργούσε το φως από το πορτατίφ μου, ότι οι κάλτσες μου λαμπύριζαν.
Από το σαλόνι ακούστηκε ένας θόρυβος και πήγα να δω ποιος ήταν ξύπνιος τέτοια ώρα. Μόλις βγήκα από το δωμάτιο μου, άρχισα να αιωρούμαι και οι κάλτσες μου να λαμπυρίζουν πιο έντονα. Όταν έφτασα στο σαλόνι, πετούσα πάνω από το έδαφος περίπου δέκα εκατοστά και στο σαλόνι, μπροστά από το δέντρο και δίπλα από το τζάκι που ήταν αναμμένο – ποτέ δεν το αφήναμε αναμμένο όταν πηγαίναμε για ύπνο – στεκόταν ένας γνώριμος άντρας. Ήταν ο θείος μου, ντυμένος με τη στολή του Αγίου Βασίλη.
-Θείε, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ; Και τι γίνεται με τις κάλτσες μου; Με είδες που αιωρούμαι;
-Δεν είναι όνειρο. Αποφάσισα από φέτος να σου μεταδώσω την μαγεία των γιορτών. Κάποια στιγμή όλοι πρέπει να αποσυρθούν για να έρθουν νέοι στη θέση τους.
-Δεν καταλαβαίνω. Ακούγονται όλα τόσο τρελά!
-Θα καταλάβεις.
Και τότε ο θείος μου, με ακούμπησε με το δάχτυλό του στο κέντρο του μετώπου μου. Με συντάραξε αυτή η κίνηση. Ανατρίχιασα σε όλο μου το κορμί και προσγειώθηκα στο έδαφος απότομα, με έναν θόρυβο. Αμέσως πέρασε από το μυαλό μου μια σειρά από αναμνήσεις που είχαν σβηστεί από το χρόνο και από τη θέληση μου να ξεχάσω. Είχα καταλάβει τι γινόταν.
Την επόμενη ημέρα ξύπνησα πιο ανάλαφρος. Οι γιορτές είχαν επιστρέψει πίσω στην παραμονή των Χριστουγέννων. Το δώρο της αδελφής μου είχε αλλάξει. Πλέον ήταν ένα βιβλίο που είχε διαλέξει μαζί με τη μαμά, και αφορούσε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τα ζώα της Αφρικής. Το ξωτικό είχε αντικατασταθεί και η γνώμη μου για τις γιορτές επίσης. Πλέον ήξερα ότι ο Άγιος Βασίλης υπήρχε. Ήξερα ότι ήταν ο θείος μου και ότι είχε διαλέξει και διάδοχο. Μια μέρα, οι κάλτσες μου θα γέμιζαν ξανά με χρυσόσκονη και θα λαμπύριζαν. Θα ερχόταν η δική μου σειρά να ντυθώ στα κόκκινα και να γεμίσω με χαρά και χαμόγελα τα παιδικά μουτράκια.
(Το διήγημα προσέφερε ο συντάκτης μας Νίκος Κομπολάκης στους αναγνώστες του flowmagazine.gr με πολλή αγάπη! Καλά Χριστούγεννα σε όλους!!!)