Υπέρ-κινητικά παιδιά
Τα παιδιά αυτά υποφέρουν από μία αποδιοργανωτική υπέρ-δραστηριότητα η οποία με τη σειρά της συνδέεται με αδυναμία συγκέντρωσης, διάσπαση της προσοχής, δυσκολία του παιδιού να επικεντρωθεί σε ένα έργο και να το ολοκληρώσει καθώς και μία γενικότερη παρορμητικότητα. Δυσκολεύονται, επίσης, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις λόγω των έντονων συναισθηματικών εκρήξεων. Αυτές οι διαταραχές αντιμάχονται κάθε προσπάθεια για μάθηση. Για αυτό τον λόγο κάποτε αυτά τα παιδιά χαρακτηρίζονταν από γονείς και δασκάλους ως «κακά παιδιά» και «κακοί μαθητές» λόγω άγνοιας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα παιδιά αυτά πάσχουν από το σύνδρομο/διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα.
Οι ανεπάρκειες που συνεπάγεται το σύνδρομο αυτό οδηγούν τα παιδιά σε χαμηλή σχολική επίδοση και συχνές σχολικές αποτυχίες και, μάλιστα, το 50%-70% των παιδιών αυτών έχουν μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα χωρίς αυτά να οφείλονται σε νοητική καθυστέρηση ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες (Wender, 1971). Επιπλέον, ακριβώς επειδή οι νοητικές τους ικανότητες τους είναι ουσιαστικά άθικτες, τα παιδιά αντιλαμβάνονται το πρόβλημά τους και σε αυτό συνδράμουν οι γονείς και οι δάσκαλοι δείχνοντας την απογοήτευσή τους και τον εκνευρισμό τους με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλό αυτο-συναίσθημα.
Διάγνωση και θεραπεία
Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την αιτιολογία του προβλήματος (οργανική-ψυχολογική). Το σημαντικό, όμως, είναι η έγκαιρη διάγνωση και κατ’ επέκταση η έγκαιρη αντιμετώπισή του με τη βοήθεια ειδικού. Νωρίτερα από τη νηπιακή ηλικία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διάγνωση. Μία πρώτη εκτίμηση για το εάν το παιδί πάσχει από διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα μπορεί να κάνει ο παιδίατρος αλλά σαφή και έγκυρη διάγνωση ένας αναπτυξιολόγος ή παιδοψυχολόγος.
Τα παιδιά αυτά εκτός από τη βοήθεια που, ίσως, χρειαστούν για την αντιμετώπιση τυχόν μαθησιακών δυσκολιών από κάποιον ειδικό (λογοθεραπευτή, ειδικό παιδαγωγό) θα χρειαστούν και ψυχολογική υποστήριξη τόσο από τους γονείς τους όσο και από τους δασκάλους τους. Θα πρέπει να δείχνουν υπομονή, να τα απασχολούν με σωματικές δραστηριότητες ώστε να εκτονώνονται, να έχουν πάντα πρόγραμμα και να το ακολουθούν οπωσδήποτε παρ’ όλες τις δυσκολίες που θα προκύπτουν από το παιδί καθώς και να φροντίζουν να τους βάζουν όρια και να τους τα υπενθυμίζουν συχνά.
Έχει παρατηρηθεί ότι η «Συμπεριφοριστική Θεραπεία» μπορεί μέσω της τιμωρίας (όχι σωματικής) και της αμοιβής να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του παιδιού σε ικανοποιητικό βαθμό. Για παράδειγμα, η άρνηση του γονέα προς το παιδί για μία αγαπημένη του δραστηριότητα εφόσον το παιδί αρνείται να ακολουθήσει το πρόγραμμά του καθώς και το αντίστροφο. Επίσης, σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία μέσω της «Γνωσιακής θεραπείας» να διδάσκεται το παιδί τη χρήση της αυτο-ενίσχυσης και αυτο-παρατήρησης ώστε να μπορεί να αυτο-βοηθείται.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ο γονιός να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού (παιδοψυχολόγου κατά προτίμηση), ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίξει το παιδί του και τις ανάγκες που προκύπτουν από το σύνδρομο αυτό.
Βιβλιογραφία
Ηλία Γ. Μπεζεβέγκη, Θέματα Εξελικτικής Ψυχολογίας: Εξελικτική Ψυχοπαθολογία, Τόμος Α’, Αθήνα 1989.
Martin Herbert, Ψυχολογικά Προβλήματα Παιδικής Ηλικίας, Τόμος Β’, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.



























