Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις εργαζόμενες γυναίκες είναι ένα ζήτημα που αφορά ολόκληρη την οικονομία, καθώς η υποεκπροσώπησή τους στις …
«Τρία Χρωμάτα: Λευκή Ταινία», η ισότητα μέσα από τον φακό του Κισλόφσκι
Η δεύτερη ταινία της Τριλογίας των Χρωμάτων δίνει ανθρώπινη μορφή στην έννοια της ισότητας μέσα από μία στη πλειοψηφία μαύρη κωμωδία και ένα περιστασιακό εποχιακό δράμα που ριζώνει στον καπιταλισμό και στην ανάγκη της ανθρώπινης υπεροχής. Τί γίνεται όμως όταν η ισότητα σαν έννοια δεν ισχύει;
Ένα χρόνο μετά την «Μπλε Ταινία», η «Λευκή Ταινία» κάνει την εμφάνιση της στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1994 ως η δεύτερη ταινία της «Τριλογίας των Χρωμάτων». Με έμπνευση που πηγάζει από τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, ο Πολωνός σκηνοθέτης Κρίστοφ Κισλόφσκι, ανταλλάζει την πρόσφατη μελαγχολία του μπλε και τη γαλήνη της ελευθερίας, για την μαύρη κωμωδία της ειρωνικά «Λευκής Ταινίας» που πραγματεύεται τα εναλλασσόμενα πρόσωπα της ισότητας-έναν και από τους χρωματικούς συμβολισμούς των αξιών της γαλλικής σημαίας που άλλωστε δίνει κεντρικό ρόλο σε κάθε ταινία της Τριλογίας του.
Διαβάστε επίσης: Τρία Χρώματα: Μπλε Ταινία
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
Μέσα από τα μάτια του Πολωνού μετανάστη στη Γαλλία και πρωταγωνιστή Κάρολ, ο Κισλόφσκι συστήνει την πατρίδα του στο κινηματογραφικό σύμπαν της «Τριλογίας των Χρωμάτων». Ο Κάρολ(ΖμπίνιουΖαμαλόσκι),τη μέρα που εκδικάζεται το διαζύγιο που του έχει ζητήσει η Γαλλίδα σύζυγος του Ντομινίκ(Ζιλί Ντελπί) , προς δική του έκπληξη με άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού κάνει κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να την μεταπείσει να τον δεχτεί πίσω, καταλήγει με μοναδική του συντροφιά στη ζητιανιά του στο μετρό του Παρισιού, μια βαλίτσα και έναν περίεργο συμπατριώτη. Αυτές είναι και οι μόνες αφορμές για να επιστρέψει στην πατρίδα του, τη Βαρσοβία. Με γνώμονα την εκδίκηση απέναντι στην πρώην γυναίκα του και τον ζήλο να της αποδείξει πως μπορεί να συνυπάρξει ως ισάξιος της, ο Κάρολ δε διστάζει να σκηνοθετήσει τον υποτιθέμενο θάνατο του και να κατηγορήσει για την κατάληξη του κανέναν άλλο πέρα από…τη γυναίκα του.
Με την ματιά του σκηνοθέτη
Λευκό, ένα χρώμα που συμβολίζει αγνότητα και την αθωότητα. Στην περίπτωση όμως του Κισλόφσκι, ο ίδιος αναλαμβάνει να αποκωδικοποιήσει την διφορούμενη φύση της ισότητας. Γιατί σε μία κοινωνία που όπως και τότε έτσι και τώρα η οικονομική κατάσταση καθορίζει πέρα από την επιβίωση του ανθρώπου και την κοινωνική καταξίωση του, γίνεται κατανοητό πως, όπως και ο πρωταγωνιστής, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος δεν θέλει να είναι ίσος, αντιθέτως θέλει να υπερέχει του άλλου .Και όταν δεν είναι ίσος αλλά ούτε υπερέχει, όντας “λιγότερος”, τότε είναι που θίγεται ο εγωισμός του. Η φύση, όμως, αυτής της υπεροχής, είναι τόσο εθιστική που όπως και στην περίπτωση του Κάρολ ,η πτώση της αξιοπρέπειας του-που αποδεικνύει το ταξίδι του μέσα σε μία βαλίτσα-ως αντάλλαγμα για την επίτευξη της δήθεν ισότητας, είναι μικρό τίμημα.
Πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στο ρομαντικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, αν και ο Κισλόφσκι δεν αφήνει ούτε στιγμή την μελαγχολική διάθεση του Ζμπίνιου Ζαμαλόσκι και τον ακατεύναστο θυμό της Ζιλί Ντελπί να δραπετεύσουν τον κινηματογραφικό φακό του, ο σκηνοθέτης δεν παραμένει μόνο στα τετριμμένα πλαίσια της δραματικότητας των τοξικών ερωτικών σχέσεων. Με πικρό και- δυστυχώς για τον σύγχρονο άνθρωπο- ρεαλιστικό χιούμορ, ο σκηνοθέτης δε διστάζει να σατιρίσει τη μετά-σοσιαλιστική πραγματικότητα της χώρας του, της οποίας κινητήρια δύναμη είναι ο ανήθικος καπιταλισμός και το κοινωνικό κύρος που συνεπάγεται αυτός. Ζωντανή απόδειξη, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο οποίος, αν και στα πρόχειρα πτώχευσης , καταφέρνει να ανέλθει οικονομικά μεν παράνομα δε και να φέρει την πρώην γυναίκα του πίσω στην αγκαλιά του ,όντας πλέον “ισάξιος” της.
Είναι, όμως, δυνατή η απόλυτη ισότητα στην κοινωνία και πόσο μάλλον στις ερωτικές σχέσεις; Γιατί, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Κισλόφσκι, φαίνεται πως στον έρωτα ισότητα σημαίνει υπεροχή του ενός έναντι του άλλου, έστω και αν μία τέτοια ανάγκη επιτυγχάνεται ασυνείδητα .Η «Λευκή Ταινία» λειτουργεί ως ένα παράδειγμα του διεστραμμένου ψυχισμού των ανθρώπινων σχέσεων, όπου ο εγωισμός του ανθρώπου συγκρούεται με την έννοια της αγάπης. Όπως φαίνεται και στη «Λευκή Ταινία» ,στις σχέσεις οι άνθρωποι δεν είναι συνοδοιπόροι, αντιθέτως αντίπαλοι στον ίδιο αγώνα δρόμου, όπως ο Κάρολ που διαρκώς “τρέχει” να ισοφαρίσει με την πρώην γυναίκα του. Δε το κάνει όμως ούτε για την ίδια ούτε και για τη σχέση τους .Βγάζει παράνομα χρήματα, σκηνοθετεί τον θάνατο του, μετατρέπεται από ζητιάνος σε επιτυχημένο επιχειρηματία ,όχι όμως για να τη φέρει πίσω. Αλλά για να αισθανθεί καλά με τον εαυτό του. Όλο αυτό το σχέδιο, ήταν η αφορμή για να αισθανθεί και να γίνει φαινομενικά καλύτερος από τη Ντομινίκ. Πιο πλούσιος ,πιο πετυχημένος, πιο καταξιωμένος σε κοινωνικό επίπεδο . Ο Κάρολ είναι και η τόσο φανερή απόδειξη πως στο τέλος, όσο και αν προσπαθήσουμε να επικαλύψουμε την έννοια της αγάπης με αυτή της ιδιοτέλειας, η ατομική υπεροχή και η σκιά του “εγώ” θα μας εμποδίζουν από το να αγαπάμε αγνά, σαν το λευκό χρώμα, χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα.
Τα πλάνα της «Λευκής Ταινίας» σε αντίθεση με την «Μπλε» και την «Κόκκινη Ταινία» ,δεν κυριεύονται από το χρώμα του τίτλου τους. Αντιθέτως, ο Κρίστοφ Κισλόφσκι έχει τοποθετήσει μεθοδικά είτε ένα λευκό φόντο, είτε λευκά αντικείμενα στο βάθος των σκηνών του, χωρίς αυτό να αυτό να σημαίνει πως η αισθητική αυτή επιλογή καθιστά την ταινία κατώτερη από τις “αδερφές” της. Παρά τις αισθητικές ελλείψεις της σε σχέση με τις άλλες δυο ταινίες ,η «Λευκή» παραμένει μία ωδή στον σύγχρονο άνθρωπο και το πιο πρόσφατο δημιούργημα του, όχι το ίδιο του το είδος, αλλά την καπιταλιστική κοινωνία της οποίας είναι μέρος, η οποία παίρνει ανθρώπινη μορφή στο πρόσωπο του Κάρολ, που ασυνείδητα θυσιάζει τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν άνθρωπο, την ικανότητα της αγνής αγάπης, στο ναό της ατομικής υπεροχής και της κοινωνικής καταξίωσης. Έννοιες που πέρα από την πραγματικότητα της ταινίας, δεν είναι πλέον παρά μία ρεαλιστική απεικόνιση και όχι απλώς σάτιρα της σύγχρονης Ευρώπης.