Τόλης Βοσκόπουλος, μια αρχοντική μουσική φιγούρα
Η διαδρομή τον επιλέγει πριν ακόμα την κάνει, για να την κάνει. Δυνατό δόλωμα η μουσική, τον γραπώνει και δεν τον αφήνει να κουνηθεί διόλου. Δεν αντιστέκεται. Παραδίνεται ανευ όρων και την παίρνει στο κατόπι. Ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε πει για για εκείνον: «Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη.». Ένας μύθος τυλίγει τον «πρίγκιπα» του τραγουδιού με τα μελένια μάτια και την χαρακτηριστική φωνή. Λάθη που μοιάζουν με σωστά, κάψες που σεργιανίζουν με φόντο αλήτικες βραδιές και θεατρικά καμώματα γρηγορεύουν το χτύπο της καρδιάς μας. Ένα ήσυχο πάθος παρέα με μια τρέλα σαλτάρουν στην ευγένεια και κάνουν τον Τόλη Βοσκόπουλο απίθανο μάστορα του τραγουδιού. Τραβά τα βλέμματα. Η κουρτίνα ετοιμάζεται να πέσει μα είναι μια σχέση δυνατή με το κοινό και ένας έρωτας διαρκείας που την τραβούν ξανά πίσω. Κάθε φορά που τελειώνει είναι η στιγμή που ξαναρχίζει.
Η παρόρμηση της μοίρας
Ο Βοσκόπουλος γεννιέται στις 26 Ιουλίου 1940 στην Κοκκινιά. Με καταγωγή από τη Μικρά Ασία οι γονείς του παλεύουν να επιβιώσουν. Ο πατέρας του είναι έμπορος στη λαϊκή αγορά στα Λεμονάδικα. Οι άσχημες μνήμες της προσφυγιάς ανταμώνουν με τις δύσκολες συνθήκες της κατοχής. Σκληρές στιγμές ψάχνουν καταφύγιο στην αγάπη και το δέσιμο. Η μάνα του περνά από δώδεκα εγκυμοσύνες. Δεν τα έχει όλα κοντά της. Για κάποια από αυτά η ζωή σβήνει πολύ γρήγορα. Ο άντρας της στέκεται πάντα εκεί. Της λείπει η χαρά, μα δεν χάνει το κουράγιο της. Είναι όλα κορίτσια εκτός από το τελευταίο. Ο Τόλης είναι το μοναδικό αγόρι. Στα 15 του χρόνια σκαλίζει εκείνη την κιθάρα που του ‘χε πάρει δώρο ο πατέρας του. Καντάδες τα βράδια στις γειτονιές και εφηβικά παιχνίδια με ερωτικά βλέμματα που υπόσχονται τα πάντα είναι η αρχή μιας θυελλώδους διαδρομής γεμάτης από μαλαματένιες μουσικές και έρωτες ερασιτέχνες.
Το 1958 αποφοιτά από το Εθνικό Ωδείο του Παραρτήματος της Δραματικής Τέχνης. Τις πρώτες δειλές εμφανίσεις στο θέατρο ανακόπτει για λίγο ο έρωτας που μπαίνει από το παράθυρο και ανατρέπει τη ροή των γεγονότων. Η Στέλα Στρατηγού του κλέβει την καρδιά. Ως αρσενικό παλιάς κοπής με αρχές και έντονη την αίσθηση του χρέους απέναντι στη γυναίκα που έχει πλάι του, την παντρεύεται. Ο γάμος τους κρατά πέντε χρόνια. Μια αποτυχημένη παράσταση στις αρχές της δεκαετίας του ’60 φέρνει την γνωριμία με το Λυκούργο Μαρκέα, ο οποίος τον βοηθά να κάνει το πρώτο του συμβόλαιο με την Κολούμπια. Η πρώτη του δισκογραφική απόπειρα γίνεται με το κομμάτι «Βήμα βήμα». Το κατάστρωμα ενός καραβιού χρησιμεύει ως ένα πρωτότυπο κέντρο διασκέδασης που προσελκύει πολλούς. Μαζί με την Μπελίντα κάνει εκεί την παρθενική του εμφάνιση. Το τραγούδι είναι το μεράκι του. Τα πρώτα λεφτά που παίρνει στα χέρια του είναι πέρα από τις προσδοκίες του.
Η μουσική τον τραβά σαν μαγνήτης και ο θεατρίνος στέκεται πάντα εκεί να κάνει δεύτερη φωνή και να χρωματίζει τις ερμηνείες του. Είναι αυτός που φέρνει τα βήματά του στα κινηματογραφικά στούντιο, απ’ όπου περνά κάνοντας σημαντικές εμφανίσεις και συνεργασίες. Κυλούν κάποια χρόνια σκληρής δουλειάς και συνεχούς προσπάθειας, όπου με πείσμα μαθαίνει εντελώς μόνος του μπουζούκι. Δυστυχώς, δεν λείπουν οι δύσκολες συγκυρίες, όπως η αρρώστια του στη διάρκεια μιας περιοδείας στη Νέα Υόρκη, η οποία και διέκοψε το ταξίδι του. Αντρειώνεται με δύναμη και η επιστροφή του στην Ελλάδα συναντά το συνθέτη Βοσκόπουλο. Η «αγωνία» του Γιώργου Ζαμπέτα και του Χαράλαμπου Τσάντα σμίγει με την εκφραστικότητα της μουσικής ανάσας του Τόλη και ανάβουν το φυτίλι στις καρδιές του κόσμου. Κάπου εκεί, η συνάντηση με τη Δούκισσα είναι καθοριστική μιας και σηματοδοτεί μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες. Η χημεία τους επάνω στη σκηνή είναι εμφανής κερδίζοντας τις καλύτερες εντυπώσεις του κοινού. Κάπου παρακάτω, μια δυσκολία του Γιάννη Πουλόπουλου να συμμετέχει στην ταινία «Πέντε πρόσωπα ζητούν μεροκάματο» του Αλέκου Σακελλάριου οδηγεί στην αντικατάστασή του από το Βοσκόπουλο. Η περίφημη «βαλίτσα» κάνει πάταγο και πάει πολύ μακρυά μιας και η εμφάνισή του αποσπά τις καλύτερες κριτικές καθιερώνοντάς τον στο χώρο. Η συνεργασία με την Μαρινέλλα αφήνει μια «πικάντικη» γεύση στο στόμα, μιας και η εμπλοκή της προσωπικής τους ιστορίας καταγράφεται μουσικά, πριν ακόμα συμβεί. Το κομμάτι «Τα λόγια είναι περιττά» περνά σαν ακτινογραφία το χωρισμό που θα ακολουθήσει. Κάθεται στη συνείδηση του κόσμου και προκαλεί πάταγο.
Ένα καλλιτεχνικό γαϊτανάκι μπλέκεται στα πόδια του. Αρχίζει να το ξετυλίγει και ένα ένα τα χρώματα απλώνονται μπροστά του. Είναι αποχρώσεις υπέροχες που τις βάζουν σπουδαίοι στιχουργοί όπως οι Πυθαγόρας, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ηλίας Λυμπερόπουλος, Κώστας Βίρβος και άλλοι. Εξαιρετικοί συνθέτες σχεδιάζουν μελωδικούς δρόμους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα του όπως οι Θανάσης Πολυκανδριώτης, Άκης Πάνου, Θόδωρος Δερβενιώτης, Γιώργος Κατσαρός και πολλοί ακόμα. Δεν είναι λίγες και οι δικές του υπέροχες δημιουργίες, όπου αποτυπώνεται η συνθετική του δεινότητα και όλη του η τρυφερότητα. Η αξία του βγαίνει στην επιφάνεια ενώ οι αντιδράσεις του κόσμου κλιμακώνονται αισθητά. Ένα ατέλειωτο πάθος για τη δουλειά του και μια διαρκής προσπάθεια να φτάσει το άπιαστο τον κάνουν να παλεύει με θάρρος και τόλμη. Θέλει διακαώς μια συνεργασία με το Μίμη Πλέσσα. Τον βρίσκει και του λέει: « Μου έδωσαν ένα σουγιαδάκι και έκανα ζημιά. Σκέψου να μου δώσεις εσύ ένα σπαθί τί θα γίνει.». Και είχε δίκιο. Δουλεύει ακατάπαυστα στριμώχνοντας πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες μέσα σε μια μέρα. Τρέχει από τα γυρίσματα για τις ταινίες στο θέατρο και από εκεί στο στούντιο για ηχογράφηση και στα νυχτερινά κέντρα. Ο ύπνος τον βρίσκει μονάχα για λίγο στα καμαρίνια. Η επιτυχία δεν ανακόπτεται με τίποτα. Βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του τύπου μα κρατά πάντα χαμηλούς τόνους. Μέχρι και σήμερα έχει εκδόσει πάνω από 70 προσωπικούς δίσκους διατηρώντας πάντα το ύφος τραγουδιού με το οποίο ξεκίνησε.
Το φανατικό κοινό που τον ακολουθεί χρόνια ολόκληρα γεμίζει ασφυκτικά το κέντρο που εμφανίζεται κάθε φορά. Η μεταφορά του συχνά γίνεται αγώνας μετ’ εμποδιών μιας και οι αντιδράσεις είναι έντονες. Περιπολικά στήνονται έξω από το θέατρο, όπου ανεβάζουν το έργο «Εραστές του ονείρου» μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη και με δυσκολία καταφέρνει να «αποδράσει» από την αγκαλιά του κόσμου. Είναι ο αρχοντικός άντρας με την πάντα κομψή και προσεγμένη εμφάνιση. Αποκτά ένα κλασικό στυλ τόσο στο ντύσιμο, όσο και στις ιδιαίτερες ερμηνείες του. Φινέτσα και διαχρονικότητα βολτάρουν ανενόχλητες σιγοντάροντας μέχρι και σήμερα τον μύθο ενός ανθρώπου ανεπανάληπτου. Οι ιστορίες των τραγουδιών του είναι άλλοτε βιώματα δικά του κι άλλοτε μια πρόκληση για το ρόλο που ακόμη δεν έπαιξε, για το νήμα που ακόμα δεν βρήκε.
Σαν μια άγνωστη αγαπημένη η αγάπη του κόσμου πέφτει πάνω του. Εκείνος έχει μια αγωνία και μια λαχτάρα να την ανταποδώσει. Όμως, οι άντρες δεν μιλούν πολύ και όσο για την αγάπη τους τη δείχνουνε με πράξεις. Στέκεται μαζί με τα αδέρφια του, τους αλήτες, τα πουλιά γυρεύοντας χαμένα φιλιά. Η καρδιά του είναι μόνη και το πικρό αηδόνι της σιωπής του θυμίζει έναν έρωτα παλιό. Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και εκείνη η μαχαιριά στάζει ακόμα μέλι. Έπεφταν πάνω του λυτά τα ζωντανά μαλλιά της και τον ανάστησε. Το φεγγάρι από πάνω τους έμοιαζε με ασημένιο τάληρο. Την άρπαξε και πήγαν ως το Φάληρο. Όμως, η προδοσία καραδοκεί στη γωνία. Ψύλλοι στ’ αυτιά του μπήκαν πως άλλον έβαλε στην κάμαρά της. Η νύχτα έπεσε και θέλει να την κόψει στα δύο. Δεν θέλει απόψε άνθρωπο να δει, γιατί έχει κάψες το παιδί. Μα όσο κι αν πονά, ξέρει. Αποκλείεται να ‘ρθει η μέρα που θα την αγαπά πιο λίγο.
Είναι μια ευαίσθητη μα και έντονη φυσιογνωμία βουτηγμένη στην ανάγκη να δίνει πολύ. Η σχέση με τους θαυμαστές του παραμένει πάντα ένα παζλ από δυνατές στιγμές ευγνωμοσύνης και συγκίνησης εκατέρωθεν. Μετράει τα λόγια του στις λύπες και του περισσεύουν στις χαρές. Προστατεύει με μιαν αλλιώτικη θαλπωρή τους συνεργάτες του. Στις ζωντανές εμφανίσεις τους προτρέπει να κάνουν μουσικά «τσαλίμια» ξεδιπλώνοντας τη δεξιοτεχνία τους. Επιδιώκει την προβολή τους διώχνοντας την στερεοτυπική αφάνεια που είθισται να τους συνοδεύει. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει εγείρει τη δυσαρέσκεια ούτε καν από συναδέλφους του και χαίρει φοβερής εκτίμησης και αγάπης από όλους όλα αυτά τα χρόνια.
Είναι άντρας παραδοσιακός. Λατρεύει τις γυναίκες και τους το δείχνει. Η προσωπική του ζωή περνά από φουρτούνες και θύελλες. Πραγματοποιεί τρεις ακόμα γάμους μέχρι να βρει τη γυναίκα της ζωής του. Από το 1996 είναι παντρεμένος με την Άντζελα Γκερέκου, με την οποία έχουν αποκτήσει μια κόρη. Ένας αόρατος μεγεθυντικός φακός διαστέλει τις κόρες των ματιών του και είναι όλα μεγάλα. Μεγάλες οι λύπες, μεγάλες και οι χαρές του γίνονται ένα σώμα με εκείνες τις αδυναμίες του. Τα κλείνει όλα σε ένα κομμάτι. Τραγουδά στο παιδί του, «Όλα τα ‘χεις πάρει», όταν τα καλοκαίρια χαζεύουν από το παράθυρο μαζί το κάστρο της Κέρκυρας.
Είναι μαχητής και δεν φοβάται να ζήσει. Κλωτσάει επιδεικτικά τα στραβά της ζωής και βρίσκει αποκούμπι στο Θεό. Με τα χρήματα δεν είχε ποτέ καλή σχέση, γεγονός που τον έφερε συχνά αντιμέτωπο με κακή διαχείριση και ζόρικες συνέπειες. Ο Βοσκόπουλος δεν σχεδιάζει. Δεν σχεδίασε ποτέ. Ονειρεύεται με τα μάτια ανοχτά. Γι’ αυτό είναι και θα παραμένει πάντα ερασιτέχνης. Από εκείνους που θαυμάζεις. Από εκείνους που αγαπάς. Η απώλεια στρατηγικής σημαίνει λάθη. Σημαίνει πτώση και ύστερα πέταγμα. Αλλά τι παράξενο..μέσα σ’ αυτό το ανεβοκατέβασμα κρύβεται όλη η ευτυχία. Πάνω από 45 χρόνια μας κρατά το χέρι σφιχτά και μας τη δείχνει. Θέλει να τη δούμε, να την αγγίξουμε και όπου φτάσουμε.. Έτσι, για λίγο, πριν χαθεί τ’ όνειρό μας και ξαναβραδιάσουμε…