Οι δρομείς μπορούν να ζήσουν κατά μέσο όρο τρία χρόνια περισσότερο από τους ανθρώπους που δεν τρέχουν, σύμφωνα με έρευνα. …
Το τρέξιμο, η κάνναβις, το «high» και το γιατί
Η οικογένειά και οι φίλοι μου συχνά με στέλνουν έξω να τρέξω, ξέροντας ότι θα γυρίσω πίσω ένας πολύ καλύτερος άνθρωπος…
Με την καραντίνα του ιού, γέμισαν οι δρόμοι αθλητές. Όπου να πας, όπου και να γυρίσεις υπάρχουν – τι ωραία! – άνθρωποι, μεγάλοι, μικροί, άνδρες, γυναίκες, που περπατούν ή τρέχουν ο καθένας στον ρυθμό του ή στον ρυθμό της παρέας του. Είναι σκέτη χαρά! Γεμίζουν οι δρόμοι χρώματα, φωνές, χαμόγελα, ανθρώπους που τρέχουν, δίχως να βιάζονται.
Γιατί τρέχουν όλοι αυτοί; Διότι το τρέξιμο κάνει καλό. Γνωστό, τόσες έρευνες το έχουν αποδείξει: η σωματική άσκηση προστατεύει νου και σώμα από σωρεία προβλημάτων. Ναι, αλλά το τρέξιμο ίσως έχει κάτι διαφορετικό: είναι αυτή η ευεξία (high) για την οποία μιλούν με πάθος όλοι όσοι τρέχουν.
Το 1855, ο Σκωτσέζος φιλόσοφος Alexander Bain περιέγραψε την ευχαρίστηση ενός γρήγορου περιπάτου ή ενός τρεξίματος μέτριας έντασης ως «ένα είδος μηχανικής μέθης», ένα είδος ευεξίας παρόμοιο με την αρχαία εκστατική λατρεία του Βάκχου, του θεού του κρασιού. Ο δρομέας και τριαθλητής Scott Dunlap συνοψίζει χιουμοριστικά την ευεξία που αισθάνεται κατά το τρέξιμο: «Θα το εξίσωνα με δύο Red Bulls με βότκα, συν τρία αναλγητικά, συν ένα κέρδος $50 από το Λόττο».
Πολλοί ακόμα έχουν περιγράψει παρόμοια συναισθήματα. Με απλά λόγια, πρόκειται για την ευεξία εκείνη που δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα εργαστηριακής χημείας ή ναρκωτικών, αλλά που ξυπνά μέσα από το ίδιο το σώμα. Μας χαλαρώνει, ενώ ταυτόχρονα μας προσφέρει αντοχή, και κατ’ επέκταση δύναμη. Η δύναμη αυτή εμφανίζεται μετά από κάμποσα χιλιόμετρα και μας «ανεβάζει» τη στιγμή που αισθανόμαστε εξαντλημένοι, «καθαρίζοντας» τον νου μας κι αφήνοντας τη σκέψη ελεύθερη.
Οι κυνηγοί, η ανταμοιβή και το κίνητρο
Ωραία όλα αυτά. Όμως πώς συμβαίνει αυτό; Διότι η ευεξία που περιγράφουμε εμφανίζεται μόνο μετά από σταθερή και σημαντική σωματική προσπάθεια. Είναι ο τρόπος ανταμοιβής τού εγκεφάλου για την επιτέλεση σκληρής «εργασίας»; Και γιατί να υπάρχει μια τέτοια ανταμοιβή;
Αρχικά, έχουμε έναν σκελετό ο οποίος ευνοεί το τρέξιμο, γεγονός όμως που δεν αρκεί για να δημιουργήσει έναν αθλητή αντοχής, όπως επισήμανε κι ο David Α. Raichlen, ανθρωπολόγος στο University of Southern California. Υπάρχει, επίσης, η γνώση ότι προϊστορικά οι πρόγονοί μας ήταν κυνηγοί και θηρευτές: έτρεχαν ακολουθώντας τα θηράματά τους, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφή τους.
Ένα κίνητρο, λοιπόν, ήταν η τροφή, δηλαδή η αποφυγή της λιμοκτονίας και του θανάτου. Αποτελεί, όμως, αυτό ισχυρό κίνητρο όταν, ύστερα από ατελείωτα χιλιόμετρα, οι δυνάμεις σου δείχνουν να σ’ εγκαταλείπουν, η καρδιά σου είναι έτοιμη να εκραγεί, και τα πόδια σου κοντεύουν να διπλώσουν από την εξάντληση, ενώ το κοπάδι που κυνηγάς έχει χαθεί στον ορίζοντα και δεν βλέπεις παρά ίχνη από την σκόνη του;
Ο Raichlen διερωτάται δικαίως: Τι έκανε τους πρώτους ανθρώπους πρόθυμους να καταβάλουν τόση προσπάθεια; Αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι φαίνονται προδιαγεγραμμένοι να εξοικονομούν ενέργεια. Όταν τρέχουν όλη μέρα, χρησιμοποιούν και τα τελευταία ενεργειακά αποθέματα του οργανισμού τους, με μόνο κίνητρο τη μικρή ελπίδα «αλίευσης» κάποιου θηράματος. Μικρή, διότι τις περισσότερες φορές τα θηράματα ήταν πολύ ταχύτερα κι εξυπνότερα, με αποτέλεσμα οι θηρευτές να καθίστανται οι ίδιοι θηράματα.
Σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, ο βιολόγος D. Bramble και ο παλαιοανθρωπολόγος D. Lieberman αναφέρουν τα εξής: η νευροχημική κατάσταση που διαμορφώνεται στον εγκέφαλο (ευεξία) και κάνει το τρέξιμο ευχάριστο, μπορεί αρχικά να χρησίμευε ως ανταμοιβή για τους τότε κυνηγούς, ως κίνητρο ώστε να μην παραιτηθούν από το κυνήγι.
Ο Raichlen πάει ακόμα πιο πέρα: Ίσως η ευεξία που ένιωθαν όταν έτρεχαν ν’ απέτρεπε την πείνα και τον πόνο. Μια τέτοια νεύρο-ανταμοιβή θα πρέπει ταυτόχρονα να ανακουφίσει τον πόνο και να προκαλέσει ευχαρίστηση, επομένως να μειώνει και τον φόβο. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι οι ενδορφίνες είναι υπαίτιες για την ευεξία του δρομέα, καθώς υπάρχουν μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν ότι η άσκηση υψηλής έντασης προκαλεί μια ξαφνική έκκριση ενδορφινών. Όσοι τρέχουν ξέρουν ότι η αίσθηση ευεξίας έρχεται αναπάντεχα- εκεί που σκέφτεσαι «δεν αντέχω άλλο», ξάφνου νιώθεις φτερά στα πόδια σου και την καρδιά σου ελαφριά. O Raichlen μίλησε για τα «ενδοκανναβινοειδή», τις χημικές ουσίες του εγκεφάλου που μιμούνται την επίδραση της κάνναβης ή της μαριχουάνας. Τα ενδοκανναβινοειδή ανακουφίζουν από τον πόνο, ενισχύουν την καλή διάθεση και ταιριάζουν στην υπόθεση του Raichlen για την ανταμοιβή της σωματικής εργασίας.
Πολλές από τις επιπτώσεις της κάνναβης είναι συνεπείς στις περιγραφές της ευεξίας που προκαλείται από την σωματική άσκηση, συμπεριλαμβανομένης και της εξαφάνισης των ανησυχιών ή του στρες, της μείωσης του πόνου, της επιβράδυνσης του χρόνου και της όξυνσης των αισθήσεων.
Το πείραμα, η ευεξία, το άγχος και οι σχέσεις μας
Ο Raichlen έβαλε την θεωρία του σε πράξη: ζήτησε από εθελοντές δρομείς να τρέχουν πάνω σε διάδρομο σε προπονήσεις διαφορετικών εντάσεων. Πριν και μετά από κάθε τρέξιμο, πήρε αίμα για να μετρήσει τα επίπεδα ενδοκανναβινοειδών. Περπατώντας αργά για 30 λεπτά ή τρέχοντας στη μέγιστη ταχύτητα, δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή: τα επίπεδα ενδοκανναβινοειδών ήταν περίπου τα ίδια. Το τζόκινγκ (το αργό και σταθερού ρυθμού τρέξιμο), ωστόσο, τριπλασίασε τα επίπεδα των ενδοκανναβινοειδών των δρομέων, και είναι αυτή η αύξηση ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την αίσθηση ευεξίας των δρομέων.
Γιατί να συμβαίνει αυτό; Ο Raichlen εικάζει ότι ο εγκέφαλός μας μας ανταμείβει για την άσκηση/κίνηση η οποία είναι παρόμοια σε ένταση με εκείνη των ανθρώπων που έβγαιναν για κυνήγι πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια. Περαιτέρω έρευνες δείχνουν ότι τα ενδοκανναβινοειδή είναι πολυδιάστατες ουσίες: υπάρχουν περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού, οι οποίες ρυθμίζουν την αντίδραση στο στρες, και είναι πλούσιες σε υποδοχείς για ενδοκανναβινοειδή. Όταν τα ενδοκανναβινοειδή μόρια «κλειδώνουν» σε αυτούς τους υποδοχείς, μειώνουν το άγχος, προκαλώντας μια αίσθηση ικανοποίησης.
Επιπλέον, τα ενδοκανναβινοειδή αυξάνουν τη ντοπαμίνη στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, η οποία τροφοδοτεί περαιτέρω το συναίσθημα της χαράς. Τα υψηλότερα επίπεδα επηρεάζουν ακόμη και την ευχαρίστηση του να είμαστε με άλλους ανθρώπους, περιορίζοντας το κοινωνικό άγχος, μειώνοντας τις πιθανότητες απομόνωσης, αποξένωσης και αποστασιοποίησης.
Πέρα από το σύντομο «μάθημα» περί κάνναβης κι εγκεφάλου, καταλήγουμε στο εξής: Ο τρόμος του ιού φαίνεται να «υποχωρεί». Εμείς όμως ας μην υποχωρήσουμε. Ας συνεχίσουμε να τρέχουμε έξω, μόνοι ή με άλλους, μοναχικά σε ερήμους δρόμους ή στη γειτονιά με την παρέα μας, στα πάρκα, στα δάση, στα βουνά, παντού. Ας κρατήσουμε τις νέες, καλές συνήθειες του ιού, ας δούμε, ας νιώσουμε τον κόσμο μας πιο κοντά μας. Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε σε κάτι, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να το κατανοήσουμε και να το αγαπήσουμε. Κι ας είναι και το χώμα πάνω στο οποίο πατάμε…