Ο Πειραιάς είναι το πρωταρχικό και βασικότερο λιμάνι της Ελλάδας. Είναι το λιμάνι, που λειτουργεί σαν κόμβος για τα νησιά …
Το λιμανάκι μιας νέας ζωής
Το ταξίδι μας για τον Πόρο ήταν πολύ σημαντικό, θα μας έδινε φτερά για μια νέα καλύτερη ζωή. Θέλαμε να φύγουμε από την Αθήνα και τους γοργούς ρυθμούς της.
Τρέχαμε στον δρόμο κι ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται από το λαχάνιασμα. Φτάσαμε στον σταθμό του μετρό. Μας έμεναν πέντε λεπτά ακόμη. Θα προλαβαίναμε; Είχαμε να πάρουμε και τον ηλεκτρικό για Πειραιά. Είχα ιδρώσει… Κοίταξα τον Μάριο. Έπρεπε να προλάβουμε.
Είχαμε κλείσει ξενοδοχείο. Όλα ήταν έτοιμα. Κατεβήκαμε στον σταθμό του Πειραιά στις 08:25. Το πλοίο έφευγε στις 08:30. «Από ποια προβλήτα;», φώναξα. Τρέχαμε πανικόβλητοι. Είδαμε το πλοίο από μακριά. Μπήκαμε και ο ελεγκτής χαμογελώντας είπε: «Είναι η τυχερή σας μέρα». Το πλοίο θα είχε καθυστέρηση μισή ώρα. Κάτσαμε στο κατάστρωμα. Αγνάντευα τη θάλασσα, τον ορίζοντα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι κι έκανα σχέδια για το μέλλον.
Βγήκα όμως από το ονειροπόλημά μου. Ο καπνός του τσιγάρου που ερχόταν κατά πάνω μου με ενοχλούσε. Ένα χέρι με κιτρινισμένα νύχια και δάκτυλα το κρατούσε. «Πόσα τσιγάρα κάηκαν πάνω του», σκέφτηκα. Ένα τατουάζ πρωταγωνιστούσε στον καρπό του χεριού με μια τράπουλα να ξεδιπλώνεται, να αναρριχάται προς τα πάνω και μια ρουλέτα στον αγκώνα με δύο ζάρια που γύριζαν και τύλιγαν όλο το μπράτσο.
Η ώρα περνούσε γρήγορα. Έτσι κι αλλιώς το ταξίδι διαρκούσε μια ώρα περίπου. Από μακριά διέκρινα τη θέα ενός ρολογιού. «Το βλέπεις; Είναι το ιστορικό ρολόι του 1927 που αγναντεύει καμαρωτό όλο το νησί και τον Αργοσαρωνικό κόλπο». Πάντα με ενθουσίαζε η θέαση των μεγάλων ρολογιών και βλέποντας αυτό σκέφτηκα τον χρόνο που πέρασε. Τον χρόνο που θα έρθει. «Τι μας επιφυλάσσει άραγε; Θα βρούμε τη δουλειά και το σπιτικό που θέλουμε;».
Η μπουκαπόρτα κατέβηκε και το γραφικό λιμανάκι με τα διατηρητέα κτίρια ξεπρόβαλλε. Ένα καταπράσινο νησάκι με χαμηλά σπιτάκια νεοκλασικού ρυθμού με μπουκαμβίλιες και γραφικά σοκάκια διακρινόταν. Ανυπομονούσα να τα εξερευνήσω όλα. Το χωριό που θα μέναμε, το Ασκέλι, δεν ήταν μακριά, οπότε μια πεζοπορία ήταν η κατάλληλη επιλογή για να γνωρίσουμε αυτόν τον τόπο.
Στη διαδρομή συναντήσαμε λιγοστούς ανθρώπους. Ήταν όλοι χαμογελαστοί, μια χαλαρότητα πήγαζε από μέσα τους. Ένα γεφυράκι τράβηξε την προσοχή του Μάριου για να βγάλει φωτογραφίες. Ήταν το χόμπι του. Περνώντας το γεφύρι και φωτογραφίζοντας τη θέα των καταγάλανων νερών, ένας παππούλης μας πλησίασε. «Ξέρετε τι ενώνει αυτό το γιοφύρι;». Με περίσσιο ενδιαφέρον περιμέναμε να ακούσουμε. «Δυο διαφορετικά νησάκια, την Καπαυρεία, προς τα κει που πάτε και την Σφαιρία, που ήσασταν πριν. Έτσι λένε οι πιο παλιοί». Τον ευχαριστήσαμε για τις πληροφορίες και προχωρήσαμε.
Περπατούσαμε ένα εικοσάλεπτο περίπου, ώσπου φτάσαμε στο χωριό, παντού γεμάτο με τουριστικά θέρετρα. «Σε κάποιο απ’ αυτά θα δουλέψουμε», είπε ο Μάριος. Ήμασταν λίγο κουρασμένοι, αλλά κατά την άφιξή μας στο ξενοδοχείο δεν καθίσαμε καθόλου. Φορέσαμε μαγιό, πήραμε να φάμε κάτι στο χέρι και ξεκινήσαμε για το λιμανάκι της αγάπης. Καθώς πηγαίναμε ένα κόκκινο σπίτι τράβηξε την προσοχή μας. Η βίλα “Γαλήνη”. Ήταν εντυπωσιακή και το όνομά της κάτι μου θύμιζε. «Ο Σεφέρης έγραψε γι’ αυτήν», αναφώνησε ο Μάριος κοιτώντας το κινητό του που του παρείχε όλες τις πληροφορίες.
Διαβάστε επίσης: Περπάτημα στην φύση: Ένα φυσικό φάρμακο
Προχωρήσαμε κι’ άλλο. Το τοπίο σε συνέπαιρνε και ο χρόνος κυλούσε γρήγορα. Από μακριά ξεπρόβαλλε μια μαγευτική τοποθεσία με κρυστάλλινα, ήρεμα και καθαρά νερά. Ήταν όντως όπως το περιέγραφαν.
Τα πεύκα αγκαλιάζοντας τη θάλασσα έφταναν μέχρι την ακτή. Καθίσαμε στην άμμο, το beach bar ήταν γεμάτο. Ο Μάριος με αγκάλιασε και καθώς σκάλιζα την άμμο είδα κάτι να λαμπυρίζει, ένα δακτυλίδι, τον κοίταξα, μου χαμογέλασε λέγοντας «Θέλω σ’ αυτό το μέρος να γίνεις συνοδοιπόρος στη ζωή μου, η γυναίκα μου». Τον φίλησα κι ένα χειροκρότημα ακούστηκε.
Ήταν μια οικογένεια και η κυρία μας είπε: «Ξέρετε γιατί λέγεται έτσι αυτό το μέρος; Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν παντρεύονταν από αγάπη, όπως εσείς, αλλά από προξενιό, οπότε αυτό το μέρος γινόταν το καταφύγιο για να συναντήσουν κρυφά την αληθινή τους αγάπη». Ο σύζυγός της αναφώνησε: «Υπάρχει και η άλλη εκδοχή βέβαια. Εδώ μαζεύονταν οι ψαράδες και μοίραζαν την ψαριά τους σε φτωχούς ανθρώπους.» Συγκινήθηκα με την ιστορία του μέρους. Μοσχομύριζε παντού αγάπη, ηρεμία, φιλοξενία.
Ένα μέρος τόσο κοντά στην Αθήνα, αλλά τόσο μακριά. Βρήκαμε το λιμανάκι της αγάπης, μιας νέας ζωής, τον τόπο διαφυγής από την άχαρη και αποξενωμένης ζωής μας στην πόλη.