Η ζωή μια φορά μας δίνεται και εμείς τι κάνουμε; Δημιουργούμε φυλακές τόσο διάφανες που ούτε καν εμείς δεν καταλαβαίνουμε …
«Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι», εκεί το άφησε ο Χρόνης Μίσσιος
Στο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, «το κλειδί είναι κάτω απ’το γεράνι» και μας περιμένει να ξεκλειδώσουμε τις πραγματικές μας ανάγκες για αγάπη, απλότητα και ελευθερία.
Ο Χρόνης Μίσσιος έζησε το πρώτο μισό της 82χρονης πορείας του φυλακισμένος, εξόριστος και βασανισμένος. Το δεύτερο μισό το αφιέρωσε στο να γράφει όσα έζησε. Και στο βιβλίο του «Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι» μάς δείχνει πως θα έπρεπε να ζήσει. Αυτός κι εμείς.
Η ζωή μακριά από τις μεγαλουπόλεις
«Έρως ακίνδυνος δεν υπάρχει. Στο κάτω-κάτω, άλλο να ταξιδεύεις μ’ αεροπλάνο, κι άλλο με μαγικό χαλί». (απόσπασμα από το βιβλίο)
Και όντως, εκεί που μας ταξιδεύει ο Μίσσιος μ’ αυτό το βιβλίο είναι κάπως επικίνδυνα. Είναι για μένα, τον κάτοικο μιας μεγαλούπολης. Εμένα που έχω μάθει – με μάθανε; – να ζω μες στο τσιμέντο, στο καλογυαλισμένο μου «κλουβάκι». Να αναπνέω ακάθαρτο καιρό. Να τρέχω να προλάβω. Στις συγκοινωνίες. Να στριμώχνομαι. Να πιέζομαι. Στο σπίτι, στη δουλειά, στο λεωφορείο. Απ’ την οικογένεια, απ’ το αφεντικό, απ’ τον κόσμο. Κι αν ο κόσμος άλλαζε;
Ουτοπία. Αυτή, και μόνο αυτή, η λέξη μου ήρθε στο μυαλό αφήνοντας το κλειδί κάτω από το γεράνι. Να το βρει ο επόμενος επισκέπτης. Και να ξεκλειδώσει, ν’ ανοίξει την πόρτα. Για που; Και για λίγο, διαβάζοντας να σκεφτεί «γίνεται, μπορεί, μπορώ κι εγώ».
Αγάπη, ελευθερία και λίγοι φίλοι
Με έρωτα στην ψυχή, με γαλήνη στην καρδιά. Με καθαρό το νου. Να ξέρω τι θέλω και να θέλω ότι μπορώ. Και μπορώ πολλά. Μπορώ και να αφήσω πολλά που με «πνίγουν». Ω ναι, λίγα θέλω. Θέλω καθαρό ουρανό, μερικούς φίλους κι αγάπη. Πολλή αγάπη. Ν’ αγαπώ, ν’ αγαπιέμαι. Κι ας μην ταιριάζω. Ν’ ανέχομαι. Μπα, άσχημη λέξη. Ξαναγράφω «ν’ αγαπάω». Και να διδάσκω, να μην τιμωρώ. Να μην μισώ. Να ζήσω ελεύθερος μ’ ελεύθερους παρέα.
Μόνος μαζί με μόνους απροσάρμοστους. Απροσάρμοστους στα «πρέπει» των άλλων. Που προσαρμόζουν αυτά τα «πρέπει» στα «θέλω» τα δικά τους. Που είδαν μπροστά αυτό που ήταν πίσω και δεν φαινόταν. Το λιτό, το απλό, το καθημερινό. Που χαίρονται την δυσκολία γιατί από αυτήν μαθαίνεις. Κι όταν μάθεις κι έρθει η ευκολία αράζεις, ηρεμείς και κοιτάς την θάλασσα, τον ουρανό. Και την γραμμή.
Το κλειδί και οι φίλοι είναι πάντα εκεί
Τον ορίζοντα που ενώνει. Αυτά που κρύβονται μέσα μου. Και μ’ ανακατεύουν, με μπερδεύουν. Και ξαναπιάνω το βιβλίο. Και σηκώνω το γεράνι να πάρω το κλειδί από κάτω. Κι ανοίγω ξανά. Κι οι φίλοι εκεί. Μου γελάνε, μου γκρινιάζουν, μ’ ερωτεύονται. Σαν την πρώτη φορά, ξανά.
Ουτοπία. Δεν υπάρχει ουτοπία γιατί απλά δεν υπάρχει (ου + τόπος). Ένα βιβλίο υπάρχει, ένα κλειδί. Και πάντα θα το διαβάζω και θ’ ανοίγω τα διπλαμπαρωμένα όνειρα μου. Θα μπαίνω στο σπίτι στην εξοχή. Στο λόφο πάνω απ’ τη θάλασσα. Εκεί που μου έμαθαν να μην πηγαίνω συχνά. Όλο τον χρόνο δουλειά, υποχρεώσεις και λίγες μέρες εκεί. Κι αν κάτι αλλάζει; Γίνεται;