Το υπόγειο ως ποιητικός και υπαρξιακός τόπος: Από τον Λειβαδίτη στον Χιόνη

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Τα ποιήματα «Το υπόγειο» του Τάσου Λειβαδίτη και «Η υγρασία» του Αργύρη Χιόνη προσφέρουν δύο εμβληματικές εκδοχές αυτής της εσωτερικής γεωγραφίας, δύο υπόγειες διαδρομές του εαυτού σε διαφορετικά ποιητικά τοπία και ιστορικές συγκυρίες.

Το υπόγειο, ως φυσικός αλλά και συμβολικός τόπος, συγκεντρώνει στους κόλπους του τα στοιχεία της σιωπής, της εσωστρέφειας, του εγκλεισμού και της εσωτερικής κάθαρσης. Είναι ένας χώρος χαμηλός, ταπεινός, σκοτεινός, συχνά υγρός και αφώτιστος, ένας χώρος όπου η επιφάνεια καταλύεται. Σε αυτόν τον κατώτερο τόπο, ωστόσο, διαδραματίζονται μείζονα γεγονότα του ανθρώπινου ψυχισμού. 

Το υπόγειο

Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,

άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,

θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,

μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,

τις δίψες, τις παραχωρήσεις,

μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου

συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου

να τελειώνω ― α, εσείς,

εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,

βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,

όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου

την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων

φτωχών προγόνων,

κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή

με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο

το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,

ένας Θεός καθόλου αθάνατος,

γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική

κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Πρώτος τόμος 1950-1966, Κέδρος, 1985.

Η υγρασία

Όλα τα υπόγεια είναι υγρά. Βεβαίως και το δικό μου. Και είναι λογικό αυτό, γιατί το υπόγειο είναι οι ρίζες του σπιτιού, και όσο πιο υγρές είναι οι ρίζες του τόσο και πιο πολύ το σπίτι ευτυχεί και θάλλει. Ωστόσο, η υπερβολή είναι κακή και, δυστυχώς, βρίσκεται πάντα εκεί και καιροφυλακτεί, την ευκαιρία για να βρει να καταλύσει κάθε μέτρο, κάθε λογική. Έτσι, χωρίς να καταλάβω πώς αρχίσανε οι τοίχοι μου να κλαίνε. Τέτοια ευαισθησία, σκέφτηκα, ποιος θα περίμενε από ντουβάρια τέτοια ευαισθησία; Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Οι τοίχοι μου παρέμεναν αναίσθητοι, όπως η τύχη μου, αλλ’ είχαν προσβληθεί απ’ την ασθένεια του υπογείου. Με άλλα λόγια, το ισόγειο του σπιτιού μου όπως και ο πρώτος όροφος είχαν γίνει υπόγεια. Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση, αν δηλαδή η ακατάσχετη επέλαση της υγρασίας δεν ανακοπεί, σε λίγο θα βρεθώ σ’ έναν επίγειο ή και υπέργειο βυθό.

Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, Νεφέλη, 2004.

Aertgen Van Leyden – St. Jerome in his Study by Candlelight (1520)

Στο ποίημα του Λειβαδίτη, το υπόγειο μεταμορφώνεται σε ένα μεταφυσικό σύμπαν, έναν τόπο αυτογνωσίας και αναμέτρησης με το παρελθόν. Ο ποιητής κάθεται «ολομόναχος» μέσα στο «υγρό υπόγειο» και μετρά, όχι τα δημιουργήματά του, αλλά τα σφάλματα, τις μάχες, τις παραχωρήσεις, τις κακίες και τις ήττες του. Το υπόγειο εδώ είναι ο χώρος της εσωτερικής λογιστικής, όπου η ανθρώπινη εμπειρία καταμετριέται όχι για να καταδικαστεί αλλά για να αποκτήσει νόημα. Σε μια στιγμή βαθιάς εξομολόγησης, το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει τις ήττες ως απελευθερωτικές: «ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή / με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας».

Ο Λειβαδίτης, σημαδεμένος από πολέμους, εξορίες και την πολιτική διάψευση της Αριστεράς, δίνει φωνή σε μια γενιά που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την απώλεια και την ταπείνωση. Ο άνθρωπος του υπογείου είναι ταυτόχρονα Θεός και θνητός, δημιουργός ενός προσωπικού σύμπαντος «ανεξιχνίαστου κι απρόβλεπτου», που επιζητά τη λύτρωση μέσα από την παραδοχή της ήττας και την άνευ όρων αποδοχή της φθαρτής ανθρώπινης εμπειρίας.

«Γέρος σε θλίψη/ Στο κατώφλι της αιωνιότητας» – Vincent van Gogh

Αντίθετα, στο ποίημα του Χιόνη, το υπόγειο προσεγγίζεται από την ανάποδη. Είναι ένας τόπος πιο ρεαλιστικός, σχεδόν πεζογραφικός, γεμάτος υγρασία και φθορά. Η παρατήρηση ξεκινά με τη διαπίστωση πως «όλα τα υπόγεια είναι υγρά», αλλά σύντομα μετατρέπεται σε υπόγεια αλληγορία για την κατάρρευση. Η υγρασία, αρχικά στοιχείο «ευφορίας» των ριζών, γίνεται ασθένεια που διαβρώνει το υπόγειο, το ισόγειο, τον πρώτο όροφο και τελικά ολόκληρο το σπίτι. Το ποιητικό υποκείμενο δεν διαλογίζεται ούτε εξομολογείται, καταγράφει παθητικά μια επέλαση, βλέποντας τον κόσμο του να μετατρέπεται σε «υπέργειο βυθό».

Ο Χιόνης, που έζησε μια ζωή απομονωμένος από τα κυρίαρχα ρεύματα και προσανατολισμένος σε μια ποίηση υπαρξιακού χιούμορ και πικρής ειρωνείας, στήνει έναν κόσμο όπου η φθορά δεν έχει μεταφυσική ή ηρωική διάσταση. Οι τοίχοι δεν κλαίνε από ευαισθησία, απλώς στάζουν. Δεν υπάρχει λύτρωση αλλά υπόγεια ειρωνεία: το ποίημα δεν οδηγεί σε κάθαρση, μόνο σε μια παράλογη παρατήρηση ότι το σπίτι γίνεται υπόγειο, χωρίς καμιά δυνατότητα ανάβασης.

Pablo Picasso – Melancholy Woman (1902)

Παρά τις διαφορές στο ύφος, τη μορφή και την ποιητική στόχευση, και οι δύο ποιητές χρησιμοποιούν το υπόγειο ως μετωνυμία του ψυχικού και υπαρξιακού βυθού. Ο Λειβαδίτης κατέρχεται σ’ αυτό οικειοθελώς, σε μια κίνηση πνευματικής αυτοσυγκέντρωσης και απολογισμού, ενώ ο Χιόνης σύρεται προς τα κάτω από μια υγρασία που δεν μπορεί να σταματήσει. Και οι δύο, ωστόσο, κατοικούν στον ίδιο τόπο της ανθρώπινης αναμέτρησης με το μη ελέγξιμο, με ό,τι καταρρέει, με ό,τι παραμένει αθέατο από την επιφάνεια.

Το υπόγειο, λοιπόν, δεν είναι ένας απλός τόπος της κατοικίας ή της καθημερινής ζωής. Είναι μια μεταφορά για την ψυχική ενδοχώρα, ένα σύμβολο του εσωτερικού αγώνα, της προσωπικής ήττας, της ταπείνωσης, αλλά και του πιθανού βάθους όπου μπορεί να βλαστήσει μια άλλη αλήθεια, είτε μέσα από την ποίηση της ήττας του Λειβαδίτη είτε μέσα από την ποιητική ειρωνεία της υγρασίας του Χιόνη.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…