Το «Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης» με αφορμή την επέτειο της 29 Μαΐου

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένα θρηνητικό ποίημα για την άλωση της Πόλης.

Η 29η Μαΐου αποτελεί μια ημερομηνία βαθιά ριζωμένη στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού. Είναι η μέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς, γεγονός που σήμανε όχι μόνο την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και το τέλος μιας μακράς πολιτισμικής πορείας με επίκεντρο την Πόλη. Το τραύμα που άφησε στην ψυχή του λαού αυτή η απώλεια βρήκε έκφραση μέσα από ταπεινούς αλλά βαθιά φορτισμένους λογοτεχνικούς θρήνους, που γεννήθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση και αποτέλεσαν έναν από τους πιο δραματικούς απόηχους της εθνικής συμφοράς.

Ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά τεκμήρια αυτής της θρηνητικής παραγωγής είναι Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης. Το ποίημα  γράφτηκε πιθανότατα, σύγχρονα, με το γεγονός που ιστορεί, από άγνωστο ποιητή (Κύπριο κατά τον Κριαρά), αποτελείται από  118 δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σώζεται στο χειρόγραφο νο. 2873 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων. Περιγράφει με απλό και συγκινητικό τρόπο την άλωση και καταστροφή της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων και τις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα. Συγκινεί με την αμεσότητά του, το ήθος και τη λαϊκή ευαισθησία που αποπνέει, ενώ αποτυπώνει όχι μόνο την οδύνη της Άλωσης αλλά και τον τρόμο μπροστά στην ιερόσυλη βεβήλωση της Πόλης.

Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης

Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,

Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.

Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.

Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:

– «Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»

– «Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος.

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·

απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω

κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.

……………………………………………………….

Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε

κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη

κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώτην φουμισμένην

και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.

Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις

να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομίες να κάμνουν,

να ποίσου στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εικόνας

να σχίζουν, να καταπατούν τα ‘λόχρυσα βαγγέλια,

να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν ,

να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια

και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα

να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στη θάλασσα να ρίπτουν,

να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των

και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.

Από τον πρώτο κιόλας στίχο γίνεται αισθητό το βαρύ πένθος και η βαθιά ψυχική συντριβή: «Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, / Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις». Ο θρήνος αυτός δεν περιορίζεται στο ατομικό βίωμα, είναι συλλογικός, εθνικός, καθώς εκφράζει τον πόνο ενός ολόκληρου λαού που χάνει όχι απλώς μια πόλη, αλλά το ίδιο το κέντρο της ταυτότητάς του.

Το ποίημα ενσωματώνει ένα δραματικό στιγμιότυπο: την άφιξη ενός καραβιού από την Τένεδο, που φέρνει τα τραγικά νέα. Μέσα από αυτό το σκηνικό, η Άλωση μετατρέπεται σε προφητικό, κοσμοϊστορικό γεγονός: η Κωνσταντινούπολη δεν είναι πλέον «φουμισμένη» αλλά «Τουρκόπολη». Η ίδια η φύση (ο ήλιος) καλείται να αποστρέψει το φως της από την Πόλη, σαν να μην είναι άξια πλέον ούτε θείας επίβλεψης.

Η κορύφωση του θρήνου φτάνει στην καταγραφή της βεβήλωσης των εκκλησιών και των ιερών κειμηλίων: οι σταυροί καταστρέφονται, τα ευαγγέλια σχίζονται, οι εικόνες καίγονται. Η απογύμνωση της Πόλης από το ιερό και το συμβολικό της βάρος παρουσιάζεται μέσα από εικόνες που σοκάρουν: τα άγια λείψανα ρίχνονται στη θάλασσα, τα ιερά σκεύη μετατρέπονται σε σκεύη καθημερινής οινοποσίας. Ο ποιητής δεν περιορίζεται σε μια περιγραφή αλλά υψώνει κραυγή αγανάκτησης, μομφής και παραπόνου, απέναντι σε μια νέα τάξη πραγμάτων που καταλύει το ιερό.

Πίσω όμως από αυτόν τον ζοφερό κόσμο, διαφαίνεται και κάτι άλλο: η παρουσία του θρήνου ως ψυχικής άμυνας και συλλογικού καταφύγιου. Ο λαός θρηνεί, αλλά δεν παραδίδεται. Το ποίημα αποτελεί κραυγή ενός κόσμου που έχει καταρρεύσει αλλά εξακολουθεί να θυμάται, να καταγράφει, να αντιστέκεται μέσα από τη μνήμη. Πρόκειται για ιστορική μαρτυρία, εθνικό μνημόσυνο, ψυχική κατάθεση. Μιλά για την απώλεια, αλλά και για την ελπίδα,  για τον τρόμο της πτώσης, αλλά και για την εσωτερική δύναμη ενός λαού να κρατήσει το νήμα της ιστορικής του συνέχειας ζωντανό. Μέσα στην απλότητά του, το ποίημα κατορθώνει να δονήσει τον αναγνώστη αιώνες μετά, γιατί μιλά για το κοινό αίσθημα της απώλειας της πατρίδας, του πολιτισμού, της ταυτότητας.

Η επέτειος της 29ης Μαΐου 2025 δεν αποτελεί μόνο μια αφορμή ιστορικής αναδίφησης. Είναι μια υπενθύμιση της ανάγκης να ακούμε ξανά τους θρήνους εκείνων των εποχών όχι ως μνημεία, αλλά ως ζώσες μαρτυρίες πίστης, αξιοπρέπειας και αντίστασης. Το «Ανακάλημα» δεν θρηνεί απλώς μια πτώση αλλά υπερασπίζεται έναν πολιτισμό, μια πίστη, έναν τρόπο ύπαρξης. Και μέσα από τη λύπη του, μας καλεί να θυμόμαστε, να μαθαίνουμε, να συνεχίζουμε.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…