Το ερώτημα «Τι είναι Τέχνη;» ψάχνει εσαεί απάντηση… Τι είναι, λοιπόν, Τέχνη; Διαχρονικά αυτό το ερώτημα φαίνεται πως δεν έχει …
Τέχνη για λίγους ή λίγοι για την Τέχνη;
Τι είναι αυτό άραγε που μας εμποδίζει από την απόλαυση της Τέχνης; Μια ενδιαφέρουσα ματιά στα «τείχη» που υψώνονται ανάμεσα σε μας και ένα “απαιτητικό” έργο τέχνης. Αν ανοίγαμε τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού μήπως θα άλλαζε κάτι;
Όλα ξεκίνησαν από μία παρουσίαση ταινίας του Θ.Αγγελόπουλου…
«Θέλουμε να δούμε τον Μεγαλέξαντρο». Πρόκειται για μια φράση από την ομιλία της διδάκτορος φιλολογίας Αιμιλίας Καραλή κατά την ομιλία της στον κινηματογράφο Δαναό λίγο πριν την προβολή της ταινίας «ο Μεγαλέξαντρος» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Η εκδήλωση έλαβε χώρα την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο της έναρξης του διεθνούς συνεδρίου για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, που διοργανώθηκε από την Νομική Σχολή Αθηνών και το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων με τίτλο «Η γνωστή-άγνωστη Επανάσταση: μια παράδοση ανταρσίας».
Αναστολές και προβληματισμοί
Μετά την ομιλία της διδάκτορος Ιστορίας Λη Σαράφη για τον Γιωργή Λαμπρινό και την ανάδειξη του λαϊκού χαρακτήρα της Επανάστασης του ’21, ανέβηκε στη σκηνή η Αιμιλία Καραλή προκειμένου να πραγματοποιήσει μια σύντομη παρουσίαση της ταινίας του Αγγελόπουλου. Την εν λόγω ταινία δεν την είχα δει και μάλιστα φοβόμουν ότι, επειδή η προβολή συνέπιπτε με μία περίοδο πολλών υποχρεώσεων, δεν θα μπορούσε να μου προσφέρει κάποια απόλαυση. Έτσι, λόγω κούρασης αλλά και πεποίθησης ότι μια «δύσκολη» ταινία δε θα αποτελέσει ψυχαγωγία κατά τον ελεύθερο χρόνο, την είχα αποφύγει και πήγα στην εκδήλωση πιστεύοντας ότι θα χρειαστεί πνευματική εγρήγορση και άρα ότι θα πρόκειται για μια κοπιαστική -πνευματικά- διεργασία. Ήμουν έτοιμη, μάλιστα, να μην παρευρεθώ, καθώς είχα μια μέρα γεμάτη από εργασίες, οι οποίες είχαν καταναλώσει όλη μου την ενέργεια.
Ο «Μεγαλέξαντρος»: ένας δραπέτης ληστής διεκδικεί τη γη των χωρικών
Εισέρχομαι, λοιπόν, στην αίθουσα αργοπορημένη και κάπως αλαφιασμένη με το ερώτημα «Τι κάνω τώρα εγώ εδώ;» να τριγυρνάει στο μυαλό μου. Κάθομαι τυχαία σε μια θέση προσπαθώντας τουλάχιστον να θυμηθώ την υπόθεση του έργου. Στη θύμησή του προβληματίζομαι ακόμα περισσότερο. Ένας ληστής δραπετεύει παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1900, καβάλα σ’ένα άσπρο άλογο, πιάνει αιχμαλώτους μερικούς Άγγλους διπλωμάτες και ζητά από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς. Αμέσως αναρωτιέμαι «Πώς μπορώ να ταυτιστώ με ένα τέτοιο ήρωα;». Ενώ περνούσαν από το μυαλό μου αυτές οι σκέψεις, ανακοινώθηκε το όνομα της Αιμιλίας Καραλή κι εκείνη πήρε θέση προκειμένου να ξεκινήσει η ομιλία της.
Απόσπασμα από την ομιλία της Αμαλίας Καραλή τροφοδοτεί σκέψεις
«Την πρώτη φορά που πήγα να δω τον Μέγαλέξαντρο», είπε, «όταν ήμουν φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, το 1980, είχα χρήματα μόνο για το εισιτήριο του κινηματογράφου και για το εισιτήριο της επιστροφής μου στον Πειραιά. Δεν είχα φάει τίποτα. Όταν άρχισε η ταινία, μαζί ξεκίνησαν και οι μυρωδιές από το ποπ-κορν του κυλικείου. Το στομάχι μου δεν άντεξε κι έφυγα στο πρώτο μισάωρο της ταινίας. Εκεί κατάλαβα αυτό που λέει η παροιμία ότι νηστικό αρκούδι δε χορεύει. Η απόλαυση χρειάζεται την ικανοποίηση βασικών αναγκών. Μετά από αυτό είδα την ταινία τρεις φορές, δύο από τύψεις και την τρίτη από ανάγκη». Πράγματι, πώς μπορεί κάποιος να απολαύσει ένα έργο Τέχνης όταν οι βασικές του ανάγκες δεν έχουν καλυφθεί; Και προεκτείνοντας αυτή τη διατύπωση στη δική μου περίπτωση, αλλά και σε άλλες παρόμοιες κατά τις οποίες «ο Μεγαλέξαντρος» δεν αποτελεί επιλογή κατά τον ελεύθερο χρόνο, ποιες ανάγκες μας εμποδίζουν από αυτή την απόλαυση; Τι είναι αυτό που μας αποτρέπει;
Τα εμπόδια στην κατανόηση και απόλαυση της Τέχνης
Tα πάντα ξεκινούν από το σχολείο
Στην πρώτη περίπτωση, το ζήτημα είναι απλό, άρα και το επακόλουθο αίτημα που προκύπτει από αυτό. Όταν πρόκειται για ένα έργο, του οποίου η κατανόηση προϋποθέτει μόρφωση και συγκεκριμένες δεξιότητες, δεν είναι εφικτό να το απολαύσει κάποιος που δε διαθέτει αυτά τα δύο ή και να τα διαθέτει δεν μπορεί να τα επιστρατεύσει λόγω μίας μεγαλύτερης ανάγκης. Ας ξεκινήσουμε με τους λόγους για τους οποίους μπορεί να μην κατέχει αυτά τα χαρακτηριστικά, και συγκεκριμένα από το σχολείο, όπου λαμβάνεται η υποχρεωτική δομημένη εκπαίδευση. Υπάρχουν ελλείψεις καθηγητών, ο οποίοι ακόμα κι αν έχουν πάει εγκαίρως στη σχολική μονάδα ενεργούν στο πλαίσιο μιας εξαντλητικής ύλης, κακών εγχειριδίων, μικρής ελευθερίας για δημιουργικότητα και ευελιξία, στο πλαίσιο ενός κοινού ετερόκλιτου, που έχει από πίσω τα δικά του προβλήματα. Οι καθηγητές έχουν να διαχειριστούν αυτά τα ζητήματα τη στιγμή που οι μαθητές μπορεί να μην είναι σε θέση να παρακολουθήσουν το μάθημα, καθώς αντιμετωπίζουν οικονομικά θέματα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, δεν έχουν εξασφαλισμένα τα προς το ζην, μπορεί να λαμβάνουν κακοποιητικές συμπεριφορές, να ζουν έχοντας το φόβο της επιβίωσης με όλη τη σημασία της λέξης. Ο «Μεγαλέξαντρος», επομένως καταλήγει πολυτέλεια την οποία δεν μπορούν να απολαύσουν, γιατί πρωτίστως δεν μπορούν να απολαύσουν τα βασικά τους δικαιώματα.
Social Media και διαχείριση της εικόνας και του «είναι» μας
Από την άλλη, όλοι όσοι έχουμε καλυμμένα τα προς το ζην, είναι εξαιτίας ποιών αναγκών-εμποδίων που ίσως αποφεύγουμε τα έργα Τέχνης; Ας σκεφτούμε την καθημερινότητά μας πριν βιαστούμε να κατηγορήσουμε μόνο την εκπαίδευση, η οποία, όπως είδαμε, χαρακτηρίζεται από κάποια προβληματικά σημεία. Οι στόχοι είναι πολλοί και πετυχημένος θεωρείται αυτός που συνδυάζει ποικίλες δεξιότητες. Επομένως, δεν αρκεί κάποιος να είναι απλώς ικανός στη δουλειά του, θα πρέπει να καλλιεργεί παράλληλα το σώμα του και την κοινωνική του ζωή. Η επιτυχία αυτή είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ αν δεν τη μοιραστεί στα social media, στα οποία δεν υπάρχει χώρος για να φανεί κάποιο άλλο συναίσθημα πέραν της χαράς. Η μοναξιά δεν υπάρχει ή τουλάχιστον διατηρούμε αυτήν την ψευδαίσθηση, καθώς επιδιδόμαστε σε διαδικτυακές συνομιλίες καθημερινώς.
Το προφίλ ενός ανθρώπου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρέπει να είναι συνώνυμο της επιτυχίας σε όλα τα επίπεδα. Τι πραγματικά, όμως, από όλες αυτές τις δραστηριότητες μάς ευχαριστεί και τι είναι απλώς μια ευχάριστη εικόνα; Η ευτυχία καθορίζεται κι από τις ανθρώπινες σχέσεις, από την επικοινωνία, από το πλησίασμα ανθρώπινων ψυχών.Ωστόσο, πώς διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα; Μήπως αγνοούμε την αλήθεια, γιατί φοβόμαστε ότι η αντιμετώπισή της θα χρειαστεί το θάρρος της μοναξιάς ή την ευαισθησία της συμπόνιας των ανθρώπων, που έχουν ελαττώματα και κάνουν λάθη; Μήπως αυτή η κυνική απαίτηση για τελειότητα, που έχουμε από τους εαυτούς μας και τους άλλους, μας αποτρέπει εν τέλει από την Τέχνη;
«Θέλουμε να δούμε το Μεγαλέξαντρο» γιατί θέλουμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας
Συνεχίζοντας στην ομιλία της, η Αιμιλία Καραλή ανέφερε: «Θέλουμε να δούμε το Μεγαλέξαντρο. Θα μπορούσα να το δω σύνθημα σε πανό διαμαρτυρίας νέων». Και αυτό γιατί, διεκδικούμε αφενός τα προς το ζην, τα αναγκαία, και ύστερα από αυτό μια γνήσια και αληθινή ζωή, μια ζωή κατά την οποία μπορούμε να βιώσουμε και να απολαύσουμε την Τέχνη. Όχι, για να φανούμε μορφωμένοι αλλά, όπως υποστηρίζει ο Νίτσε, “για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια”».
Είδα, τελικά, τον «Μεγαλέξαντρο» από ανάγκη για απόλαυση, για εύρεση αυτών των ριζών που μας συνδέουν με την αρχαιότητα, αλλά και μας χωρίζουν από αυτήν. Γιατί αισθανόμαστε ότι δεν ξέρουμε πια αν είμαστε οι Έλληνες της Αρχαίας Ελλάδας ή αυτοί οι λαϊκοί άνθρωποι που την απελευθέρωσαν ή οι καταξιωμένοι συγγραφείς ή αν έχουμε κάποια έστω σύνδεση με όλους αυτούς τους ανθρώπους του παρελθόντος.
Γιατί θέλουμε να δούμε τους μεγάλους ήρωες όταν πέφτουν, όταν δεν τους κοιτάει κανείς. Το αίτημα, συνεπώς, είναι «θέλουμε να δούμε τον Μεγαλέξαντρο», γιατί θέλουμε να μάθουμε τους εαυτούς μας και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και δεν το αποφύγουμε, «θέλουμε να δούμε τον Μεγαλέξαντρο» γιατί μας βασανίζουν δύσκολα ερωτήματα γύρω από την ευτυχία μας.