Η ταινία «Το Θαύμα» πρωτοεμφανίστηκε στις κινηματογραφικές οθόνες το 2017 σε σκηνοθεσία του Στίβεν Τσμπόσκι, αποτελώντας γροθιά στο στομάχι της …
Τα «Μήλα» και η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας σε μία τυποποιημένη κοινωνία
Ο μοντέρνος ελληνικός κινηματογράφος αφήνει διεθνώς το στίγμα του με την παγκοσμίως γνωστή πλέον ταινία «Μήλα» του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Χρήστου Νίκου, η οποία αποτέλεσε μάλιστα και την πρώτη ελληνική ταινία στην ιστορία που άνοιξε το 77ο Φεστιβάλ Βενετίας στο Διαγωνιστικό Τμήμα Οριζόντων. Η αξιοσημείωτη, όμως, πορεία της σε κινηματογραφικά φεστιβάλ δεν σταμάτησε εκεί, αφού κατάφερε να επεκταθεί και πέρα από τα όρια του ευρωπαϊκού κινηματογραφικού κόσμου. Τα «Μήλα» με αφορμή την εμφάνιση τους στο Φεστιβάλ Βενετίας, κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή της Προέδρου της Κριτικής Επιτροπής, και πιο συγκεκριμένα της οσκαρικά βραβευμένης ηθοποιού Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία ανέλαβε χρέη Εκτελεστικής Παραγωγού με σκοπό την προώθηση της ταινίας στην Αμερική. Όπως, ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο μετά από προώθηση τεράστιων διαστάσεων η ταινία, όχι μόνο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο φεστιβάλ Telluride στην Αμερική, αλλά και κατόρθωσε να αποσπάσει το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου για τον Χρήστο Νίκου και τον Σταύρο Ράπτη στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο.
Έτσι, λοιπόν, με τη διανομή της σε 30 χώρες να είναι το φυσικό επόμενο, τα «Μήλα» έκαναν και την ελληνική τους πρεμιέρα στα πλαίσια του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2020, και προβάλλονται πλέον σε θερινά σινεμά σε όλη την Αθήνα από τις 3 Ιουνίου του 2021.
Αν και πρόκειται για μία ειρωνική σύμπτωση με την τωρινή πραγματικότητα της πανδημίας του κορωνοϊού, τα «Μήλα» παρουσιάζουν τον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον ασθενή 14842 ή αλλιώς τον Άρη (τον οποίο υποδύεται ο Άρης Σερβετάλης) να πέφτει με τη σειρά του θύμα μίας απρόσμενης επιδημίας που προσβάλει όλο και περισσότερο τον ελληνικό πληθυσμό, έχοντας ως μοναδικό σύμπτωμα αυτό της ξαφνικής αμνησίας. Οι κάτοικοι, λοιπόν, μίας απρόσωπης και μελαγχολικής Αθήνας χωρίς προειδοποίηση ξεχνούν ποιοι είναι, που μένουν, ποια είναι η οικογένεια τους. Η οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή βασική πληροφορία για τη ζωή τους είναι πλέον για αυτούς εντελώς άγνωστη. Ο πρωταγωνιστής, όντας μία νύχτα ένας κοιμισμένος επιβάτης του αστικού λεωφορείου, ξυπνά χάρη στον οδηγό, και γίνεται ένα ακόμα κρούσμα, ένας ακόμα ασήμαντος αριθμός ανάμεσα στους εκατοντάδες ασθενείς…
Ο Άρης, περιμένοντας χωρίς αποτέλεσμα να τον αναζητήσουν στις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου οι συγγενείς που ελπίζει να έχει, αποφασίζει τελικά μετά από παρότρυνση των γιατρών του (που υποδύονται η Άννα Καλαϊτζίδου και ο Αργύρης Μπακιρτζής) να λάβει μέρος στο πειραματικού σταδίου πρόγραμμα αποκατάστασης ασθενών. Τη λεγόμενη «Νέα Ταυτότητα». Στόχος του είναι όχι μόνο να μάθει πως να ζει ξανά, αλλά κυρίως να ανακαλύψει ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός του.
Αμφιταλαντευόμενος, ανάμεσα στο βάρος του άγνωστου παρελθόντος και το φόβο του εξίσου άγνωστου και όχι απαραίτητα καλύτερου μέλλοντος, ο ασθενής 14842 βρισκόμενος στο νέο του πλέον σπίτι, εκτελεί απολύτως μηχανικά τις καθημερινές αποστολές που του ανατίθενται μέσω ενός μαγνητοφώνου από τους επικεφαλής του προγράμματος αποκατάστασης. Σε αυτό του το εγχείρημα έχει ως μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για την επιτυχή υλοποίηση των αποστολών του, όπως και μοναδική παρηγοριά στη μοναξιά του, τις φωτογραφίες που τραβάει με μία κάμερα polaroid. Μέσω, λοιπόν, της δημιουργίας ενός φωτογραφικού άλμπουμ από τον πρωταγωνιστή, η ταινία καταφέρνει με έμμεσο τρόπο να κάνει και ένα είδος κοινωνικού σχολιασμού για τη διεφθαρμένη σχέση των σημερινών ανθρώπων με την τεχνολογία. Πιο συγκεκριμένα, στοχεύει να σχολιάσει τις κοινοποιήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες δεν αποσκοπούν παρά μόνο στην ανάδειξη ενός κοινωνικά αποδεκτού ΄΄φαίνεσθαι΄΄. Στο χρονικά απροσδιόριστο σύμπαν των «Μήλων», όπου η ψηφιακή τεχνολογία είναι ανύπαρκτη, η αγέλαστη έκφραση του πρωταγωνιστή σε κάθε φωτογραφία polaroid που βγάζει είναι σύμβολο της έλλειψης συναισθήματος που έχει σημαδεύσει τους ανθρώπους του 21ου αιώνα, καθώς η κάθε ανάμνηση τους είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με μία ψηφιακή φωτογραφική κοινοποίηση αποτελούμενη από πλαστά χαμόγελα. Μία ψηφιακή φωτογραφική κοινοποίηση,της οποίας η λειτουργία είναι η απεικόνιση μίας αψεγάδιαστης προσωπικότητας, που είναι απλώς μία προσποίηση.
Τότε, στην προσπάθεια του, να χτίσει ένα καινούργιο μέλλον και να εκτελέσει με επιτυχία μία ακόμα και από τις αποστολές που του έχουν ανατεθεί, γνωρίζει μία γυναίκα, την Άννα (που υποδύεται η Σοφία Γεωργοβασίλη), η οποία βρίσκεται στο ίδιο πρόγραμμα αποκατάστασης με αυτόν. Η έναρξη της σχέσης του μαζί της είναι και το σημείο αυτό που σηματοδοτεί το ξύπνημα του πρωταγωνιστή από τον κόσμο της παθητικής υπακοής σε εντολές και παράλληλα την έναρξη μίας ζωής χωρίς ενδοιασμούς. Τη ζωή του, κατευθύνει σταδιακά και συνειδητά πλέον, όχι ο γιατρός του αλλά ο ίδιος του εαυτός. Σύμβολο της αλλαγής αυτής και καθοριστικό μέρος στην κατάληξη της ταινίας αποτελούν τα μήλα. Γιατί, ο Άρης που στην αρχή της ταινίας, παρόλο που γνωρίζει σύμφωνα με τον μανάβη ότι τα μήλα βελτιώνουν τη μνήμη, αρνείται να τα αγοράσει, τελικά καταλήγει στην τρίτη και τελευταία πράξη της ταινίας να τα τρώει και μάλιστα να τα απολαμβάνει. Πλέον, αποδεικνύεται ότι οι δυσάρεστες αναμνήσεις και το παρελθόν δεν τον φοβίζουν. Αρχίζει να θυμάται, καθώς αντί να προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτά, τα αποδέχεται ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του.
Τα «Μήλα» καθοδηγούν εν τέλει τους θεατές να αναζητήσουν και οι ίδιοι ουσιωδώς την προσωπική τους ταυτότητα και κατά πόσο χειραγωγείται αυτή από τη βούληση άλλων ·στην περίπτωση της ταινίας από τη βούληση των γιατρών. Τα «Μήλα» αποτελούν ερέθισμα στον κάθε θεατή προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο η πραγματική εικόνα που επιλέγει να παρουσιάζει προς τα έξω αποτελεί απλώς μία χαμογελαστή ΄΄μάσκα΄΄ δια μέσου της οποίας κρύβεται σκόπιμα κάθε πόνος και λύπη του παρελθόντος. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης Χρήστος Νίκου τοποθετεί συνειδητά τον καθένα στη θέση του πρωταγωνιστή του, προκαλώντας του να σκεφτεί κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση η απώλεια μνήμης αποτελεί ένα αναπάντεχο γεγονός ή τελικά μία συνειδητή επιλογή με σκοπό την αποφυγή μίας επίπονης πραγματικότητας. Μέσω αυτής της αναθεώρησης, γίνεται κατανοητό, πως η ζωή και τα βιώματα της δεν είναι πάντοτε ευχάριστα και πολλές φορές είναι ευκολότερο για τους ανθρώπους να επιλέγουν να τα ξεχνούν προσωρινά. Μόνο, όμως, όταν κάποιος αποδέχεται και αντιμετωπίζει την οποιαδήποτε δυσάρεστη αλήθεια κατάματα, μπορεί να είναι πραγματικά ο εαυτός του, καθώς πια δεν κρύβεται από τη ζωή, ούτε προσποιείται πως ζει μια ιδεατή εκδοχή της.