Τα «δώρα» του Μίλτου Σαχτούρη

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Τα δώρα» είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της υπερρεαλιστικής και υπαρξιακής ποίησής του. Με τη χρήση έντονων συμβολισμών, σκοτεινής ατμόσφαιρας και μιας αίσθησης παράδοξου, ο ποιητής δημιουργεί μια εικόνα που ακροβατεί μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου, μεταξύ του καθημερινού και του αλλόκοτου.

Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα

ζεστό κόκκινο αίμα

σήμερα οι άνθρωποι μαγαπούν

μια γυναίκα μού χαμογέλασε

ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι

ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο

καρφώνω πάνω στις πλάκες

τα γυμνά ποδάρια των περαστικών

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κανείς δεν τρομάζει

όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες

και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια

στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν

τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;

ναι την καρδιά μας καρφώνει

ώστε λοιπόν είναι ποιητής.

Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, Κέδρος

Από τους πρώτους στίχους, ο ποιητής εισάγει ένα κεντρικό σύμβολο: το «ζεστό κόκκινο αίμα». Το κόκκινο είναι το χρώμα του αίματος, της ζωής, αλλά και της βίας. Η φράση υποδηλώνει μια κατάσταση έντασης ή θυσίας, ίσως ακόμα και μια μεταφορά για την ίδια την τέχνη της ποίησης, η οποία συχνά περιγράφεται ως μια πράξη εκστατικής δημιουργίας αλλά και πόνου. Ο στίχος «σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν» υποδηλώνει την παράδοξη σχέση του ποιητή με την κοινωνία – η οποία, παρά την αποστασιοποίηση ή την πράξη που επιτελεί, εξακολουθεί να τον αποδέχεται ή και να τον εκτιμά.

Η επαφή του ποιητή με τρία διαφορετικά πρόσωπα – μια γυναίκα, ένα κορίτσι και ένα παιδί – δίνει μια αίσθηση τρυφερότητας, προσφοράς και αθωότητας. Τα δώρα που του χαρίζονται είναι επίσης φορτισμένα με συμβολισμό: το κοχύλι αποτελεί σύμβολο της θάλασσας, της φύσης, αλλά και του κλειστού κόσμου, της εσωτερικότητας, ενώ το σφυρί είναι σύμβολο της δημιουργίας, αλλά και της καταστροφής, ίσως ακόμα και της βίας. Αυτά τα αντικείμενα προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη συνέχεια του ποιήματος, όπου ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει το σφυρί για να καρφώσει «τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών» στο πεζοδρόμιο.

Στη δεύτερη στροφή, ο ποιητής περιγράφει μια σκηνή που μοιάζει με τελετουργική πράξη ή ακόμη και με ένα όραμα. Ο ίδιος γονατίζει και «καρφώνει» τα πόδια των ανθρώπων, δημιουργώντας μια αίσθηση μαρτυρίου, ακινησίας και υπαρξιακής αγωνίας. Οι περαστικοί δεν τρομάζουν – κάτι που υποδηλώνει ότι αυτή η πράξη είτε δεν είναι πραγματική είτε ενσωματώνεται σε μια παράδοξη κανονικότητα. Η σκηνή θυμίζει εικόνες θρησκευτικών τελετουργιών, θυσίας ή ακόμα και σταύρωσης.

Παρά το γεγονός ότι όλοι είναι «δακρυσμένοι», κοιτούν τις «ουράνιες ρεκλάμες» και τη ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια στον ουρανό. Εδώ συναντάμε μια από τις πιο δυνατές υπερρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος: η εμπορευματοποίηση (οι ρεκλάμες) και η φτώχεια (η ζητιάνα) συνυπάρχουν σε έναν χώρο που μοιάζει να χάνει τα φυσικά του όρια – ο ουρανός γίνεται χώρος εμπορίου. Το όνειρο, η διαφήμιση και η πραγματικότητα συγχέονται, δημιουργώντας μια σκηνή που θυμίζει μεταπολεμική αστική παρακμή.

Στους τελευταίους στίχους, δύο άνθρωποι αναρωτιούνται: «τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει;» Αυτή η ερώτηση είναι καθοριστική, γιατί υποδηλώνει ότι η πράξη της ποίησης – ή η ίδια η ύπαρξη του ποιητή – είναι κάτι που επηρεάζει βαθιά τους ανθρώπους. Το ρήμα «καρφώνει» έχει μια διττή σημασία: αναφέρεται τόσο στη βία όσο και στη μόνιμη αποτύπωση ενός συναισθήματος ή μιας αλήθειας.

Η τελική διαπίστωση – «ώστε λοιπόν είναι ποιητής» – λειτουργεί σχεδόν σαν αποκάλυψη. Ο ποιητής δεν είναι ούτε εγκληματίας ούτε προφήτης, αλλά κάποιος που εκτελεί ένα ιερό καθήκον: να καταγράφει, να πληγώνει, να αφυπνίζει.

Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί ως μια αλληγορία για τη θέση του ποιητή μέσα στην κοινωνία. Ο ποιητής είναι ένας δημιουργός που χρησιμοποιεί τη γλώσσα του για να προκαλέσει, να αφυπνίσει, να δημιουργήσει ρήγματα στην πραγματικότητα. Οι άνθρωποι γύρω του τον αγαπούν αλλά και τον φοβούνται. Το έργο του είναι ταυτόχρονα μια πράξη προσφοράς και μια πράξη βίας – ένα σφυρί που σφραγίζει μια αλήθεια που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Ο Σαχτούρης, που έζησε και έγραψε μέσα στον 20ο αιώνα, βίωσε τις καταστροφές του πολέμου και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το ποίημά του αντανακλά μια κοινωνία που έχει πληγές, που έχει χάσει την αίσθηση της φυσικής τάξης και που ζει μέσα σε μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα. Οι εικόνες του θυμίζουν έργα του υπερρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα φέρουν το βάρος της ιστορικής και προσωπικής του εμπειρίας. Μέσα από αυτό το ποίημα, ο Σαχτούρης θέτει θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης; Είναι μια μορφή θυσίας ή μια μορφή βίας; Ο ποιητής είναι κάποιος που δημιουργεί ή κάποιος που καταστρέφει;

Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί τόσο ως σχόλιο πάνω στη φύση της τέχνης όσο και ως υπαρξιακή κραυγή σε έναν κόσμο που μοιάζει αποξενωμένος, αλλά ταυτόχρονα γεμάτος συμβολισμούς και αλληγορίες. Ο Σαχτούρης, με τον μοναδικό του τρόπο, καταφέρνει να μετατρέψει το παράδοξο σε αλήθεια και την αλήθεια σε ποίηση.

Ο τίτλος υποδηλώνει τόσο την υλική όσο και την άυλη προσφορά μέσα στο ποίημα. Ενώ ο αφηγητής λαμβάνει δώρα, το ίδιο το έργο του – η πράξη του ποιητή – μετατρέπεται σε ένα δώρο προς την κοινωνία, ένα δώρο που ταράζει, πληγώνει και αφυπνίζει. Η ειρωνεία, ο συμβολισμός και η διφορούμενη φύση του τίτλου ενισχύουν τη δύναμη του ποιήματος, καθιστώντας το ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Σαχτούρη.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…