Σωκράτης Μάλαμας, Ο μοναχικός καβαλάρης του τραγουδιού

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

Ο Σωκράτης Μάλαμας είναι από τους τραγουδοποιούς που εγκαινίασε δισκογραφικά τη νέα μουσική σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του ’80 προκαλώντας αίσθηση με την ιδιαιτερότητά του και την εκφραστική του διάθεση που ήταν εντελώς έξω από τα καθιερωμένα πλαίσια της μουσικής. Είναι ένας άνθρωπος μαζεμένος, κλειστός που δεν επιδίωξε την προσοχή, μάλλον η προσοχή επιδίωξε να βρει αυτόν. Έχει έναν πολύ δικό του τρόπο να συνθέτει και να γράφει στίχους με μια ενδιαφέρουσα φωνή που κάνει τις ερμηνείες μοναδικές.

Βιώματα

Ο Σωκράτης Μάλαμας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής. Οι γονείς του ήταν οικονομικοί μετανάστες της Γερμανίας, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ως παιδί συνήθιζε να πηγαίνει στη θάλασσα το καλοκαίρι και να ακούει από μια καλύβα μακρυά ένα ραδιοφωνάκι να παίζει «Νυχτερίδες και αράχνες, γλυκιά μου..», με τη βαθιά φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Ήταν μια στιγμή που όπως έχει πει ένιωθε απόλυτη ευτυχία, καταλαβαίνοντας την ομορφιά και την αλήθεια αυτής της φωνής που «πείραζε» τ’ αυτιά του. Στα 13 του χρόνια αποκτά μια κιθάρα. Κάπως έτσι ξεκίνησε και αναπτύχθηκε η δυνατή σχέση του με τη μουσική. Έγραφε τραγούδια ήδη από το γυμνάσιο, κάνοντας απόπειρες να μελοποιήσει ποιητικές συλλογές του Βάρναλη και του Καβάφη.

Τα γυμνασιακά και λυκειακά του χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, για να ξαναγυρίσει στη Στουτγκάρδη ακριβώς με το τέλος της εφηβείας του. Ξεκίνησε σπουδές ως μηχανικός, παράλληλα με αυτές στο ωδείο. Δύο χρόνια αργότερα αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, η οποία τον εξέφραζε απόλυτα, χωρίς κανένα παραθυράκι που να του δείχνει την έξοδο. Ολοκληρώνει τις σπουδές του και κατεβαίνει στην Αθήνα.

Χαράζοντας το δικό του δρόμο

Ερχόμενος στην Αθήνα, πηγαίνει στο Εθνικό Ωδείο και γνωρίζει το Βαγγέλη Ασημακόπουλο, το δάσκαλό του. Του μαθαίνει να έχει επιμονή και μεγάλη προσήλωση στη μουσική. Ήταν η εποχή που υπήρξε ένας διχασμός μέσα του. Από τα γεννοφάσκια του ήταν ποτισμένος με λαϊκά, δημοτικά και ρεμπέτικα ακούσματα και ήταν ακριβώς αυτά που ζητούσε, όταν έπινε ένα ποτήρι κρασί και ξεδιπλώνονταν οι καημοί του. Από την άλλη, όμως, πάντοτε διατηρούσε ένα «ερωτικό απωθημένο» με την κλασική μουσική και την ηρεμία που τον έκανε να νιώθει. Προσπάθησε να αφοσιωθεί σ΄αυτήν. Κατέληξε κάπου στη μέση γράφωντας πότε λαϊκά τραγούδια και πότε ήσυχες μπαλάντες , δένοντας με μια χρυσή κλωστή το έντεχνο με το λαϊκό στοιχείο.

Θέλοντας να είναι και να νιώθει αυτονομημένος, την ίδια περίοδο εργάζεται ως μπασίστας σε διάφορα μαγαζιά προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην. Τα πρωινά γυρνώντας από την δύσκολη νυχτερινή εργασία και επιθυμώντας διακαώς να βγει από τη βαβούρα και να διώξει μακρυά τη φασαρία της νύχτας που βούιζε στ’ αυτιά του, κλεινόταν στο δωμάτιο, έπαιρνε αγκαλιά την κιθάρα του και έγραφε τραγούδια. Ο Νίκος Παπάζογλου πήγαινε συχνά στα μαγαζιά που δούλευε κι ήταν αυτος που τον προέτρεψε να τα ηχογραφήσει, αναλαμβάνωντας, μάλιστα ο ίδιος εν μέρει την ενορχήστρωση και την επιμέλεια του έργου, πιέζοντάς τον να τραγουδήσει. Το τραγούδι που τον έκανε γνωστό και απέκτησε σταδιακά το κοινό του ήταν «Να βάλω τα μεταξωτά», σε στίχους του Γιάννη Τσατσόπουλου και με την υπέροχη ερμηνεία της Μελίνας Κανά.

Καλλιτεχνικές συνεργασίες και επιρροές

Οι συνθέσεις σε όλα τα τραγούδια που ερμηνεύει ο ίδιος είναι δίκες του συμπληρώνοντάς τες με στίχους από τους Γιάννη Τσατσόπουλο, Φωτεινή Λαμπρίδη, Γιάννη Μελισσίδη, Μανώλη Ρασούλη, Άλκη Αλκαίο και άλλους. Ο ίδιος έχει πει: «Δανείζομαι λόγο από ανθρώπους που αγγίζουν αγαπημένες στιγμές του εαυτού τους». Έχει συνεργαστεί με τη Μελίνα Κανά, τον Ορφέα Περίδη, το Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, το Νίκο Ξυδάκη, τη Χαρούλα Αλεξίου και άλλους.

Ο Σωκράτης Μάλαμας κουβαλάει και διατηρεί σαν φυλαχτό όλη τη γνώση και το συναίσθημα από τους παλαιότερους μύστες της μουσικής, όπως ο Γαβαλάς, ο Τσαουσάκης, ο Μπιθικώτσης, ο Μενιδιάτης. Τρέφει μεγάλη αδυναμία στον Καζαντζίδη, τον οποίο θεωρεί άπιαστο. Χαρακτηριστικά, λέει για εκείνον : «Η φωνή του Καζαντζίδη ήταν σαν χαρακιές, σαν να τραβάς ένα αλέτρι μέσα στη γη. Δεν μπορείς να περπατήσεις σ’ αυτές τις γραμμές. Είχε εσωτερικό σθένος και πειθώ, ό,τι έπιανε το μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο.»

Θεωρεί τον εαυτό το «εγγόνι» όλων των παλαιότερων. Με το μόνο είδος που δεν είχε μεγάλη σχέση ήταν το ελαφρό τραγούδι. Όπως έχει πει, δεν του χάριζε την ίδια ανάταση και ευτυχία που εισέπραττε από τα άλλα είδη.

Προσωπική Μουσική Ταυτότητα

Οι μελωδίες του Μάλαμα έχουν έναν σταθερό συγκεκριμένο ήχο που φέρει τη σφραγίδα του. Έχει κάτι μονότονο αλλά μ’ ένα παράξενο ενδιαφέρον καθώς ταιριάζει με τους στίχους, είναι προσεγμένος και το αποτέλεσμα συγκινεί. Οι συνθέσεις του είναι λιτές και παραπέμπουν πολύ στην ιδιοσυγκρασία του ως ανθρώπου. Ο ίδιος είναι ευθύς, χωρίς καμία έπαρση και χωρίς καμία απολύτως διάθεση διαγωνισμού.

Η φωνή του δεν έχει τεράστια ανοίγματα στη μουσική κλίμακα, έχει όμως πολύ συγκεκριμένο χρώμα που εναρμονίζεται απόλυτα στα τραγούδια του, στιγματίζοντάς τα με τις διαφορετικές του ερμηνείες. Μουρμουρίζει χαμηλόφωνα για όσα αγαπά και όσα θέλει να πει, έχοντας ένα σταθερό κοινό που τον ακολουθεί και τον νιώθει.

Έχει μια σπάνια για το χώρο ικανότητα να αφουγκράζεται τις φωνές της κοινωνίας και της πραγματικότητας που μας περιβάλλει και να μιλάει γι’ αυτά μέσα από τα τραγούδια του. Είναι σαφώς αποστασιοποιημένος από το ρεύμα που επιτάσσει η μόδα της μουσικής «αναμπουμπούλας» που θέλει το πάντα χαρούμενο, απροβλημάτιστο και εύπεπτο τραγούδι.

Προτιμά τους μικρούς χώρους και όχι τα μεγάλα μεγαζιά. Στις μικρές μουσικές σκηνές στέκεται μπροστά στο κοινό με όλες τις αδυναμίες του και όλα τα καλά. Υπάρχει μια μοναδική αμεσότητα και η αίσθηση μιας μεγάλης παρέας που αποτελείται από τους ακροατές και τον τραγουδιστή με τους μουσικούς. Αυτό έχει τεράστια αξία για το Μάλαμα, γι’ αυτό και επιμένει να αποφεύγει οτιδήποτε μεγαλύτερο.

Στο βάθος των τραγουδιών του

Στα τραγούδια του Μάλαμα θα βρείτε όμορφα νοήματα εκπεφρασμένα με υπέροχο τρόπο. Ο ίδιος στις στιχουργικές του δημιουργίες κάνει δυνατές μεταφορές χρησιμοποιώντας λέξεις που ζωντανεύουν το λόγο, όπως «Καμαρώνεις σαν λουλούδι λευκό στην πλαγιά ενός βουνού που ανεβαίνω…» ή ακόμα «Πετάω πέτρες στο γυαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω..»

Μερικά από τα τραγούδια που τον ανέβασαν στη συνείδηση του κόσμου είναι «Πριγκιπέσσα», «Τσιγάρο Ατέλειωτο», «Μοιραία», «Λένε», «Φύλλα αλκαλικά», «Είναι σκοτάδι» και πολλά ακόμα. Είτε με πιο ήσυχα τραγούδια είτε με λαϊκά τραγούδια , καταπιάνεται με τα άνθρωπινα ατοπήματα, την αμαρτία και τις αδυναμίες της ψυχής και του κορμιού που οδηγούν σε μπερδέματα, πόνο, παράπονο. Πολλές φορές ακροβατεί ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, στο φως και στο σκοτάδι, στη βουή και στη σιωπή.

Τον ενδιαφέρει να μιλήσει για αυτό που δεν φαίνεται, τον καημό που σαν σαράκι απλώνει τις δαγκάνες του μέσα μας, για την ομορφιά που φεύγει και τις αληθινές ψευδαισθήσεις. Είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και δεν διστάζει να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του με το δικό του τρόπο.

Η ανθρώπινη πλευρά του

Είναι παντρεμένος εδώ και αρκετά χρόνια και έχει αποκτήσει 5 παιδιά, τα οποία θεωρεί δώρα στη ζωή του και τους πιο πολύτιμους φίλους του. Αξίζει να αναφέρουμε πώς γράφτηκε το τραγούδι πριγκιπέσσα που γνώρισε τόσο μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο. Το τραγούδι αυτό το έγραψε για τη σημερινή του γυναίκα, επειδή δεν είχε χρήματα να της πάρει δώρο! Ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε αμέσως το ταξίδι αυτού του υπέροχου τραγουδιού στο χρόνο και στον κόσμο, σε αντίθεση με τη γυναίκα του που εξέφρασε αμέσως το θαυμασμό της!

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει για αυτόν: «Ο Σωκράτης Μάλαμας ζει στη πολύβουη αυτή πόλη κρατώντας αλώβητη την αξιοπρέπειά του. Είναι ένας ηθικός άντρας.» Και είναι έτσι ακριβώς. Εκπέμπει μια λεβεντιά και όταν είναι επάνω στη σκηνή, μ’ έναν μαγικό τρόπο μεγαλώνει, παίρνει ύψος και την ίδια κιόλας στιγμή είναι τόσο κοντά με το ακροατήριο, κάνοντας διάλογο μαζί του. Ο Μάλαμας είναι κλειστός και ίσως μια αινιγματική φιγούρα, είναι όμως αληθινός. Τα τραγούδια είναι αντανάκλαση της ψυχής του, γι’ αυτό και δένουν τόσο σφιχτά απάνω στις νότες της φωνής του. Είναι από τους πιο αξιόλογους τραγουδοποιούς της γενιάς του, έχοντας πάντα κάτι ουσιαστικό να πει.

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.