Σταύρος Κουγιουμτζής – Οι μελωδίες της ψυχής

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

«Που ‘ναι τα χρόνια ωραία χρόνια

που χες λουλούδια μες στην καρδιά

που ‘ναι η αγάπη, γλυκιά μου αγάπη

να μας ζεστάνει στην παγωνιά…»

Δεν υπάρχει ούτε ένα νέο παιδί σήμερα που να μην αναγνωρίζει τη μελωδία που ντύνει αυτούς τους υπέροχους στίχους από τη πρώτη νότα. Οι στίχοι ανήκουν στον σπουδαίο Άκο Δασκαλόπουλο και η μουσική στον μεγάλο συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε ένας αισθαντικός, βαθιά ποιητικός συνθέτης λαϊκών τραγουδιών που γέμισαν τις καρδιές του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν το σύνολο των τραγουδιών του είχαν τεράστια απήχηση στο κοινό της εποχής ενώ την ίδια στιγμή αποτέλεσαν τα πιο διαχρονικά κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας, με εύρος που εκτείνεται ως τις μέρες μας.

Βιώματα και θύμησες

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής γεννήθηκε το 1932 στη Θεσσαλονίκη, στο Επταπύργιο. Προερχόταν από προσφυγική οικογένεια. Ζούσε κοντά στις φυλακές του Γεντί Κουλέ κοντά σε ανθρώπους βασανισμένους που δούλευαν όλη την ημέρα για ένα κομμάτι ψωμί. Όταν γύριζαν από τις δουλειές τους, ξαπόσταιναν στα καφενεδάκια της εποχής για να πιούνε ένα ποτήρι ούζο και να ευφρανθούν με τραγούδια ρεμπέτικα. Αυτά τα τραγούδια μαζί με τα σμυρναίικα αποτέλεσαν τα πρώτα ακούσματα του Κουγιουμτζή και ως μικρό παιδί χάραξαν δρόμο στη ψυχή του. Έμαθε πώς το τραγούδι πρέπει να λειτουργεί άμεσα για να φτάνει κατευθείαν στην καρδιά, χωρίς φιλολογία. Αυτό έμελλε να είναι καθοριστικό μιας και τον συνόδεψε σε όλα τα τραγούδια που συνέθεσε στη διάρκεια του καλλιτεχνικού του έργου.

Στα 15 του χρόνια μαγεύεται από ένα πιάνο που χαϊδεύει γλυκά τ’ αυτιά του πίσω από ένα κλειστό παράθυρο και αποφασίζει να γραφτεί στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Ως τα 25 του χρόνια σπουδάζει μουσική και πιάνο και παίρνει πτυχίο Ανωτέρας. Κάπου εκεί, όμως μπλεγμένος στην κλασική μουσική, φλερτάρουν επικίνδυνα στ’ αυτιά του οι μελωδίες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκη, ενώ θαυμάζει πολύ τον ποιητή Νίκο Γκάτσο. Αυτά τον οδηγούν στις πρώτες συνθέσεις τραγουδιών, το «Περιστεράκι» με δικούς του στίχους, το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά» το 1960 και το πολύ γνωστό «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» το 1962.

Καλλιτεχνική Πορεία

Για πολλά χρόνια έπαιζε πιάνο σε διάφορα νυχτερινά κέντρα προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε το 1967. Το 1968 έγινε η πρώτη συνάντηση του Κουγιουμτζή με τον Γιώργο Νταλάρα, ο οποίος αποτέλεσε τον κατεξοχήν ερμηνευτή των τραγουδιών του. Τότε ξεκίνησε η μεγάλη συνεργασία του με την «ΜΙΝΟΣ» και βασικό ερμηνευτή της δουλειάς του τον Νταλάρα. Με το τραγούδι «Να ‘τανε το 21» ο Νταλάρας παίρνει το βάπτισμα του πυρός και ξεκινάει τη διαδρομή μιας σειράς τραγουδιστικών επιτυχιών που θα καθορίσουν και τη δική του πορεία στο χώρο του τραγουδιού.

Συνοδοιπόρος του Κουγιουμτζή υπήρξε κατά διαστήματα και η σπουδαία Χάρις Αλεξίου, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Γιάννης Καλατζής καθώς και η Άννα Βίσση στο ξεκίνημα της πορείας της. Ο Κουγιουμτζής έγραφε κυρίως μουσική, όμως υπήρξε και εξαιρετικός στιχουργός, όπως στα τραγούδια του «Κάπου Νυχτώνει», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», « Όλα καλά» και πολλά άλλα. Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς στιχουργούς όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Άκος Δασκαλόπουλος, η Σώτια Τσώτου, ο Μάνος Ελευθερίου και κάποιοι ακόμα.

Το 1997 το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έκανε πραγματικότητα το όνειρο του Κουγιουμτζή, φιλοξένησε την απύθμενου βεληνεκούς δουλειά του « Ύμνοι Αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων», την οποία ζωντάνεψαν με τις φωνές τους ο Γιώργος Νταλάρας και η σύζυγος του Κουγιουμτζή, Αιμιλία Κουγιουμτζή.

Η τελευταία του δισκογραφική του παρουσία ήταν το 2001 με μια σειρά 11 τραγουδιών και το άλμπουμ να φέρει τον τίτλο « Έβρεχε ο κόσμος».

Δύναμη και καταφύγιό του, η οικογένεια

Παντρεύτηκε και έκανε δύο κόρες. Έζησε στην Αθήνα περίπου 20 χρόνια και το 1988 αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη. Πάντοτε κουβαλούσε το χρώμα της. Επιστρέφοντας εκεί, μ’ ένα τρόπο αποτραβήχτηκε από την καλλιτεχνική δραστηριότητα, ξετυλίγοντας το ταλέντο του στην πεζογραφία με έξοχα διηγήματα. Ήταν χαμηλών τόνων άνθρωπος που δεν επιθυμούσε καθόλου τη δημοσιότητα. Η καθημερινότητά του ήταν ακριβώς η τέχνη του.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε μια ήρεμη δύναμη, ένας ταλαντούχος, βαθιά καλλιεργημένος και πνευματικός άνθρωπος, λυρικός συνθέτης και στιχουργός που φώτισε και πλούτισε την ελληνική δισκογραφία. Ήταν αυθεντικός, μια ευγενική φυσιογνωμία με ήθος και με τα χνώτα του στραμμένα πάντα στην ουσία των πραγμάτων. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 2005. Κατά περίεργη σύμπτωση, πριν φύγει, είχε συνθέσει το τραγούδι «Θα ‘ταν 12 του Μάρτη» σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη.

Τα τραγούδια του Κουγιουμτζή εκφράζουν με υπέροχο τρόπο τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Μια φράση του Γιώργου Νταλάρα δίνει το στίγμα αυτού του τραγουδοποιού: «Τα νέα παιδιά πρέπει να ακούνε τα τραγούδια του Σταύρου για να γίνει ο κόσμος τους καλύτερος..» Αξίζει να τον γνωρίσετε…

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.