Πολλοί είναι αυτοί που τον θεωρούν έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Ο Λέων Τολστόι, ήταν ρώσος συγγραφέας …
Σκέψεις για το διήγημα του Λέων Τολστόι, “Ο παππούς και το εγγονάκι”
O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του ‘διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ‘ αυτήν τη γαβάθα».
O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.
Λ. Τολστόι, Διηγήματα, μύθοι και παραμύθια, μτφρ. Π. Ανταίος, Ωκεανίδα.
Το διήγημα του Λέων Τολστόι “Ο παππούς και το εγγονάκι” αποτελεί ένα συγκινητικό και διδακτικό έργο, το οποίο εστιάζει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οικογενειακή αγάπη και τη σημασία της φροντίδας των ηλικιωμένων.
Ο Ρώσος συγγραφέας, μέσα από μια απλή αλλά βαθιά συγκινητική αφήγηση, θέτει ζητήματα ηθικής και κοινωνικής ευθύνης, καθώς αποκαλύπτει την αλαζονεία και την αδιαφορία της νεότερης γενιάς απέναντι στην τρίτη ηλικία, και την αντίσταση σε αυτή την αδικία μέσω της αυτογνωσίας και της συνειδητοποίησης της ανθρώπινης συναισθηματικής ανάγκης.
Δείτε ακόμα: «Ο παππούς και το εγγονάκι», Λέων Τολστόι
Η αφήγηση του Τολστόι αρχίζει με μια σύντομη περιγραφή της κατάστασης του ηλικιωμένου παππού. Το σώμα του, πλέον ανίκανο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, αντικατοπτρίζει τη φθορά της ηλικίας, με τα «πόδια του να μην τον πάνε», τα «μάτια του να μην βλέπουν» και τα «αυτιά του να μην ακούν». Αυτή η περιγραφή, αν και λιτή, γεμίζει με συναισθηματική ένταση, καθώς δείχνει την αδυναμία ενός ανθρώπου που έχει χάσει την αυτονομία του και εξαρτάται πλέον από τους άλλους για να επιβιώσει. Ωστόσο, η πραγματική αδικία δεν έγκειται στην ηλικία του, αλλά στη μεταχείρισή του από την οικογένεια του γιου του και της νύφης του, οι οποίοι, αντί να τον φροντίσουν με σεβασμό και συμπόνια, αδιαφορούν για αυτόν και τον κρατάνε σε απόσταση.
Η εικόνα του παππού να τρώει απομονωμένος πάνω στη «μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα», χωρίς να συμμετέχει στο οικογενειακό τραπέζι, εκφράζει την απομόνωση και την περιθωριοποίηση που συχνά βιώνουν οι ηλικιωμένοι στην κοινωνία. Η απόφαση της νύφης του να του βάλει να φάει σε μια «ξύλινη γαβάθα» αντί για πιάτο, με την προσβολή της κατηγορίας ότι τα σπάει, εντείνει το αίσθημα της αδικίας που νιώθει ο παππούς. Η στάση αυτή της οικογένειας φανερώνει την έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης προς τους ηλικιωμένους ανθρώπους, δημιουργώντας ένα κλίμα ψυχρής αποδοκιμασίας.
Δείτε ακόμα: Πόσο ρατσιστές είμαστε απέναντι στους ηλικιωμένους;
Η ανατροπή έρχεται με την αθώα και σοφή πράξη του εγγονού. Ο μικρός Μίσα, κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού με το ξύλο, κατασκευάζει μια «μεγάλη γαβάθα», την οποία προορίζει για να ταΐζει τον πατέρα του και τη μητέρα του όταν με τη σειρά τους φτάσουν την ηλικία του παππού. Η απάντηση του Μίσα, «Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ‘ αυτήν τη γαβάθα», γεμίζει το διήγημα με το συγκινητικό δίδαγμα: ό,τι δίνουμε, αυτό θα λάβουμε. Η πράξη του μικρού παιδιού δεν είναι απλώς αθώα, αλλά βαθιά ηθική, καθώς αποκαλύπτει με απλότητα τη φυσική συνέπεια της αδιαφορίας για τους ηλικιωμένους: το ίδιο ακριβώς θα συμβεί στους γονείς του, όταν εκείνοι θα φτάσουν στην ηλικία του παππού του.
Αυτή η πράξη του Μίσα είναι η αφορμή για τη συνειδητοποίηση των γονιών του, οι οποίοι αμέσως αντιλαμβάνονται την αδικία που διαπράττουν εις βάρος του παππού. Η συνειδητοποίησή τους, έντονα συγκινητική, τους οδηγεί στην αυτοκριτική και τη μετάνοια. Το γεγονός ότι «δάκρυσαν» είναι μια ένδειξη της ειλικρίνειας της συναισθηματικής τους αντίδρασης, αλλά και της ανάγκης τους να αποκαταστήσουν την αξιοπρέπεια του παππού.
Η αλλαγή στάσης της οικογένειας, η οποία πλέον τον βάζει να τρώει στο τραπέζι μαζί τους και τον φροντίζει «όπως πρέπει», υπογραμμίζει τη δύναμη της αυτογνωσίας και της αγάπης. Από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται την ανάρμοστη συμπεριφορά της, είναι σε θέση να την αναστρέψει και να προσφέρει στον ηλικιωμένο πατέρα τον σεβασμό και τη φροντίδα που του αξίζει.
Το έργο του Τολστόι, αν και μικρό σε μέγεθος, είναι γεμάτο με ηθικά μηνύματα και κοινωνικές αξίες. Το μήνυμα του συγγραφέα για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τη σημασία της οικογενειακής αγάπης και τη δύναμη της συνειδητοποίησης αποτυπώνεται με έντονη συγκίνηση και απλότητα. Μέσα από αυτήν την απλή, αλλά βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ο Τολστόι μας καλεί να ξανασκεφτούμε τη στάση μας απέναντι στους ηλικιωμένους και να προσφέρουμε ό,τι καλύτερο έχουμε για να τους δείξουμε ότι τους εκτιμάμε και τους αγαπάμε.