Σιωπή, φόβος και συνενοχή στο ποίημα της Ελένης Βακαλό «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το ποίημα της Ελένης Βακαλό, «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος», συνιστά μια εξαιρετικά πυκνή αλληγορία για τη γένεση της ηθικής παραίτησης και της κοινωνικής συνενοχής, δοσμένη με τη μορφή ενός φαινομενικά απλού αφηγήματος. 

Η Ελένη Βακαλό γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι. 

Παντρεύτηκε τον ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Κατά τη διάρκεια της ζωής της εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, μεταξύ των οποίων είναι: Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από το λυρισμό (1981). 

Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική και έγραψε μελέτες για την Ιστορία της Τέχνης. Το 1991 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. 

Η ποιητική της φωνή χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα της γλώσσας, που απομακρύνεται από τον παραδοσιακό λυρισμό και στοχεύει στην αποκάλυψη της ουσίας των πραγμάτων.

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε

Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες

Αρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Του κόσμου, Κέδρος, Αθήνα 1978.

Η ποιήτρια, με αφαιρετική λιτότητα και δραματουργική ακρίβεια, εξιστορεί πώς ένας «μικρός καλός άνθρωπος» μετατρέπεται σταδιακά, αθόρυβα αλλά ριζικά, σε κακό άνθρωπο, μέσα από μια σειρά ψυχικών αντιδράσεων και ηθικών επιλογών που εδράζονται στον φόβο, την αμφιβολία και, τελικά, στην εκλογίκευση της βίας.

Από την πρώτη κιόλας εικόνα, η ποιήτρια στήνει το σκηνικό του ηθικού διλήμματος: ένας «καλός άνθρωπος» συναντά στον δρόμο του έναν χτυπημένο. Το επίθετο «μικρός» δεν δηλώνει ηλικία, αλλά υπογραμμίζει τη σχετική ανημπόρια ή το ασήμαντο μέγεθος αυτού του καλού, ίσως και την εσωτερική του ευθραυστότητα.

Το πρώτο αίσθημα του ήρωα είναι η λύπη. Είναι μια αυθόρμητη, ανθρώπινη αντίδραση, που ωστόσο δεν μεταφράζεται σε πράξη. Η λύπη μετατρέπεται αμέσως σε φόβο. 

Ο φόβος δεν καθορίζεται ακριβώς, μπορεί να είναι φόβος για εμπλοκή, για αντίποινα, για την ανάληψη ευθύνης, ή ακόμα και φόβος απέναντι στη θλίψη που προκαλεί το ανθρώπινο δράμα. Η ποιήτρια αφήνει ανοιχτές τις ερμηνείες, επιτρέποντας στον αναγνώστη να προβάλει τις δικές του φοβίες πάνω στην κίνηση του προσώπου. Το κρίσιμο σημείο έρχεται αμέσως μετά: «σκέφτηκε καλύτερα». Η λογική, εργαλείο αυτοσυντήρησης αλλά και απεμπλοκής από την ευθύνη, παίρνει τα ηνία. Ο ήρωας πείθει τον εαυτό του πως κάποιος άλλος θα αναλάβει την πράξη του ελέους.

Η αποστασιοποίηση κλιμακώνεται: όχι μόνο δεν θα βοηθήσει, αλλά θα προσποιηθεί και πως δεν είδε καν. Το σημείο αυτό είναι το πρώτο ρήγμα στη συνείδηση, η αποδοχή της απάθειας ως αυτοπροστασίας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, ξεκινά η ηθική μετάλλαξη. 

Το επόμενο βήμα είναι το πλέον τρομακτικό: η απόπειρα να ερμηνευτεί η βία ως δίκαιη τιμωρία. «Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;» Η ρητορική ερώτηση είναι αποκαλυπτική, καθώς μεταφέρει τον εσωτερικό μηχανισμό με τον οποίο ο παρατηρητής της αδικίας μεταμορφώνεται σε κατήγορο του θύματος. Ο μηχανισμός αυτός είναι διαχρονικός και αναγνωρίσιμος: συχνά η κοινωνία σπεύδει να κατηγορήσει το θύμα για τη βία που υφίσταται, προκειμένου να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της ηθικής τάξης.

Η καμπή είναι αμετάκλητη. Ο «καλός άνθρωπος» έχει ήδη εσωτερικεύσει τη βία ως αποδεκτή και εύλογη. Το τελευταίο βήμα είναι η πλήρης ταύτιση με τους θύτες: «άρχισε λοιπόν και κείνος / από πάνω να χτυπά». Από παρατηρητής της αδικίας γίνεται συμμέτοχος. Η πρότερη του αμηχανία, η αδυναμία να δράσει θετικά, μετατρέπεται τελικά σε ενεργή συμμετοχή στο κακό. Εδώ η Βακαλό καταγράφει με οξυδερκή απλότητα τη μηχανική μετάβαση από την απάθεια στη βαρβαρότητα, ένα πέρασμα που δεν γίνεται από ένα μεγάλο άλμα αλλά από μια σειρά μικρών, εσωτερικά δικαιολογημένων βημάτων. Η πράξη της βίας έρχεται όχι ως έκρηξη κακίας, αλλά ως απόρροια αυτοδικαίωσης.

Η καταληκτική φράση, «Αρχή του παραμυθιού, καλημέρα σας», επισφραγίζει το ποίημα με ειρωνικό, σχεδόν σαρκαστικό τρόπο. Παίρνοντας τη θέση του παραδοσιακού χαιρετισμού των λαϊκών παραμυθιών, υπονοεί ότι το αφήγημα που προηγήθηκε είναι ένα από τα πολλά, ένας «κοινός» τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι γίνονται κακοί. Η χρήση του χαιρετισμού επιτείνει την αίσθηση της επανάληψης και της κανονικοποίησης του κακού. Ο «καλός άνθρωπος» δεν γεννιέται κακός αλλά γίνεται μέσα από την απουσία πράξης, τη φοβία, την απόσυρση από την ευθύνη και τη σταδιακή υιοθέτηση της κυρίαρχης βίας.

Το ποίημα, αν και σύντομο, λειτουργεί ως ένα πυκνό δοκίμιο ηθικής φιλοσοφίας. Η Ελένη Βακαλό, με τα μέσα της ποιητικής αφήγησης, προσεγγίζει με τρομακτική διαύγεια το ερώτημα της ηθικής συνενοχής. Μέσα σε λίγους στίχους, απεικονίζει μια ολοκληρωμένη πορεία αλλοτρίωσης, αναδεικνύοντας πως το κακό δεν είναι πάντα αποτέλεσμα ιδεολογίας ή έμφυτης κακίας, αλλά συχνά προϊόν φόβου και σιωπηρής προσαρμογής στο κυρίαρχο. 

Το πιο ενοχλητικό και συνάμα ουσιώδες μήνυμα του ποιήματος είναι ότι ο κακός άνθρωπος ξεκίνησε ως καλός. Και ότι αυτή η μεταμόρφωση μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε, οποτεδήποτε, αρκεί να πει έστω και μία φορά: «ούτε πως τον έχω δει».

Το ποίημα δεν μιλά μόνο για προσωπικές ηθικές στάσεις, αλλά για κοινωνικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης του κακού. Είναι ένα ποίημα εξόχως πολιτικό, με την έννοια ότι αγγίζει τον τρόπο που διαμορφώνονται οι κοινωνίες του φόβου και της σιωπής. Στην εποχή μας, όπου η βία, ο ρατσισμός, η απαξίωση του άλλου αποκτούν όλο και πιο θεσμικές μορφές, το κείμενο αυτό γίνεται τραγικά επίκαιρο, υπενθυμίζοντας ότι η ανοχή και η αδιαφορία δεν είναι ουδέτερες στάσεις αλλά αποτελούν το πρώτο σκαλοπάτι για να γίνει κανείς «κακός άνθρωπος».

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…