Σιμόν ντε Μποβουάρ: Ο αγώνας της γυναίκας για την ελευθερία

Συντάκτης: Ευρυδίκη Αγάτσα

Η Simone de Beauvoir ήταν, πιθανώς, πιο γνωστή ως μυθιστοριογράφος, και φεμινίστρια στοχαστής και συγγραφέας, αλλά ήταν, επίσης, υπαρξίστρια φιλόσοφος και, όπως ο εραστής της, ο Σαρτρ, καταπιάστηκε με τον αγώνα του ανθρώπου να είναι ελεύθερος. 

Το πιο διάσημο έργο της Μποβουάρ ήταν το «Δεύτερο φύλο», που έγραψε το 1949, ένα, εξαιρετικά, σημαντικό βιβλίο που έθεσε τις βάσεις του δεύτερου φεμινιστικού κύματος. Ενώ το πρώτο φεμινιστικό κύμα καταπιάστηκε με το δικαίωμα ψήφου και ιδιοκτησίας των γυναικών, το δεύτερο κύμα διεύρυνε αυτές τις ανησυχίες για να συμπεριλάβει τη σεξουαλικότητα, την οικογένεια, τον χώρο εργασίας, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα κλπ. 

Όλα ξεκίνησαν με το Δεύτερο φύλο της Μποβουάρ, στο οποίο περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους η γυναίκα θεωρείται ως «άλλη» σε μια πατριαρχική κοινωνία, δεύτερη μετά τον άνδρα, ο οποίος θεωρείται – και αντιμετωπίζεται ως το «πρώτο» ή το προεπιλεγμένο φύλο. 

Μία από τις πιο διάσημες φράσεις από αυτό το έργο είναι: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι». Αυτό που λέει, μάλλον, η Μποβουάρ είναι ότι οι ρόλοι που συνδέονται με τις γυναίκες δεν τους δίνονται με τη γέννηση, λόγω της βιολογίας τους, αλλά, μάλλον, είναι κοινωνικά κατασκευασμένοι. Οι γυναίκες διδάσκονται τι πρέπει να είναι στη ζωή τους, τι είδους ρόλους μπορούν ή δεν μπορούν να εκτελέσουν επειδή, ακριβώς, ανήκουν στο «δεύτερο φύλο». 

Σήμερα, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε αυτήν την ιδέα χρησιμοποιώντας τη διάκριση μεταξύ του φύλου με το οποίο γεννιέσαι (sex), και του φύλου, το οποίο είναι κοινωνικά δομημένο (gender). Το 1949, αυτή ήταν μια, πραγματικά, ριζοσπαστική ιδέα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο ρόλος των δύο φύλων στην κοινωνία χθες και σἠμερα


Πώς, λοιπόν, αυτή η ιδέα σχετίζεται με τις υπαρξιακές ανησυχίες, σχετικά με την ελευθερία; Ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολεί τους υπαρξιστές είναι πώς να επιτύχουμε «τη ριζοσπαστική ελευθερία», ένα είδος ελευθερίας που προέρχεται από τη λήψη αποφάσεων σε αυτό που ο Σαρτρ αποκαλούσε «καλή πίστη». Αυτές είναι οι αποφάσεις που προέρχονται και εκφράζουν έναν αυθεντικό εαυτό. Εάν κάποιος ζει σε «κακή πίστη», επιτρέπει στον εαυτό του να κυβερνάται από ταυτότητες που του επιβάλλονται, εξωτερικά. Οι αποφάσεις του δεν αντικατοπτρίζουν το ποιος είναι, πραγματικά. 

Είναι λογικό, λοιπόν, ότι εάν κάποια διδάσκεται σε όλη της τη ζωή ότι για να είσαι γυναίκα, σημαίνει ότι πρέπει να βλέπεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να ενεργείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να έχεις έναν υποτακτικό ρόλο μέσα στην οικογένεια και να δουλεύεις μόνο σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, αυτό θα επηρεάσει την αίσθηση της ελευθερίας και της αυθεντικότητας. Το να σε βλέπουν οι άλλοι, αλλά και να βλέπεις τον εαυτό σου ως «το δεύτερο φύλο» φαίνεται, σίγουρα, να περιπλέκει το ερώτημα πώς να επιτύχεις αυτήν τη ριζοσπαστική ελευθερία που απασχολεί τους υπαρξιστές. Αναγάγει τον αγώνα να επιτύχεις αυτό το είδος της ελευθερίας, σαν ένα πρόβλημα του λευκού αρσενικού, καθώς πρέπει να είσαι σε προνομιακή θέση, ακόμα και για να το σκεφτείς.

Αν και ο φεμινισμός του τρίτου κύματος επικρίνει, συχνά, τον φεμινισμό του δεύτερου κύματος για την εστίασή του στους αγώνες των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης, αγνοώντας τη δυστυχία των έγχρωμων και φτωχών γυναικών, των γυναικών στον αναπτυσσόμενο κόσμο ή των γυναικών με ειδικές ανάγκες κλπ., οι ιδέες της Μποβουάρ για την εμπειρία του να είσαι γυναίκα σε έναν πατριαρχικό κόσμο μπορεί, φυσικά, να επεκταθεί, ώστε να συμπεριλάβει την εμπειρία του να είσαι μαύρος σε έναν λευκό κόσμο ή να είσαι «άλλος» σε οποιονδήποτε κόσμο όπου διδάσκεσαι, συνέχεια, ότι είσαι δεύτερης τάξης. Αυτό θα διαμορφώσει αυτό που νομίζεις ότι είναι οι επιλογές της ζωής σου – πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τη δική σου ελευθερία. 

Τι θα σκεφτόταν, άραγε, η Μποβουάρ, σήμερα, για την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι γυναίκες στα 70 χρόνια που έχουν περάσει, από τότε που έγραψε το Δεύτερο φύλο

Μερικές δεκαετίες πριν, ο ρόλος μιας γυναίκας στη ζωή ήταν αυτός της γυναίκας και της μητέρας. Σχεδόν όλες οι ενήλικες γυναίκες έκαναν, ακριβώς, αυτό και τα περισσότερα κορίτσια, καθώς μεγάλωναν, επαναλάμβαναν το μοτίβο. Τα πράγματα, όμως, έχουν αλλάξει στις νεότερες γενιές. Οι γυναίκες, σήμερα, επιλέγουν να μην κάνουν οικογένεια, ή το αναβάλλουν για αργότερα, σπουδάζουν, κάνουν καριέρα και διακρίνονται στον επαγγελματικό στίβο, ακόμα και σε επαγγέλματα που, μέχρι τώρα, θεωρούνταν, κατεξοχήν, αντρικά.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το δικαίωμα της γυναίκας να μην θέλει να κάνει παιδί


Άραγε, εκφράζουν τη «ριζοσπαστική ελευθερία» κάνοντας αυτές τις επιλογές ζωής; Ζούσαν οι μητέρες μας σε «κακή πίστη», σύμφωνα με τον Σαρτρ; Αυτό που θα μπορούσε να πει η Μποβουάρ είναι ότι, επειδή οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι γυναίκες, σήμερα, έχουν, τελείως, διαφορετικές επιλογές στη ζωή τους, απ’ ότι είχαν οι μητέρες τους. Οι ρόλοι των φύλων, που καθορίστηκαν για τις γυναίκες στο παρελθόν, ήταν τόσο ισχυροί σε κοινωνικό επίπεδο και τόσο βαθιά ριζωμένοι, σε ψυχολογικό επίπεδο, ώστε καμιά από τις επιλογές που έχουν οι σύγχρονες γυναίκες θα ήταν, ποτέ, δυνατή. Απλώς, δεν ήταν επιλογές που ήταν διαθέσιμες, δεδομένων των κοινωνικών συνθηκών.

Αν πρόκειται να μιλήσουμε για «ριζοσπαστική ελευθερία», τότε θα πρέπει να είναι στο πλαίσιο των πραγματικών επιλογών, με τις οποίες βιώνουμε τις εμπειρίες μας. Δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη επιλογή να είσαι ελεύθερος. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες ιδέες που μας κληροδότησε η Beauvoir.

Συντάκτης: Ευρυδίκη Αγάτσα,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.