Σεβόμαστε όντως τη διαφορετικότητα;

Συντάκτης: Κατερίνα Σπαθαράκη

Στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αι., τις οποίες διανύουμε, οι κοινωνίες κουβαλούν στην πλάτη τους δύο παγκόσμιους και δύο βαλκανικούς πολέμους, αποικιοκρατίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εθνικισμούς, φανατισμούς, μισαλλοδοξίες και ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. 

Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, που οι κοινωνίες παγκοσμίως εισήχθησαν σε μια φάση σχετικής ομαλότητας προσπάθησαν να κοιτάξουν με κριτική διάθεση το παρελθόν τους, να αποδεχθούν τα λάθη που είχαν διαπράξει και να προσπαθήσουν να μην τα επαναλάβουν στο μέλλον. Στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι σχέσεις μεταξύ των λευκών δυτικών αντρών με όσους δεν είχαν την τύχη να ανήκουν σε αυτή την προνομιακή κατηγορία: γυναίκες, άνθρωποι που δεν ανήκουν στον δυτικό πολιτισμό, και μειονότητες όπως άτομα με ειδικές ανάγκες και άτομα με ομοφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Σεβόμαστε όντως τη διαφορετικότητα;

Και παρότι αυτή η κατεύθυνση ήταν αυτή που όφειλε να πάρει η Ευρώπη προκειμένου να κοιτάξει τον εαυτό και την ιστορία της στον καθρέπτη και να διδαχθεί από αυτά, κάποιοι θα έλεγαν ότι σήμερα κινδυνεύομε να περάσουμε στο άλλο άκρο, αυτό της αποσύνθεσης των κοινωνικών δεσμών.

Πιο αναλυτικά, ο Anderson (1991), αναλύει τα κριτήρια για το πώς μια ομάδα αγνώστων καταλήγει να αισθάνεται ότι ανήκει στο ίδιο έθνος: χάρη στη θρησκεία, τη γλώσσα, και τη συμμετοχή σε καθημερινές πρακτικές σε ένα συνεχές χρόνου. Το ανησυχητικό με την υπεραισθησία και ευθικτότητα σε θέματα καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και δη των μειονοτήτων, είναι ότι, ενώ παρουσιάζει ως στόχο της να ενώσει τους ανθρώπους, τελικά περισσότερο τους απομακρύνει και τους κατηγοριοποιεί. Για παράδειγμα, εάν δεν είσαι γυναίκα ή μουσουλμάνος δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς για αυτά τα θέματα, ή εάν τα λεγόμενά σου μου προκαλούν οδύνη τότε σου στερώ το δικαίωμα της ελεύθερης εκφοράς του λόγου. 

Φυσικά, το να βρεθεί η χρυσή τομή σε αυτά τα λεπτά θέματα είναι δύσκολο, αλλά όλοι μας πρέπει να θυμόμαστε πως εκτός από την προσωπική μας ταυτότητα (εάν για παράδειγμα είμαστε ετεροφυλόφιλοι ή όχι), έχουμε και μια κοινή κοινωνική ταυτότητα, και προπαντός μία κοινή ανθρώπινη ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν δύναται το κριτήριο εκφοράς του λόγου των υποκειμένων να είναι η πρόκληση οδύνης σε αυτός που τα ακούν, αλλά πρέπει να αναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει ότι σεβόμαστε το δικαίωμα έκφρασης σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και εάν η άποψή τους είναι διαφορετική από τη δική μας ή ακόμα κι εάν θεωρούμε πως είναι λανθασμένη.

Σεβόμαστε όντως τη διαφορετικότητα;

Επίσης, οφείλουμε να ξαναθυμηθούμε το νόημα των λέξεων και να μην αρεσκόμαστε σε εύκολες γενικεύσεις ή υπεραπλουστεύσεις. Άλλο πατριωτισμός, άλλο εθνικισμός, άλλο ρατσισμός και άλλο φασισμός. Δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε τους συνανθρώπους μας ρατσιστές, επειδή εκφράζουν προβληματισμούς για το ασύμμετρο κύμα μετανάστευσης και την άρνηση της Δύσης να αναλάβει ομοιόμορφα τις ευθύνες της. Ρατσιστής είναι εκείνος που μιλάει υποτιμητικά για τους άλλους λαούς, υποβαθμίζοντας τον πολιτισμό, τις ιδιαιτερότητες, την ιστορία και τους αγώνες τους, κι όχι όσοι εκφράζουν ρεαλιστικά προβληματισμούς πολιτικής και οικονομικής φύσεως.

Επιπλέον, ορισμένοι θα αντιδράσουν έντονα εάν κάποιος χαρακτηρίσει αλλοεθνείς συγκεκριμένων εθνικοτήτων ως αμόρφωτους, απολίτιστους, κλέφτες κλπ., αλλά δεν αντιδρούν όταν υπάρχει στιγματισμός  κοινωνικών ομάδων, λόγου χάρη από συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός βοσκός στην Ελλάδα έχει καταντήσει να χρησιμοποιείται επίσης ως συνώνυμο του απαίδευτου ανθρώπου. Με έναν λόγο, τονίζουμε πως σεβασμός στη διαφορετικότητα δεν σημαίνει σέβομαι μία άποψη, υπό την προϋπόθεση ότι συμπίπτει με τη δική μου. Σεβασμός στη διαφορετικότητα σημαίνει αναγνωρίζω σε όλους το δικαίωμα να είναι ο εαυτός τους, με τρόπο που να δείχνει πως και εκείνοι σέβονται τα δικά μου δικαιώματα, την κοινωνία στην οποία εντάσσονται, και τα ήθη της.

Συντάκτης: Κατερίνα Σπαθαράκη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.