Πόσες φορές την ώρα αποσπάται ένας χρήστης ψηφιακών μέσων και γιατί τα παιδιά λένε τόσο εύκολα «βαριέμαι»;

Συντάκτης: Flowmagazine

Γιατί μετά την χρήση οθόνης όλα μοιάζουν βαρετά στα παιδιά και ποιες είναι οι συνέπειες  του «skim-reading», δηλαδή της  πολύ γρήγορης επιφανειακής ανάγνωσης που κάνουν οι σύγχρονοι νέοι;

Η διευθύντρια του Κέντρου για τη Δυσλεξία, τους Ετερογενείς Μαθητές και την Κοινωνική Δικαιοσύνη στο Σχολείο της Εκπαίδευσης και των Σπουδών Πληροφορίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (Λος Αντζελες), Μάριαν Γουλφ, έχει αφιερώσει την έρευνά της στο πώς ο εγκέφαλος μαθαίνει να διαβάζει και πραγματικά εκπλήσσει με τα όσα υποστηρίζει για την ανάγνωση βιβλίων σε αντιδιαστολή με την χρήση οθονών από τα παιδιά.

Οι γλωσσικές περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται καλύτερα όταν κάποιος διαβάζει μια ιστορία στο παιδί, αντί αυτό να την ακούει ή να τη βλέπει σε μια συσκευή.

Για τη Μάριαν Γουλφ το θέμα είναι τόσο σοβαρό, σε βαθμό που λέει ότι αλλάζει ο τρόπος που το ανθρώπινο είδος αφομοιώνει, χρησιμοποιεί και παγιώνει τη μνήμη. Αυτό που δείχνει η έρευνα παιδιάτρων νευροεπιστημόνων, δηλώνει, είναι ότι οι γλωσσικές περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται καλύτερα όταν η ανάγνωση σε ένα παιδί γίνεται μέσω ανθρώπινης αλληλεπίδρασης –όταν δηλαδή ένας άνθρωπος διαβάζει μια ιστορία στο παιδί, αντί το παιδί να την ακούει ή να τη βλέπει σε κάποια ηλεκτρονική συσκευή– μεταξύ της ηλικίας 0 και 5.

Ένας από τους λόγους έχει να κάνει με την ανθρώπινη επαφή, «τα παιδιά έτσι συσχετίζουν την ανάγνωση με την αγάπη, την τρυφερότητα, το άγγιγμα», λέει. Ένας άλλος λόγος είναι ότι το διάβασμα είναι διαδραστικό. Από το να δείχνεις κάτι στη σελίδα, βοηθώντας το παιδί να καταλάβει την ιστορία καλύτερα, μέχρι το να εξηγείς περαιτέρω, λέγοντας παραδείγματος χάριν «θυμάσαι όταν είδαμε αυτό το ζώο εκεί;». «Το παιδί αλληλεπιδρά συνεχώς με τον άνθρωπο που του διαβάζει, του μιλάει, του τραγουδάει παιδικά τραγούδια, ακόμη κι αυτά βοηθούν μετέπειτα στην ανάγνωση, γιατί το παιδί συνειδητοποιεί ότι οι λέξεις έχουν ήχους», εξηγεί η κ. Γουλφ.

Πόσες φορές την ώρα αποσπάται ένας χρήστης ψηφιακών μέσων και γιατί τα παιδιά λένε τόσο εύκολα «βαριέμαι»;

Οθόνη: παθητική, συνεχώς αποσπά την προσοχή του παιδιού, δηλαδή την αλλάζει

Η οθόνη, σύμφωνα με έρευνες, είναι η χειρότερη επιλογή για την ενεργοποίηση αυτών των γλωσσικών περιοχών, σημειώνει. «Γιατί είναι παθητική, αλλά συνεχώς αποσπά την προσοχή του παιδιού, σε βαθμό που την αλλάζει και μετά το παιδί απαιτεί υπερδιέγερση και συνηθίζει να θέλει να αλλάζει συνεχώς η προσοχή του», συμπληρώνει. Όταν στη συνέχεια πάρεις τη συσκευή από ένα παιδί, θα πει ότι βαριέται. «Στην παιδική ηλικία όταν βαριέσαι –και δεν ξέρεις καν τι θα πει η λέξη– πηγαίνεις να κάνεις κάτι, φαντάζεσαι, δημιουργείς, παίζεις», λέει η κ. Γουλφ. Αλλά τα σημερινά παιδιά ψυχαγωγούνται ψηφιακά για ώρες και ενώ αναπτύσσουν ψηφιακές δεξιότητες, δεν αναπτύσσουν αυτές τις ερευνητικές, δημιουργικές συμπεριφορές.

«Έχουν και πάλι φαντασία, είναι σημαντικό να τονίσω ότι δεν είναι ή το ένα ή το άλλο, δεν λέω να μην έχουμε καθόλου ψηφιακές συσκευές και μόνο να διαβάζουμε βιβλία, αλλά πρέπει η χρήση των οθονών να είναι πολύ προσεγμένη μεταξύ των 0 και 5, και να μη διδάσκουμε ανάγνωση ψηφιακά μέχρι το παιδί να αποκτήσει μια αίσθηση της διαδικασίας της βαθιάς, αναλυτικής ανάγνωσης», τονίζει. Οι εκπαιδευτικοί, συμπληρώνει, θα πρέπει να μάθουν να διδάσκουν ψηφιακή σοφία, πώς να χρησιμοποιούμε τις ψηφιακές συσκευές προσεκτικά, αλλά και για καλό, για προγραμματισμό ή coding, για να συμπληρώνουν ό,τι διαβάζουμε και να εμβαθύνουμε σε κάποιο θέμα, χωρίς να διασπάται συνεχώς η προσοχή μας, χωρίς να είμαστε συνέχεια στα social media.


Διαβάστε Επίσης: Ώρα για δράση! 73 ιδέες για απασχόληση των παιδιών μακριά από τις οθόνες


Θα έχουμε πολίτες που σκέφτονται επιφανειακά

Αν όμως τα παιδιά δεν αναπτύσσουν ερευνητικές, δημιουργικές συμπεριφορές όπως πριν, ποιες είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις; «Είναι πολλές και διαφορετικές. Αναπτύσσουμε από την παιδική ηλικία μια εξάρτηση, μια ευπάθεια στο να πιστεύουμε αντί να σκεφτόμαστε αναλυτικά και κριτικά, κι αυτή θα είναι μια ατυχής εξέλιξη για το είδος μας και για τη δημοκρατία», τονίζει η Μάριαν Γουλφ. «Το πρόβλημα είναι πως θα έχουμε λιγότερους κριτικά και περισσότερους επιφανειακά σκεπτόμενους, αν το μόνο που μαθαίνουν είναι πώς να γλιστρούν το δάχτυλό τους σε μια οθόνη». Φυσικά αναγνωρίζει πως έχει πολλά πλεονεκτήματα το να διαβάζεις ψηφιακά: μπορείς να βρεις γρήγορα αυτό που ψάχνεις ή να διαβάσεις πολύ γρήγορα. Αλλά το «skim-reading», η πολύ γρήγορη επιφανειακή ανάγνωση είναι χρήσιμη μόνο αν έχεις ήδη αναπτύξει έναν εγκέφαλο βαθιάς ανάγνωσης. «Τότε μπορείς να πεις, δεν χρειάζεται να πάω βαθιά εδώ, μπορώ να διαβάσω ρηχά».

Πόσες φορές την ώρα αποσπάται ένας χρήστης ψηφιακών μέσων και γιατί τα παιδιά λένε τόσο εύκολα «βαριέμαι»;

Οι νέοι αποσπώνται περίπου 27 φορές την ώρα, εναλλάσσοντας διαφορετικά μέσα. Αυτό καταστρέφει την κριτική σκέψη.

Όλα αυτά, βέβαια, δεν επηρεάζουν μόνον τα παιδιά. Αναφέρει παραδείγματα απόσπασης προσοχής που όλοι μας έχουμε βιώσει, όπως το να σε αποσπάσει μια διαφήμιση διαβάζοντας ένα ψηφιακό άρθρο ή να σου έρθει ένα μήνυμα όταν διαβάζεις στο κινητό. «Η νεολαία μας», δηλώνει, «αποσπάται περίπου 27 φορές την ώρα, εναλλάσσοντας διαφορετικά μέσα. Αυτό αποτελεί απίστευτο καταστροφέα της κριτικής ανάλυσης, δεν έχεις τον χρόνο να ενεργοποιήσεις τα κομμάτια του εγκεφάλου που θα σκεφτούν βαθιά».

Ένας ακόμη κίνδυνος, υπογραμμίζει, τονίζοντας και πάλι πως η βαθιά ανάγνωση βοηθάει στο να δώσει κανείς τον χρόνο να αναλογιστεί και τις οπτικές άλλων ανθρώπων, αφορά τα echo chambers. «Πιστεύω», αναφέρει, «πως ο διχασμός στη χώρα μου τροφοδοτήθηκε από τις ψηφιακές συσκευές και τα social media, που μέσω αλγορίθμων οδηγούν τον κόσμο σε ό,τι ήδη πιστεύει, οπότε ο αλγόριθμος ενθαρρύνει την παραμέληση των διαφορετικών οπτικών που είναι απαραίτητες για τη δημοκρατία». Η σκέψη λοιπόν δεν διευρύνεται, δεν αναλύονται οι πληροφορίες κριτικά, απλά τις αποδέχεσαι και αυτό σε κάνει ευάλωτο στην παραπληροφόρηση. Αυτός είναι ο κίνδυνος, ότι γινόμαστε ευάλωτοι, επιφανειακοί, επιρρεπείς σκεπτόμενοι. «Είσαι όσο έξυπνος ήσουν πριν», λέει η κ. Γουλφ, «αλλά δεν χρησιμοποιείς το μυαλό σου αναλυτικά».

Ποια είναι η κ. Γουλφ

Η Μάριαν Γουλφ, έχει αφιερώσει την έρευνά της στο πώς ο εγκέφαλος μαθαίνει να διαβάζει. Προηγουμένως διηύθυνε το Κέντρο για την Ανάγνωση και τη Γλωσσική Ερευνα στο Πανεπιστήμιο Ταφτς, ενώ έχει κάνει έρευνα στα πανεπιστήμια Στάνφορντ και Χάρβαρντ. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 160 δημοσιεύσεις που αφορούν την ανάγνωση και τη δυσλεξία, ενώ στα βιβλία που έχει συγγράψει συγκαταλέγονται τα «Αναγνώστη, γύρνα σπίτι: Ο εγκέφαλος της ανάγνωσης σε έναν ψηφιακό κόσμο» και «Ο Προυστ και το καλαμάρι: Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει», το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Πηγή

Συντάκτης: Flowmagazine,

Influence:

Ο στόχος του flowmagazine.gr είναι να προβάλλει τις θετικές ιδέες, δράσεις και πληροφορίες από την Ελλάδα και τον κόσμο…