Ο Καρυωτάκης, χωρίς αμφιβολία ήταν και είναι -καθότι το ποιητικό έργο ζει για πάντα- ένας μεγάλος ποιητής. Ένας ποιητής που …
Ποιήματα για τον Κώστα Καρυωτάκη από τη Μαρία Πολυδούρη
Ο έρωτας της Πολυδούρη για τον Καρυωτάκη είναι μια ιστορία που συνδέεται με πόνο και αγωνία, καθώς η αγάπη της για τον ποιητή, η οποία ήταν γεμάτη πάθος και αφοσίωση, βυθίστηκε στο πένθος και την απόγνωση μετά την αυτοκτονία του.
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.
Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;
Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.
Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.
Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δεν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
Του Καρυωτάκη
«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ’ ηύραν εσύ να λείπης.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου
ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες· γνωρίζαν
το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου
τους δρόμους κι’ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.
Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι’ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.
Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.
Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.
Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα
και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον…
Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ’ είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστία
κι’ όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι’ ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.
Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
(Με της σιωπής τα κρίνα…)
Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε
μέσα στα νικημένα μου τα χέρια
με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε
η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,
Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,
κάτι που είναι αγνοημένο πλέρια,
σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,
εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,
Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.
Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.
Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω
ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.
Μέσα από τα ποιήματα της Πολυδούρη, αναδύεται μια αίσθηση υπέρτατης αγάπης και συναισθηματικής έντασης, η οποία μετατρέπεται σε τραγική και αβάσταχτη απώλεια μετά τον θάνατο του Καρυωτάκη.
Η Πολυδούρη, με το έργο της, αποκαλύπτει τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη με έναν τρόπο που ξεπερνά την απλή ρομαντική αγάπη και εισέρχεται σε σφαίρες υπαρξιακής αγωνίας. Η αγάπη της για τον ποιητή δεν ήταν απλώς μια συναισθηματική ανταπόκριση, αλλά μια βαθιά ένωση, ένα πεπρωμένο που διαπνέει το έργο της με μια εντονότατη αίσθηση θυσίας και ολοκληρωτικής παράδοσης. Η ένταση αυτής της αγάπης αποτυπώνεται στους στίχους της, οι οποίοι κατακλύζουν τον αναγνώστη με την ένταση της συναισθηματικής εμπειρίας και την αδιανόητη θλίψη που βιώνει μετά τον θάνατο του αγαπημένου της.
Η Πολυδούρη κατανοεί την αγάπη ως ένα είδος κάθαρσης, αλλά και ως τραγωδία. Το ερωτικό της πάθος ήταν ανεπανάληπτο και απόλυτο. Δεν αγάπησε απλώς τον Καρυωτάκη, αλλά τον βίωσε σαν ένα πνευματικό και συναισθηματικό καταφύγιο. Μια τέτοια αγάπη ήταν τόσο καθοριστική για την ύπαρξή της, ώστε η απώλειά του να την αφήσει σε μια κατάσταση υπαρξιακής άρνησης, πόνου και αβάσταχτης μοναξιάς.
Τα ποιήματα της Πολυδούρη προσφέρουν μια ανατριχιαστική μαρτυρία για τη ζωή μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, με την αγάπη για τον ποιητή να παραμένει ζωντανή, αλλά γεμάτη πόνο και θλίψη. Στα έργα της, το όνομά του εμφανίζεται σε κάθε στίχο, ενώ η μνήμη του αναβιώνει σε κάθε γραμμή.
Η Πολυδούρη αναφέρεται στην αγάπη της για τον Καρυωτάκη σαν να είναι μια αιώνια καταδίκη. Τα τραγούδια της δεν είναι απλά ποιήματα αλλά θρήνοι για έναν έρωτα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, για μια ζωή που η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να ζήσει πλήρως δίπλα του.
Η θλίψη που την κατακλύζει είναι η θλίψη ενός ανθρώπου που ξέρει πως η αγάπη του δεν μπορεί να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Ο Καρυωτάκης, μέσα από την αυτοκτονία του, φεύγει από τη ζωή της Πολυδούρη, αλλά αφήνει πίσω του μια κληρονομιά απελπισίας και αβάσταχτης απόγνωσης. Η απώλεια δεν είναι μόνο θλιβερή, αλλά αποκτά μια υπαρξιακή διάσταση, αφού η Πολυδούρη βιώνει τον έρωτα όχι μόνο ως έναν προσωπικό σύνδεσμο, αλλά και ως μια εσώτερη ανάγκη που την ολοκληρώνει.
Τα ποιήματα της Πολυδούρη αποτυπώνουν αυτόν τον αβάσταχτο πόνο και την αναπόληση του παρελθόντος, ταυτόχρονα με την αίσθηση ότι η ίδια είναι παγιδευμένη στην απώλεια και στην αδιαφορία της πραγματικότητας. Στον στίχο της «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα», φανερώνεται ότι ο έρωτας για τον Καρυωτάκη έδωσε στη ζωή της έναν σκοπό, αλλά αυτός ο σκοπός τώρα μετατρέπεται σε τραγωδία. Η αγάπη της για τον ποιητή ήταν η κινητήρια δύναμη για την ύπαρξή της, και η απώλεια του την αφήνει με μια αίσθηση αδιεξόδου, ακριβώς όπως ο ίδιος ο Καρυωτάκης ένιωθε στο τέλος της ζωής του.
Η Πολυδούρη, μέσα από τον πόνο της απώλειας, εκφράζει τη βαθιά της πίστη στην αγάπη ως πηγή ύπαρξης, αλλά και τον παραλογισμό της, αφού η ίδια η ζωή της πλέον φαίνεται να είναι άδεια, χωρίς νόημα χωρίς την παρουσία του Καρυωτάκη. Ο θρήνος της γίνεται ταυτόχρονα μια ύστατη αναγνώριση του πόσο ανίκητη είναι η απώλεια, μιας και η αγάπη της, την οποία θεώρησε το πιο σημαντικό κομμάτι της ύπαρξής της, ήταν καταδικασμένη να μείνει ανεκπλήρωτη.
Η ποίηση της Πολυδούρη μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη αναδεικνύει την απογοήτευση και την απελπισία της, αλλά και την τραγική ομορφιά της αγάπης της. Μέσα από τον πόνο και την απώλεια, η ίδια παραμένει πιστή στον Καρυωτάκη, αποτυπώνοντας την ένταση αυτού του αβάσταχτου έρωτα που αναπόφευκτα οδηγεί στην κατάρρευση και την απελπισία, αλλά ταυτόχρονα και στην αιωνιότητα της μνήμης του.