Όταν το υποκείμενο γίνεται αντικείμενο

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Παπαλίτσας

Από τα πρώτα σχολικά μας βήματα μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε το «υποκείμενο» και το «αντικείμενο». Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτοί οι ρόλοι αντιστρέφονται μέσα στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία;

Μία από τις πιο κλασικές ασκήσεις που καλούνται τα παιδιά να αντιμετωπίσουν από τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους ζωής είναι να αναγνωρίσουν το «υποκείμενο» και το «αντικείμενο» μέσα σε μια πρόταση. Πιο συγκεκριμένα, για να υπάρχουν «υποκείμενο» και «αντικείμενο», πρέπει να υπάρχει μια ενέργεια — δηλαδή ένα ρήμα που να δείχνει ότι κάποιος κάνει κάτι. «Υποκείμενο» είναι αυτός που ενεργεί, και «αντικείμενο» είναι εκείνος ή εκείνο προς το οποίο κατευθύνεται η ενέργεια.

Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι ρόλοι αυτοί αντιστρέφονται;

Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της ίδιας της εκπαίδευσης.

Όπως σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, έτσι και στην εκπαίδευση υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το αν οι διαδικασίες που εφαρμόζονται εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι υπάρχουν.

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει πρώτα να ορίσουμε τον σκοπό ύπαρξης της εκπαίδευσης. Έχουν δοθεί πολλοί ορισμοί, αλλά με απλά λόγια, η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία που σου παρέχει γνώσεις που δεν είχες προηγουμένως και σε καθιστά ικανό να τις εφαρμόσεις μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία.

Η εκπαίδευση, λοιπόν, στοχεύει στη διαμόρφωση μορφωμένων ανθρώπων.

Και όπως πολύ εύστοχα είχε πει ο Αϊνστάιν:

«Η μόρφωση είναι ό,τι απομένει όταν ξεχάσει κανείς όλα όσα έμαθε στο σχολείο».

Δυστυχώς, όμως, ακόμη και σήμερα, στα σχολεία κυριαρχεί η στείρα παροχή έτοιμων πληροφοριών. Ακόμη χειρότερα, έχει επικρατήσει η άποψη πως η σχολική αυθεντία παρέχει όλες τις απαιτούμενες γνώσεις που χρειάζονται οι μαθητές για να επιβιώσουν κοινωνικά — και οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή τη συλλογιστική θεωρείται αποτυχία, για την οποία φταίει αποκλειστικά ο μαθητής που δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις.

Έτσι, το πρόβλημα των εκπαιδευτικών μεθόδων μετακυλίεται από το σύστημα στο άτομο. Η σχολική αποτυχία εκλαμβάνεται από τον μαθητή ως προσωπική αποτυχία, ενώ επιτυχία θεωρείται η αριστεία — όχι με την έννοια της εξέλιξης, αλλά της πρωτιάς μέσα από έναν ακραία ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό μηχανισμό.

Κατά συνέπεια, οι μαθητές μετατρέπονται από υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε αντικείμενα, τα οποία απλώς απορροφούν προκατασκευασμένες γνώσεις που αποκτούν μόνο ανταλλακτική αξία στη σύγχρονη κοινωνία. Έτσι διαιωνίζονται μακροχρόνια κοινωνικά προβλήματα και αναπαράγονται υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες, καθώς οι μαθητές διαμορφώνονται έτσι ώστε να καταλάβουν τις «σωστές» θέσεις στο υπάρχον κοινωνικό μοντέλο.

Άλλωστε, αυτό φαίνεται να είναι και ο σκοπός όσων λαμβάνουν αποφάσεις στον τομέα της εκπαίδευσης. Ελάχιστοι κάνουν λόγο για «εκπαιδευτική διαδικασία» — οι περισσότεροι μιλούν για «εκπαιδευτικό σύστημα». Και μόνο η επιλογή αυτής της λέξης αποκαλύπτει μια αντίληψη που θέλει την εκπαίδευση να αποτελεί μηχανιστικό μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου που εφαρμόζεται για δεκαετίες.

Δείτε ακόμα: Δημιουργικότητα: Διδάξτε στα παιδιά σας τη δεξιότητα του 21ου αιώνα 

Γι’ αυτό και στο σχολείο δεν διδάσκονται —αν και όλο και πιο έντονα συζητούνται— μαθήματα όπως η οικονομική παιδεία, η συναισθηματική νοημοσύνη, η προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο, η διαχείριση κατοικίας και ενέργειας, και άλλα κρίσιμα θέματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους νέους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά προβλήματα όπως η οικονομική κρίση, η ενδοοικογενειακή βία, η κλιματική αλλαγή κ.ά.

Η ουσία, όμως, της εκπαιδευτικής διαδικασίας (και όχι του «συστήματος») δεν είναι η αποδοχή του κοινώς αποδεκτού, αλλά η δημιουργική σύνθεση των αποκτημένων γνώσεων ώστε να προκύψει κάτι νέο. Οι μεγάλες ανακαλύψεις που άλλαξαν τον κόσμο γεννήθηκαν όταν κάποιος τόλμησε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του με τρόπο διαφορετικό από τον προκαθορισμένο.

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση:

«Άστο, μην το παιδεύεις. Κάν’ το όπως οι προηγούμενοι, έτσι γίνεται».

Και οι περισσότεροι απαντούν:

«Α, αφού έτσι γίνεται, εντάξει».

Σπάνια θα βρεθεί κάποιος να πει:

«Μα γιατί γίνεται έτσι; Μήπως να το δοκιμάσουμε αλλιώς;»

Λέγεται ότι ο Τόμας Έντισον απέτυχε 1000 φορές πριν καταφέρει να βρει τον τρόπο να ανάψει η λάμπα. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν τα παράτησε, απάντησε:

«Δεν απέτυχα 1000 φορές. Βρήκα 1000 τρόπους που δεν λειτουργούν!»

Αυτό το παράδειγμα δείχνει έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης — έναν δημιουργικό, που στηρίζεται στην αγάπη για τη μάθηση. Δυστυχώς, αυτού του είδους η σκέψη δεν καλλιεργείται στο σημερινό σχολείο.

Δείτε ακόμα: Αλήθεια, το σχολείο σκοτώνει τη δημιουργικότητα; 

Κάθε φορά που οι μαθητές παίρνουν τους βαθμούς τους, όλοι τους εύχονται «καλή πρόοδο». Όμως η πρόοδος δεν έρχεται μέσα από την παθητική αποδοχή, αλλά μέσα από την ενεργητική συμμετοχή, την αμφισβήτηση των αυθεντιών και την έκφραση ερωτημάτων σε ένα δημοκρατικό και συμμετοχικό μοντέλο μάθησης.

Η πρόοδος επιτυγχάνεται μόνο όταν το επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι ο μαθητής — μόνο όταν οι μαθητές, από αντικείμενα, ξαναγίνουν υποκείμενα της μάθησης.

Εσύ τι γνώμη έχεις;

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Παπαλίτσας,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.