“Οίκος Ανοχής” (“L’ Apollodine”)
Το όνειρο χάνεται, αδιάκοπα, βασανιστικά μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας κάποιας φυλακής, ορατής ή και αόρατης. Το τέλος του ρομαντισμού είναι γεγονός. Ο «Οίκος Ανοχής», η ταινία του Μπερτράν Μπονελό, απεικονίζει μια τέτοια φυλακή στο περίφημο παριζιάνικο Πορνείο. Είναι μια ιστορία σκληρή, μα συνάμα τόσο αληθινή, που τη νιώθουμε να διαπερνά κάθε ίντσα της ύπαρξής μας. Η ταινία προβλήθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, αλλά και στις δικές μας Νύχτες Πρεμιέρας τον περασμένο Σεπτέμβρη, και ήρθε η ώρα να αποκαλυφθεί στο ευρύ, Αθηναϊκό κοινό.
Παρίσι, μεγάλο αρχοντικό σπίτι που στεγάζεται το Πορνείο με τα πιο εκλεκτά και πρόθυμα κορίτσια. Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της μετάβασης του 19ου στον εικοστό αιώνα. Άνθρωποι με δόξα, πλούτη, και κατά τα φαινόμενα όλοι τους ευτυχισμένοι, επιζητούν τη συντροφιά μιας γυναίκας. Υπάρχουν δεκάδες απ’ αυτές, τοποθετημένες σαν τρόπαια, στη σειρά, για όλα τα γούστα και τις διαστροφικές τους εκλάμψεις. Απ’ την άλλη, πίσω απ’ τη μάσκα του ζεστού χαμόγελου από μέρους των γυναικών, υπάρχει η αγωνία, η θλίψη, η λαχτάρα της φυγής προς μια άγνωστη κατεύθυνση.
Στο μπορντέλο διακυβεύεται η ίδια τους η ύπαρξη. Ο «Οίκος Ανοχής» είναι το πρόσωπο μιας εποχής που όλο φθίνει, είναι το παράθυρο μιας κάποιας τρυφερότητας, στοργής. Στη ταινία, τρία είναι τα βασικά «πρόσωπα»: Τα δυο πρώτα είναι ο άνδρας και η γυναίκα και η αιώνια διαμάχη τους, μια διαμάχη με τελικό σκοπό την κατάκτηση, τη σαγήνευση του ενός απ’ τον άλλον. Το τρίτο «πρόσωπο» είναι το Παρίσι, ο εξωτερικός κόσμος απ’ τους «τέσσερις τοίχους», ένας κόσμος που μας τον υπενθυμίζει διαρκώς ο Μπονελό, είτε αυτός λέγεται σύφιλη, είτε χρέη, είτε πληγωμένες αγάπες, στην τελική αυτό λέγεται ζωή.
Ο Μπερτράν Μπονελό έχει στοιβάξει τους ηθοποιούς κινούμενους αέναα. Τους έχει αφήσει να «παίξουν» σα παιδιά, τους δίνει τη δυνατότητα να γίνουν κυρίαρχοι του χώρου. Εστιάζει στα πρόσωπα, θέλοντας να καταγράψει το κάθε συναίσθημα που εκλύεται. Χαρακτηριστική σκηνή είναι η παρακάτω: Μια απ’ τις γυναίκες παίρνει να δακρύζει, το πρόσωπο βγάζει μια περίεργη θλίψη, ωστόσο δε βγαίνει δάκρυ, μα …σπέρμα που ξεχύνεται από όλες τις μεριές του ματιού. Ένα πραγματικά σουρεαλιστικό μοτίβο.
Με το τελευταίο της πλάνο, όπου μας δείχνει μια πόρνη του 21ου αιώνα να «ψωνίζει» πελάτες στους μποτιλιαρισμένους δρόμους του Παρισιού, η ταινία μας κλείνει πρόστυχα το μάτι, καταγράφοντας τη σημερινή εμπορεία λευκής σαρκός. Κατόπιν η γυναίκα πλησιάζει τη κάμερα, μας κοιτά κατάματα στα μάτια και συνεχίζει να προχωρά, στο τέλος χάνεται απ’ το πλάνο και οι τίτλοι τέλους παίρνουν θέση στην οθόνη..
«Για να φωτιστεί η νύχτα πρέπει να καούμε πρώτα εμείς», είναι μια φράση που φέρει στα χείλη μια γυναίκα στη δίωρη διάρκεια της ταινίας. Εμείς προτείνουμε να τη φωτίσουμε εμείς οι ίδιοι, δίχως φωτιές και «λευκά» δάκρυα. Ένα τέλος φέρνει μια αρχή, αυτό θα πρέπει να κρατήσουμε απ’ τον «Οίκο Ανοχής».



























