Σίγουρα η πανδημία του κορονοϊού έχει αλλάξει δραματικά την καθημερινότητά μας. Μήπως, όμως, αυτή η αλλαγή σημαίνει ότι ίσως ο …
Οι “ανιχνευτές επαφών” και η δύναμη της πειθούς τότε και τώρα
Οι επιδημίες δεν είναι κάτι καινούργιο. Πώς αντιμετωπίζονταν στο παρελθόν όσοι έπρεπε να τεθούν σε καραντίνα και πώς πείθονταν να το κάνουν;
Πολλές χώρες έχουν προσλάβει “ανιχνευτές επαφών” Covid-19 ως μέρος μιας στρατηγικής “δοκιμής, παρακολούθησης και ανίχνευσης”. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, μεγάλο σώμα εθελοντών έχουν εγγραφεί για διαδικτυακά μαθήματα σχετικά με τις έννοιες και τις μεθόδους που έχουν χρησιμοποιήσει η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Ταϊβάν κατά την πανδημία. Αλλά ενώ τα συστήματα στις τελευταίες χώρες βασίζονται σε downloadable ψηφιακές τεχνολογίες, η εμπιστοσύνη του ΗΒ και των ΗΠΑ βασίζεται στον άνθρωπο/πολίτη. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου 2020, περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι είχαν εγγραφεί για δωρεάν online Covid-19 μαθήματα “ανίχνευσης”, που προσφέρονται από το Johns Hopkins, και περίπου 20.000 άτομα προσλήφθηκαν ως “ανιχνευτές” επαφής στο ΗΒ.
Η αποσαφήνιση των συμπτωμάτων και των τοπικών κατευθυντήριων γραμμών γίνεται με βάση ένα σενάριο και διδάσκεται εύκολα. Αλλά, για να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο/αποτέλεσμα, ο “ανιχνευτής” πρέπει να εδραιώσει μια σχέση με την επαφή, δηλαδή τον άνθρωπο, η οποία απαιτεί διακριτικότητα, υπομονή και ενσυναίσθηση – ιδιότητες που είναι λιγότερο εύκολα διδάξιμες. Ιδιαίτερα στο ΗΒ, εκφράστηκαν ανησυχίες ότι η κατάρτιση χωλαίνει όσον αφορά την καταστολή του φόβου και του άγχους των ανθρώπων που καλούνται να αποκαλύψουν πολύ προσωπικές πληροφορίες. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα: η αδυναμία των “ανιχνευτών” να πείσουν τις επαφές να λάβουν προφυλάξεις μπορεί να αποδειχθεί “δαπανηρή” όσον αφορά την ασθένεια και τον θάνατο.
Ιστορία της επιτήρησης υγείας
Το έχουμε ξανασυναντήσει αυτό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η βακτηριολογία ήταν μια νέα επιστήμη, ένα τεράστιο εργατικό δυναμικό επιθεωρητών υγιεινής συγκεντρώθηκαν στο ΗΒ, που αναγνωρίστηκε ως ηγέτης στη δημιουργία ενός συστήματος κοινοποίησης και επιτήρησης μολυσματικών ασθενειών, απομόνωσης, απολύμανσης και της διαπίστωσης των περιστατικών. Εάν κρίνουμε από το παρακάτω, σήμερα χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο.
Ένα κοινοβουλευτικό έγγραφο απαριθμούσε περισσότερους από 1.400 επιθεωρητές στην Αγγλία και την Ουαλία. Η έκθεση υγείας του Λίβερπουλ για το 1900 απαριθμούσε έναν γενικό επιθεωρητή, έναν αναπληρωτή και 36 γενικούς υγειονομικούς επιθεωρητές. Για να εξασφαλίσουν τη θέση, οι επιθεωρητές έπρεπε να περάσουν εξετάσεις 4 βασικών τομέων: τις νομικές πτυχές της δημόσιας υγείας, φυσικής και χημείας, τις βασικές στατιστικές και τις κοινές δημοτικές πρακτικές υγιεινής.
Ο τελευταίος αυτός τομέας περιελάμβανε κανονισμούς για μολυσματικές ασθένειες. Σύμφωνα με τον Albert Taylor, του οποίου το εγχειρίδιο ως υγειονομικού επιθεωρητή εκδόθηκε πολλαπλές φορές, ο υγειονομικός επιθεωρητής έπρεπε να επισκεφθεί και να επιθεωρήσει το σπίτι κάθε μολυσμένου ατόμου, να μεριμνήσει για την απομάκρυνση του ασθενούς, να αναζητήσει πιθανές πηγές ασθενειών, να προγραμματίσει διαδικασίες απολύμανσης και να ερευνήσει τις επαφές του. Καμία από αυτές τις ενέργειες δεν είχε δοθεί από τις εθνικές αρχές που καθορίζουν τις παραμέτρους για το έργο των επιθεωρητών. Ούτε η επιτυχία σε μια γραπτή εξέταση ήταν επαρκής προετοιμασία για τις δεξιότητες που απαιτούνταν για να πάρει τις πληροφορίες από τους ασθενείς και να πείσει τις επαφές του για την ανάγκη να καραντίνα. Ωστόσο, οι υγειονομικοί επιθεωρητές αναλάμβαναν αυτά τα καθήκοντα και έτσι έπρεπε να καλλιεργήσουν την τέχνη της πειθούς.
Εξουσία, νομοθεσία και άλλοι μέθοδοι “πειθούς”
Καθώς αυξάνονταν οι εξουσίες του εντοπισμού επαφών, απαιτούνταν μια λεπτή εξισορρόπηση για τη θεραπεία των μολυσμένων ατόμων που είχαν ανιχνευθεί. Πρώτα στη Γλασκώβη (1890) και αργότερα σε ολόκληρη τη Σκωτία (1897), θεσμοθετήθηκαν προγράμματα για τη διατήρηση ενός “σπιτιού υποδοχής” ατόμων που είχαν έρθει σε επαφή με μολυσματικές ασθένειες και ζούσαν σε συνωστισμένες κατοικίες. Εκεί λούζονταν, τους έδιναν καινούργια ρούχα και εμβολιάζονταν εάν ήταν απαραίτητο, τους δίνονταν δωρεάν διατροφή και διαμονή και, αν και τους επιτρεπόταν να συνεχίσουν να εργάζονται, έπρεπε να διαμένουν στο σπίτι υποδοχής για τουλάχιστον 14 ημέρες. Αποχωρούσαν μόνο όταν πλέον δεν είχαν συμπτώματα μόλυνσης.
Στην Αγγλία, αντίθετα, οι τοπικές αρχές δεν είχαν τέτοια νομοθεσία και προσπαθούσαν να ελέγξουν τους ασθενείς μέσω της πειθούς – ή αυτού που ισχυρίζονταν ότι ήταν πειθώ. Ένας ιατρικός σύμβουλος υγείας είπε ότι η πειθώ ήταν “ουσιαστικά επιτυχής σε κάθε περίπτωση” και ότι πολλοί άνθρωποι έδιναν συγκατάθεση για καραντίνα πρόθυμα. Αλλά, όπως παραδέχτηκε ο αξιωματούχος, όταν η “πειθώ” δεν δούλευε, οι άνθρωποι έρχονταν αντιμέτωποι με απειλές, π.χ. κλείδωμα στο σπίτι ή κατηγορίες για μόλυνση δημόσιου χώρου
Και η δωροδοκία…
Ένας υπεύθυνος υγείας στο Λονδίνο παραδέχτηκε ότι η τοπική αρχή του “δωροδοκούσε” κόσμο, υποστηρίζοντας ότι “οι £40 ή £50 που δαπανήθηκαν είχαν σώσει τους φορολογουμένους από μερικές εκατοντάδες λίρες, που διαφορετικά θα έπρεπε να δαπανήσουν για τους ασθενείς” Είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε πόσο εκτεταμένες ήταν οι αντισταθμιστικές πληρωμές, συν του ότι όλο αυτό είχε και άλλα προβλήματα: (α) για κάποιες ασθένειες, π.χ. την οστρακιά, οι δωροδοκίες ήταν απαγορευτικά δαπανηρές. Άρα το ποσόν δωροδοκίας (πειθούς) είχε άμεση σχέση με την επικινδυνότητα της ασθένειας· (β) αυτή η “διαχείριση” ατόμων εφαρμόστηκε άνισα. Η σκωτσέζικη νομοθεσία στόχευε ειδικά τους κατοίκους της εργατικής τάξης, καθώς, κατά τον ιατρικό σύμβουλο της Γλασκώβης, οι άνθρωποι αυτοί ήταν “μια απειλή για τη δημόσια υγεία,” και ο κίνδυνος δεν έγκειται στους “μορφωμένους” αλλά στις φτωχότερες τάξεις, που σκόπιμα παρακρατούν πληροφορίες και κάνουν παραπλανητικές δηλώσεις· (γ) κανείς δεν ξέρει ποιες ήταν οι πιο “πειστικές” μέθοδοι “πειθούς”, καθώς οι απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας ήταν κάτι μάλλον συνηθισμένο τότε -όπως άλλωστε και τώρα.
Αυτά τα παραδείγματα από τις πρώτες προσπάθειες εντοπισμού “επαφών” μπορεί να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τα όρια της πειθούς για τον Covid-19. Όπως και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι άνθρωποι με προνόμια και πλούτο έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα για καραντίνα στο σπίτι κ.ο.κ. Αν και ο εξαναγκασμός των ευάλωτων ανθρώπων – που έχουν ελάχιστους λόγους να εμπιστεύονται τις κυβερνητικές παρεμβάσεις – κρύβεται συνήθως πίσω από τις προσπάθειες πειθούς προς το δημόσιο συμφέρον, φαίνεται επίσης ότι οι στρατηγικές που αναγνωρίζουν το πραγματικό οικονομικό κόστος/όφελος της συμμόρφωσης με τα μέτρα δημόσιας υγείας, όπως η καραντίνα, είναι πιο πιθανό να επιτύχουν.
Οι ηγέτες των αρχών του 20ού αιώνα του ΗΒ κατανόησαν αυτήν την πραγματικότητα, δημιούργησαν νόμους για την καραντίνα των επαφών και αποζημίωσαν αυτούς τους ανθρώπους, αναγνωρίζοντας την υπηρεσία τους στην κοινότητα. Αυτοί οι πρώτοι “ανιχνευτές” επαφών είχαν πόρους που τώρα εκλείπουν: το 2020 η ευρεία νομοθεσία για τη διασφάλιση της απομόνωσης και της οικονομικής αντιστάθμισης των επαφών Covid-19 φαίνεται απίθανη.
Τι συμβαίνει σήμερα
Οι σημερινοί “ανιχνευτές” θα θελήσουν να αναπτύξουν ένα δικό τους “σύνολο” κοινοτικών περιουσιακών στοιχείων, ώστε να παρέχουν στον κόσμο πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια, τις τράπεζες τροφίμων και άλλα μέσα στήριξης. Οι πρόσφατες εμπειρίες λιτότητας δείχνουν ότι ακόμη και αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποδειχθεί πολύ λίγη, μια προσπάθεια που ήρθε πολύ αργά και μια ακόμη ένδειξη της απο-επένδυσης των κρατών στους τομείς της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών που θα όφειλαν να παρέχουν. Επί του παρόντος, οι “ανιχνευτές επαφών” Covid-19 καλούνται να κάνουν πολλά περισσότερα — με εμφανώς πολύ λιγότερα και φτωχότερα μέσα — από ό,τι οι ομόλογοι τους του 19ου και 20ού αιώνα. Θα πρέπει, λοιπόν, οι σημερινοί “ανιχνευτές” να είναι πραγματικά πολύ πειστικοί.
Η επιβολή, τα μέτρα, το προσωρινό και το μόνιμο
Και εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά πώς θα “επιβληθεί” αυτή η “πειθώ” και κατά πόσον οι “μέθοδοι” που θα χρησιμοποιηθούν θα είναι (α) ανθρώπινες και (β) από τη στιγμή που αρχίσουν να χρησιμοποιούνται, κατά πόσο θα γίνουν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας μας. Υπ’ όψιν ότι κάθε προσωρινό μέτρο γίνεται αποδεκτό ακριβώς διότι λέγεται προσωρινό, καταλήγοντας συχνά σε μόνιμο, και άρα έμμεσα νόμιμο, ότι παίρνει και άλλες μορφές με την πάροδο του χρόνου (συνήθως οριζόμενες από κάποια συμφέροντα), οι οποίες και αυτές γίνονται αποδεκτές, θεωρούμενες πλέον, εσφαλμένα, ως μια επιπλέον καθημερινότητα, άσχετα πολλές φορές με την αποδοτικότητά τους ή την ανθρωπιά τους.




























