Το ποίημα «Φωνές» του Κ.Π. Καβάφη, γραμμένο το 1904, ανήκει στην κατηγορία των συμβολικών του ποιημάτων και αναδεικνύει με τρόπο …
Οι όλο έγνοια νύχτες του Κώστα Μόντη
Το ποίημα «Νύχτες» του Κώστα Μόντη, από τη συλλογή Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής (1954), αποτελεί μια λιτή αλλά βαθιά υπαρξιακή καταγραφή της ανθρώπινης αγωνίας, που όμως φορτίζεται πολιτικά και ιστορικά όταν διαβαστεί μέσα στο συγκείμενο της Κύπρου του μεσοπολέμου και του αγώνα για Ένωση.
Η χρονιά της έκδοσής του, 1954, αποτελεί κρίσιμη καμπή για την κυπριακή ιστορία: είναι η περίοδος λίγο πριν από την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (1955–1959), αλλά ήδη η κοινωνία κοχλάζει από εντάσεις, εθνική προσμονή και συλλογικό άγχος.
Νύχτες
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής, Λευκωσία 1954.
Το ποίημα χτίζεται γύρω από μια σταθερή ιδέα: την αναπόδραστη συνάντηση με την έγνοια: εκείνο το βάρος που σιωπά όσο ο άνθρωπος δραστηριοποιείται, αλλά επιστρέφει με επιμονή όταν πέφτει η αυλαία της καθημερινότητας. Στο πεδίο της ατομικής εμπειρίας, η «έγνοια» είναι η εσωτερική ανησυχία, ο υπαρξιακός κόμπος, η προσωπική αλήθεια που καταπνίγεται από την κοινωνική δραστηριότητα.
Ωστόσο, σε ένα συλλογικό επίπεδο, η «έγνοια» μπορεί να διαβαστεί ως σύμβολο της ανεκπλήρωτης εθνικής επιθυμίας, της αγωνίας ενός λαού που προσπαθεί να διατηρήσει μια επίφαση κανονικότητας (θέατρα, κέντρα, φίλοι, εργασία), ενώ την ίδια στιγμή σέρνει βαριά την αίσθηση του αδιεξόδου και της ιστορίας που δεν μπορεί πια να αναβληθεί.
Το μοτίβο του μοναχικού ανθρώπου στο κρεβάτι του αποπνέει μια σχεδόν μεταφυσική ένταση, καθώς η έγνοια προσωποποιείται, τον περιμένει, τον ξέρει, και δεν του αφήνει περιθώριο διαφυγής. Όλα τα πολιτισμικά καταφύγια: η κοινωνικότητα, η εργασία, η διασκέδαση, αποδεικνύονται ανεπαρκή μπροστά στην εσωτερική κρίση.
Το 1954 είναι το έτος κατά το οποίο η Ελλάδα, μέσω της κυβέρνησης Παπάγου, προσφεύγει στον ΟΗΕ ζητώντας την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού, γεγονός που θα πυροδοτήσει εντονότατες αντιδράσεις από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς. Η κυπριακή κοινωνία βρισκόταν τότε σε αναμονή μιας σύγκρουσης: η ιδέα της Ένωσης με την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο επιτακτική, η απογοήτευση από τα μέσα του αγώνα (πολιτικά, διπλωματικά) αυξανόταν, ενώ στον ορίζοντα διέγραφε την παρουσία της η προοπτική του ένοπλου αγώνα.
Στο πλαίσιο αυτό, η «έγνοια» του ποιήματος δεν είναι πια μόνο προσωπική. Είναι το άγχος της ιστορίας. Είναι το φορτίο ενός λαού που αναγκάζεται να συνεχίσει τη ρουτίνα της ζωής του, την ώρα που το συλλογικό του πεπρωμένο μοιάζει ασφυκτικό και αδιέξοδο. Η αίσθηση ότι δεν μπορεί να διαφύγει κανείς από αυτή την ιστορική «μοίρα» αποτυπώνεται στις επαναλήψεις του ποιητικού λόγου: «Θα ‘σαι μονάχος / και τότες θα λογαριαστείτε»
Η αναπόφευκτη «επιστροφή στο σπίτι» είναι μια μορφή κρίσιμης επιστροφής στην αλήθεια, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Το κρεβάτι μετατρέπεται έτσι σε θέατρο συνειδητοποίησης, όχι πια ανάπαυσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το ποίημα δεν περιγράφει απλώς μια εσωτερική ψυχική κατάσταση, αλλά μεταβολίζει την ιστορική στιγμή σε εμπειρία οριακή και προσωπική, κάνοντας την ποίηση τόπο συμπύκνωσης της συλλογικής συνείδησης.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “Ελευθερία”, στις 2 Απριλίου 1955.
Η εκφραστική λιτότητα του Μόντη ενισχύει το δραματουργικό φορτίο του ποιήματος. Χωρίς περίτεχνες εικόνες ή ρητορικά σχήματα, χρησιμοποιεί μια σχεδόν προφορική, καθημερινή γλώσσα για να αποδώσει το βάθος μιας κρίσης που δεν χρειάζεται στόμφο. Αυτή η λιτή γλώσσα συνδέεται άμεσα με τον τίτλο της συλλογής, Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής, δηλώνοντας ότι το τραγικό και το μεγάλο συμβαίνουν μέσα στην ταπεινότητα της καθημερινότητας.
Η ποίηση δεν ανήκει στον ηρωισμό ή στο ύψος των πράξεων, αλλά στην αθόρυβη αγωνία της νύχτας, εκεί όπου το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με τον εαυτό του, και κατά προέκταση με την ίδια του την ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής δεν ονοματίζει ποτέ την έγνοια: η σιωπή γύρω από το περιεχόμενό της υποδεικνύει πως είναι τόσο προφανής που δεν χρειάζεται να ειπωθεί, και ταυτόχρονα τόσο πυκνή που δεν μπορεί να ειπωθεί.
Το ποίημα «Νύχτες» λειτουργεί ως μικρογραφία της συλλογικής υπαρξιακής εμπειρίας της Κύπρου λίγο πριν την έκρηξη του αγώνα για ανεξαρτησία και Ένωση. Η «έγνοια» γίνεται σύμβολο της ατομικής και εθνικής κρίσης, και το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι παρά ένας μέσος Κύπριος που, καθώς βυθίζεται στη νύχτα, βρίσκεται αναγκαστικά πρόσωπο με πρόσωπο με τα ερωτήματα που η μέρα κρύβει.
Ο Μόντης δεν υψώνει φωνές, δεν καταγγέλλει, δεν παρακινεί. Επιλέγει αντίθετα την πιο βαθιά μορφή πολιτικής ποίησης: αυτή που μιλά για τον άνθρωπο τη στιγμή της συνείδησης. Και το κάνει σε μια στιγμή της ιστορίας που η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη αποκατάστασης του νοήματος μέσα στην αγωνία.