Στις περισσότερες ευρύτερες οικογένειες υπάρχει ένας τουλάχιστον άνθρωπος με τάση για αλκοολισμό. Η εξάρτηση από το αλκοόλ είναι μια μάστιγα …
Ο αλκοολισμός. Ο εγωισμός. Η βοήθεια.
Θα σας παραπέμψω σε μια ταινία πριν διαβάσετε παρακάτω αυτά που έχω, που νιώθω να πω. «Ο άνθρωπος που ανέβηκε έναν λόφο και κατέβηκε ένα βουνό». Και τι έκανε αυτός; Βρήκε λύση σε ένα «άλυτο» πρόβλημα.
Πώς; Αποφασίζοντας πρωτίστως τι θέλει να κάνει και ζητώντας βοήθεια έπειτα. Ήθελε να προσθέσει ύψος σε έναν λόφο. Ναι, ήθελε. Μπορούσε μόνος του; Όχι. Χρειαζόταν βοήθεια, άλλους ανθρώπους. Να χτίσουν μαζί κάτι ψηλό. Γιατί τον πίεζε κι ο χρόνος, η προθεσμία.
Η προθεσμία που μου έθεσε η μοίρα. Ή κάνω κάτι άμεσα ή πεθαίνω σύντομα κι άδοξα. Μόνος. Ήμουν μόνος εκείνο το απόγευμα που έφυγα. Από το σπίτι, από την οικογένεια που είχα βεβηλώσει. Από φίλους, δουλειές, από όλα. Τα θυσίασα όλα για ένα ποτηράκι ακόμη.
Μπορούσα να κάνω τα πάντα για ένα ποτηράκι ακόμη. Και τα έκανα. Τα πρώτα χρόνια. Κάπου στα 16, δούλευα, είχα λεφτά. Τα δικά μου λεφτά και την δική μου κοπέλα, που μεθυσμένος σ’ ένα πάρτι βρήκα το θάρρος να πλησιάσω. Τότε μπορούσα και η ζωή κυλούσε όμορφα στην αρχή της. Μπορούσα τα πάντα. Έτσι ένιωθα. Αφού πρώτα έπινα το ποτηράκι.
Με ένα ποτηράκι μπορούσα αυτά. Με περισσότερα; Και τα ήπια. Και σαν ενεργός πλέον αλκοολικός δεν μπορούσα να σταματήσω. Και δεν εννοώ για λίγες μέρες, να πάω για δουλειά, να πιω πολύ το βράδυ κτλ. Εννοώ δεν μπορούσα να σταματήσω καθόλου.
Σταδιακά και περνώντας τα χρόνια, ακόμα και για να ανασάνω έπρεπε πρώτα να πιω άλλη μια γουλιά. Άλλη μία από τις χιλιάδες της κάθε μέρας ή νύχτας. Δεν θυμάμαι. Είχα χάσει τον χρόνο ή αυτός κυλούσε χωρίς να πολυνοιάζεται για μένα. Κι αφού έπαιρνα ανάσα, ξανάπινα για να το γιορτάσω.
Ναι, μπορούσα να κάνω τα πάντα πίνοντας. Έτσι νόμιζα. Και τα έκανα. Έκανα τα πάντα για να πιω όμως. Κι όλοι έκαναν τα πάντα για να γλυτώσουν. Να πάρουν αυτοί μια ανάσα. Έγιναν «άσχημα» πράγματα. Πολύ άσχημα.
Κι έφυγα. Και δεν με έψαξε κανείς. Κι έμεινα στον δρόμο για χρόνια. Στα 33 μου. Μ’ ένα μπλουτζίν, ένα άσπρο φανελάκι, ένα σεντόνι κι ένα μπουκάλι νερό. Χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς εμένα. Και μόνο με εμένα για παρέα. Και τις ενοχές. Εγώ τα προκάλεσα όλα. Εγώ, το πιώμα μου και τα «κατορθώματά» μου. Και ήπια κι άλλο. Και για καιρό ακόμα.
Ήπια τύψεις. Και για τις ενοχές και τις πίστεψα. Πίστεψα ότι θα πεθάνω. Και πέθανα. Με σκέπασε ένας λόφος. Ο εγωισμός. Εγώ να πιω, εγώ να περάσω «καλά», εγώ φταίω. Κι ο λόφος έγινε βουνό. Ο φόβος. Δεν θέλω να πεθάνω. Αλλά ζωή είναι αυτή;
Και πίστεψα. Και είπα : «Ή πάρε με ή παρ’ το». Και το βουνό έγινε λόφος. Και τον κατέβηκα πιο εύκολα. Και κάτω από τον λόφο υπήρχαν άνθρωποι. Και ζήτησα βοήθεια. Μερικοί με άκουσαν κι αρχίσαμε μαζί πέτρα – πέτρα να γκρεμίζουμε τα βουνά. Όχι μια κι έξω. Μόνο ένας θεός θα μπορούσε να το κάνει αυτό κι εγώ είμαι άνθρωπος και δη άρρωστος.
Κι έπεσε το βουνό με τον καιρό, ο εγωισμός. Και είπα «δεν ξέρω», «δεν μπορώ» και δέχτηκα την βοήθεια. Για όλα και προς όλα. Η γνώση είναι δύναμη κι εγώ ξέρω να λέω «δεν ξέρω».
Σήμερα μπορώ να κάνω πολλά, αρκεί να ξέρω τι μπορώ εγώ και τι έχουν να προσφέρουν οι άλλοι. Ξέρω να ζητάω και να δέχομαι. Και είμαι ανενεργός αλκοολικός σήμερα. Κι έχω μια νέα ζωή. Μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Θα ζήσω δυο ζωές. Και η δεύτερη είναι γεμάτη εμπειρίες από την πρώτη. Εμπειρίες που τις μοιράζομαι όταν κάποιος κατεβαίνει από το βουνό και μου ζητάει βοήθεια να το σπάσουμε παρέα. Όποιος δεν ζητήσει, δεν το θέλει, θα ζήσει μόνος του στο βουνό του εγωισμού. Και η μοναξιά είναι πικρή. Πολύ πικρή, γαμώτο.