«Ο καιόμενος» του Τάκη Σινόπουλου

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το ποίημα «Ο καιόμενος» του Τάκη Σινόπουλου, από τη συλλογή Μεταίχμιο Β’ (1957), προσφέρει ένα ισχυρό και συγκλονιστικό σχόλιο για την αυτοπυρπόληση, ένα δραματικό φαινόμενο που συνδέεται με την ακραία πράξη διαμαρτυρίας και απελπισίας. Με την εικόνα ενός ανθρώπου που καίγεται, ο ποιητής διερευνά την ένταση της ύπαρξης, τις κοινωνικές παραμέτρους της αποδοχής και της άρνησης, καθώς και τις δυναμικές της αδιαφορίας και του πόνου. Η εντύπωση που αφήνει ο «καιόμενος» εξελίσσεται από το αρχικό σοκ και την απόσταση, στην κατανόηση μιας προσωπικής και, ταυτόχρονα, συλλογικής θυσίας.

«Ο καιόμενος», Τάκης Σινόπουλος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Το ποίημα ανοίγει με τη δραματική εικόνα ενός ανθρώπου που μπαίνει στη φωτιά: «Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απτο πλήθος». Η φράση αυτή αποδίδει την έκπληξη και την αίσθηση του ανείπωτου, αφού το πλήθος δεν περιμένει να δει έναν άνθρωπο να βυθίζεται σε μια τόσο ακραία πράξη. Η φωτιά, ως στοιχείο της απολύτου καταστροφής, συναντά την ανθρωπιά και την αδυναμία, προκαλώντας μια πρώτη αίσθηση ξαφνιάσματος και σοκ.

Η φράση «Ήταν σταλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε» υπογραμμίζει τη διαφορά του «καιόμενου» από τους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι τον αποστρέφονται ή αγνοούν την ύπαρξή του μέχρι τη στιγμή της πράξης του. Εδώ, η αποστροφή από την επικοινωνία του με τους άλλους συνδυάζεται με την τραγική κορύφωση του «καιόμενου», ο οποίος πλέον δεν είναι απλώς ένα άτομο που αποστρέφεται τις κοινωνικές επαφές, αλλά ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί το σώμα του για να μεταδώσει το μήνυμα της αντίστασης ή της απελπισίας του. Είναι σαν να έχει επιλέξει την απόλυτη, αδιανόητη διαμαρτυρία απέναντι σε μια αδιάφορη κοινωνία.

Η φράση «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου», αποτυπώνει την αμφιθυμία του παρατηρητή, ο οποίος καταλαβαίνει τη σοβαρότητα και την ένταση της κατάστασης, αλλά ταυτόχρονα νιώθει αδύναμος να δράσει ή να βοηθήσει. Ο δισταγμός αυτός φανερώνει την εσωτερική σύγκρουση που ανακύπτει σε όποιον παρατηρεί μια τέτοια πράξη: η αδυναμία να σταματήσει τη φωτιά, αλλά και η αίσθηση του φόβου που απορρέει από την υπερβολή και την ακραία φύση του γεγονότος.

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο παρατηρητής σκέφτεται «να τον αγγίξω με το χέρι μου» φανερώνει μια προσπάθεια επαφής με το «καιόμενο» σώμα, αλλά και τη συναισθηματική απόσταση που επιβάλλει ο φόβος και η αβεβαιότητα. Η απελπισία του «καιόμενου» δεν αφήνει περιθώρια κατανόησης από την πλευρά των άλλων, παρά μόνο το σκοτεινό τους δισταγμό.

Ο Σινόπουλος συνδυάζει την εικόνα της φωτιάς με την έννοια της μεταμόρφωσης. Ο «καιόμενος» δεν υποφέρει απλά από την καύση του σώματος, αλλά μετατρέπεται σε κάτι θεϊκό και απόκοσμο καθώς «όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος». Η φωτιά, που στην αρχή φαντάζει ως καταστροφή, γίνεται ένας τρόπος εξύψωσης και μεταμόρφωσης της ύπαρξης. Αυτή η αντίφαση – το να πεθαίνεις για να μεταμορφώνεσαι σε φως – δημιουργεί μια ένταση που χαρακτηρίζει την ποίηση του Σινόπουλου. Το ανθρώπινο σώμα δεν χάνεται, αλλά αποκτά μια υπερβατική διάσταση, καθώς γίνεται «ήλιος», σύμβολο του φωτός και της αλήθειας.

Το ποίημα εξετάζει και τη στάση του πλήθους απέναντι στην πράξη της αυτοπυρπόλησης. Η κοινωνία του ποιήματος είναι διχασμένη: κάποιοι βρίσκονται «μέσα στη φωτιά» και άλλοι παρακολουθούν από την απόσταση του θεατή. Οι «άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε». Εδώ ο Σινόπουλος αναδεικνύει την αποστασιοποίηση της κοινωνίας από την τραγωδία του ατόμου, τη διάσταση του θεατή που αδυνατεί να κατανοήσει την ακραία πράξη διαμαρτυρίας και παραμένει σε ρόλο παθητικού παρατηρητή. Η απομάκρυνση αυτή υπογραμμίζει την αποξένωση και την αδιαφορία που επικρατούν, δημιουργώντας μια σφοδρή κριτική για την κοινωνία.

Το ποίημα «Ο καιόμενος» του Τάκη Σινόπουλου αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές καταγραφές του φαινομένου της αυτοπυρπόλησης στην ελληνική ποίηση, συνδυάζοντας την ακραία πράξη της διαμαρτυρίας με τις βαθιές υπαρξιακές και κοινωνικές ανησυχίες. Ο ποιητής, με τη χρήση της φωτιάς ως σύμβολο και της μεταμόρφωσης του προσώπου, παρουσιάζει τη διάσταση της ύπαρξης σε ακραίες καταστάσεις, ενώ σχολιάζει την αποστασιοποίηση και την αδιαφορία της κοινωνίας απέναντι στον πόνο του άλλου. Ο «καιόμενος» γίνεται μια μορφή εξυψωμένης θυσίας, αποκαλύπτοντας τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στην ατομική εμπειρία και την κοινωνική αδιαφορία.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…