Οι παλαιότερες γενιές, σίγουρα, θυμούνται τον μαγευτικό ήχο που έβγαινε από ένα πικάπ. Σήμερα, μπορεί να ακούνε ένα δίσκο βινυλίου, …
Νοσταλγώντας τα χρόνια της χαράς
Θυμάστε εκείνα τα πάρτι και τις χοροεσπερίδες του σχολείου; Όλοι έχουμε χορέψει στη ζωή μας έστω και μία φορά τότε. Στα πάρτι περιμέναμε ποιος θα μας ζητήσει να χορέψουμε για να δούμε σε ποιον αρέσουμε, γιατί τα αγόρια έδειχναν έτσι την προτίμηση τους. Στη ντίσκο, όταν γινόταν ο χορός του σχολείου, περιμέναμε το μπλουζ για να δούμε αν το αγόρι που μας άρεσε θα μας ζητούσε να χορέψουμε, να δώσουμε το πρώτο φιλί που θα σήμαινε ότι «τα φτιάξαμε»!
Τα χρόνια της αθωότητας ίσως; Εγώ θα πω τα χρόνια στα οποία ζούσαμε την κάθε στιγμή ανέμελα, βήμα-βήμα.
Περιμέναμε να πάμε 16 για να δοκιμάσουμε την πρώτη μας μπύρα, το πρώτο μας τσιγάρο (ήταν της μόδας τότε βλέπετε) και για να πάμε στην πρώτη μας συναυλία! Περιμέναμε να πάμε διακοπές για να ξενυχτήσουμε όλο το βράδυ στα αυτοσχέδια πάρτι στην παραλία. Περιμέναμε το χορό του σχολείου για να βάλουμε τακούνια και το πρώτο μακιγιάζ.
Μετά, περιμέναμε να πάμε 18 για να έχουμε άδεια να πάμε διακοπές με την παρέα μας, να πάμε στα μπουζούκια, να ξενυχτάμε πιο πολύ, να πιάσουμε την πρώτη μας δουλειά για να έχουμε το δικό μας χαρτζιλίκι!
Περιμέναμε πάντα κάτι… δεν θα πω ότι αυτό είναι κακό. Λες και όλα είχαν μία φυσική σειρά! Γιατί, όταν ερχόταν αυτό που περιμέναμε, το ζούσαμε και το απολαμβάναμε σαν να πετυχαίναμε ακόμα μία μικρή νίκη. Τίποτε δεν ήταν δεδομένο και εύκολο για εμάς. Μαθαίναμε από τις προηγούμενες γενιές ότι τίποτε δεν έρχεται στην αγκαλιά σου αν δεν προσπαθήσεις, τίποτα δεν χαρίζεται!
Και όλα ήταν πολύτιμα… οι στιγμές, οι εμπειρίες, όλα!
Θυμάμαι ήταν η πρώτη χρονιά που είχαν καταργηθεί οι ποδιές στο σχολείο και είχε αρχίσει η μόδα και η σύγκριση, ήμασταν στο Λύκειο Θηλέων ακόμα. Εγώ για χαρτζιλίκι δούλευα τα Σάββατα και όταν είχαμε διακοπές από το σχολείο στο κομμωτήριο της θείας της μητέρας μου. Ήθελα να αγοράσω ένα τζιν Benetton, ήταν μάρκα ακριβή τότε! Ζήτησα από τον πατέρα μου στην αρχή τα χρήματα για το τζιν, μέχρι να τα μαζέψω. Ήταν 1.680 δραχμές θυμάμαι, σεβαστό ποσό! Μου λέει εκείνος: «Τι να το κάνεις το τζιν αυτό, την προηγούμενη εβδομάδα σας έφερα τζιν από το εργοστάσιο Levis της Καλαμάτας. Έχεις δύο, δεν χρειάζεσαι άλλο». Απαντώ εγώ: «Μα οι φίλες μου φοράνε Benetton και θέλω να πάρω κι εγώ». «Δεν υπάρχει λόγος να πάρεις μόνο και μόνο γιατί φοράνε οι φίλες σου». «Εγώ θα το πάρω με τα λεφτά μου τότε». «Αν το πάρεις θα στο κόψω κομμάτια με το ψαλίδι!». Σταμάτησα την κουβέντα, αλλά βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. Πέρασε περίπου ένας μήνας και αφού μάζεψα το ποσό περιχαρής πήγα και αγόρασα το παντελόνι. Είχα γαλλικά εκείνη την ημέρα, οπότε άφησα τη σακούλα στο δωμάτιο μου και πήγα στο μάθημά μου. Γυρίζοντας, μπαίνω στο δωμάτιο και βλέπω στο κρεβάτι μου απλωμένο το τζιν, κομμένο λωρίδες! Το είπε και το έκανε! Δίπλα ήταν τα χρήματα που είχα δώσει για να το αγοράσω. Έκλαψα, αλλά όταν βγήκα από το δωμάτιό μου, κατάλαβα το μάθημα. Δεν ήθελε να μου στερήσει τα χρήματα που μάζεψα, ήθελε να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν υπάρχει λόγος να αναζητώ πράγματα που δεν έχω πραγματική ανάγκη μόνο και μόνο για να είμαι αποδεκτή ή να ανήκω κάπου! Να είμαι ο εαυτός μου και να δουλεύω για να καλύπτω τις δικές μου ανάγκες.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που ανήκω στη γενιά που έζησε την εφηβεία της στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Βλέπω τα τελευταία χρόνια, μπαίνοντας στο millennium ότι όλα άρχισαν να τρέχουν… όλα να συμβαίνουν πιο νωρίς, όλα πιο γρήγορα. Όλα είναι πολύ πιο εύκολα και πολύ δεδομένα. Προγραμματισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Χωρίς να τα χαιρόμαστε πραγματικά. Τρέχει το πρόγραμμα και είμαστε υποχρεωμένοι να το ακολουθήσουμε. Ακόμα και οι ημέρες περνούν πιο γρήγορα. «Το άγχος της καθημερινότητας είναι», μου λέει μία φίλη. Όλα τρέχουν, από την ώρα που ξυπνάμε το πρωί αντί να χαρούμε την ανατολή και να πάρουμε μία βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσουμε με κέφι την ημέρα μας, τρέχουμε να τα προλάβουμε όλα. Να προλάβουμε την εργασία, να προλάβουμε τις υποχρεώσεις του σπιτιού, άντε να βρούμε και μία ώρα να πιούμε έναν καφέ ή ένα ποτό με κάποιον φίλο. Και αυτό με ωράριο και βιασύνη. Και μετά κατάκοποι το βράδυ γυρίζουμε σπίτι μας και αναρωτιόμαστε πώς πέρασε η μέρα τόσο γρήγορα. Κοιμόμαστε έναν καθόλου ξεκούραστο ύπνο γιατί το μυαλό μας τρέχει ακόμα και την ώρα που κοιμόμαστε, ξυπνάμε και πάλι από την αρχή! Τα όνειρά μας πια δεν έχουν την μαγεία που είχαν… λες και ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε.
Πόσες φορές σκέπτομαι, αν άφηνα τον εαυτό μου να ζήσει στο συναίσθημα εκείνων των χρόνων μόνιμα, πώς θα ήταν η ζωή μου σήμερα; Δεν έχω καταφέρει να το κάνω ακόμα, όσο και αν έχω προσπαθήσει, να νιώθω την κάθε στιγμή σαν ένα δώρο, σαν μία μικρή νίκη. Να βιώνω την κάθε εμπειρία δυνατά και με όλο μου το είναι!
Υπόσχομαι όμως, την επόμενη ανατολή να την δω κρατώντας ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι, με χαμόγελο και με τη γλυκιά προσμονή μέσα μου για το επόμενο βήμα στη ζωή. Και το δειλινό, μ’ ένα ποτήρι κρασί και μ’ ένα χαμόγελο να γιορτάσω την ημέρα, τη στιγμή, τη χαρά, τη νίκη μου!