Καλλιτέχνης είναι εκείνος που ασχολείται με τουλάχιστον μία από τις παρακάτω τέχνες: αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, θέατρο και …
Μοντιλιάνι: Ο αντισυμβατικός καλλιτέχνης που λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο κανείς
Ο Μοντιλιάνι υπήρξε ο τελευταίος αυθεντικός μποέμ καλλιτέχνης του 20ου αιώνα. Ως ρομαντική και επαναστατική φυσιογνωμία, απαξίωνε το χρήμα και τη δόξα, μένοντας σε μία σοφίτα με παρηγοριά του, τις καταχρήσεις.
Μοντιλιάνι, μια καταραμένη ιδιοφυΐα
Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους Ιταλούς ζωγράφους του 20ου αιώνα. Η άστατη και τραγική ζωή του τράβηξε την προσοχή των απανταχού θαυμαστών του -και μη- όσο σχεδόν και η ομορφιά της τέχνης του. Εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι εκπροσωπώντας μία γενιά καλλιτεχνών, η οποία αντιτάχθηκε στο κατεστημένο, που διαχειριζόταν την τέχνη της εποχής του.
Ο ίδιος ήταν αντισυμβατικός και υπέρμαχος του πειραματισμού, ο οποίος θα κατέλυε τις παραδοσιακές νόρμες της εικαστικής δημιουργίας του παρελθόντος. Άντρας γοητευτικός, με ελκυστική και ευγενική προσωπικότητα, μεταμορφωνόταν ολοκληρωτικά υπό την επήρεια των ναρκωτικών και του αλκοόλ, αποκαλύπτοντας πτυχές του εαυτού του, ιδιαίτερα βίαιες και βάναυσες.
Η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του ταλαιπωρήθηκε από πολλά προβλήματα υγείας, που είχαν ήδη εμφανιστεί από τα παιδικά του χρόνια και που επιδεινώθηκαν δραματικά τα τελευταία, εξαιτίας των καταχρήσεων και του τρόπου ζωής του, ο οποίος άγγιζε συχνά τα όρια της εξαθλίωσης. Έτσι, η ταλαιπωρημένη ψυχική και σωματική του υγεία και οι επιλογές του, τον οδήγησαν σε έναν πρόωρο θάνατο, σε ηλικία μόλις 35 ετών, εντάσσοντάς τον στο πάνθεον των καταραμένων ιδιοφυιών καλλιτεχνών.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι γεννήθηκε στο Λιβόρνο στις 12 Ιουλίου του 1884, από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Την ημέρα της γέννησής του επρόκειτο να γίνει κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας του, λόγω χρεοκοπίας. Εντούτοις, ο πατέρας του βασιζόμενος σε έναν παλαιό νόμο που προστάτευε το κρεβάτι της ετοιμόγεννης, σκαρφίστηκε να φορτώσει την κλίνη της συζύγου του με τα πολυτιμότερα αντικείμενα του σπιτιού. Με αυτόν τον τραγελαφικό τρόπο κατόρθωσε να αποφύγει τους δανειστές του.
Αναμφισβήτητα, η πιο επιδραστική φιγούρα στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του Μοντιλιάνι ήταν η μητέρα του. Η Ευγενία Μοντιλιάνι, ήταν τόσο ισχυρός χαρακτήρας, ώστε να θεωρείται ανεπίσημα, ως η πραγματική αρχηγός της οικογένειας. Αντικομφορμίστρια, μορφωμένη και λάτρης των γραμμάτων και των τεχνών, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, την κριτική της λογοτεχνίας και ίδρυσε ένα πειραματικό σχολείο. Εξαιτίας κυρίως της μητέρας του, ο Αμεντέο μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον διανοουμένων.
Ωστόσο, λόγω της εύθραυστης υγείας του καλλιτέχνη, καθώς είχε προσβληθεί από πλευρίτιδα και τύφο κατά την παιδική του ηλικία, η μητέρα του, του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Έτσι, όταν ανάρρωσε του επέτρεψε να εγκαταλείψει το σχολείο, ώστε να ασχοληθεί μόνο με τη ζωγραφική, που τόσο αγαπούσε.
Επομένως, το 1902 ο ζωγράφος μετακόμισε στη Φλωρεντία για εικαστικές σπουδές. Εκεί, στην Ελεύθερη Σχολή Γυμνού όπου φοίτησε, τελειοποίησε το σήμα κατατεθέν της τέχνης του, τα γυναικεία γυμνά.
Εν συνεχεία, το 1903 πραγματοποίησε αντίστοιχες σπουδές στην κοσμοπολίτικη Βενετία, όπου γνώρισε για πρώτη φορά τα ναρκωτικά. Εντούτοις, οι φιλοδοξίες του νεαρού Αμεντέο δεν περιορίζονταν στα σύνορα της Ιταλίας. Το όνειρο του ήταν να κατακτήσει τη μητρόπολη της τέχνης, το Παρίσι.
Η ζωή στο Παρίσι
Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1906 πήγε να ζήσει στο Παρίσι. Αρχικά, διέμενε στη Μονμάρτη και έπειτα μετέφερε το εργαστήριό του, στο Μονπαρνάς. Το γεγονός ότι μιλούσε γαλλικά, τον βοήθησε να δημιουργήσει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών στη γαλλική Μητρόπολη.
Την επόμενη χρονιά γνώρισε τον πρώτο σημαντικό του συλλέκτη και συνάμα επιστήθιο φίλο του, τον γιατρό Πολ Αλεξάντρ. Μέσω αυτού, συνάντησε τον γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, ο οποίος με την πληθωρική προσωπικότητά του, μύησε τον Μοντιλιάνι στον κόσμο της γλυπτικής.
Μολαταύτα, παρά το γεγονός ότι ο Μοντιλιάνι διέθετε την οικονομική στήριξη του πάτρωνα Αλεξάντρ και τη δυνατότητα να εκθέτει ανά διαστήματα τα έργα του, κατασπαταλούσε τα κέρδη του, με την ταχύτητα του φωτός.
Επιπλέον, εξαιτίας των καταχρήσεων, είχε συχνά βίαιες εκρήξεις, δημιουργούσε καυγάδες, ενώ φημολογείται ότι όταν μεθούσε πετούσε εντελώς τα ρούχα του, μένοντας γυμνός δημοσίως.
Ωστόσο, μετά την κήρυξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυσκολίες και οι στερήσεις που αντιμετώπιζε ο ζωγράφος πολλαπλασιάστηκαν. Εκείνη την εποχή ο ζωγράφος διατηρούσε μία θυελλώδη σχέση με την Αγγλίδα ποιήτρια, Μπίατρις Χέιστινγς, η οποία σημαδεύτηκε από ακραία περιστατικά και άσκηση βίας και από τις δύο πλευρές.
Η μούσα Ζαν Εμπιτέρν και η μοναδική προσωπική έκθεση
Αδιαμφισβήτητα, η γυναίκα που στιγμάτισε τη ζωή και την τέχνη του Μοντιλιάνι ήταν η Ζαν Εμπιτέρν. Η 19χρονη φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, απεικονίζεται σε αρκετά αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του Μοντιλιάνι, σε προσωπογραφίες και γυμνά.
Την ίδια περίοδο, τον Δεκέμβριο του 1917 διοργανώθηκε η πρώτη και μοναδική ατομική έκθεσή του, στην γκαλερί Βέιλ. Παρά ταύτα, οι γυμνές φιγούρες των έργων του τράβηξαν την προσοχή και θεωρήθηκαν χυδαίες και προκλητικές από τις αρχές, με αποτέλεσμα η έκθεση να κλείσει από την αστυνομία, λίγες ώρες αφότου είχε ανοίξει για το κοινό.
Την επόμενη χρονιά κατέφυγε στη νότια Γαλλία με τον καλλιτεχνικό κύκλο του νέου του μέντορα, του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι. Στη Νίκαια το Νοέμβριο του 1918, η Ζαν έφερε στον κόσμο την κόρη τους. Η χρονιά αυτή υπήρξε η δημιουργικότερη της καριέρας του.
Το θλιβερό τέλος
Την άνοιξη του επόμενου έτους, ο Μοντιλιάνι και η Εμπιτέρν επέστρεψαν στο Παρίσι, ενώ ταυτόχρονα περίμεναν την έλευση του δεύτερου παιδιού τους. Εκείνη την περίοδο, οι κόποι του καλλιτέχνη άρχισαν να ανταμείβονται. Οι πίνακες του τράβηξαν την προσοχή των κριτικών και του κοινού, με αποτέλεσμα ο ζωγράφος να γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής. Μάλιστα, σε μία ομαδική έκθεση γαλλικής ζωγραφικής, που διοργανώθηκε στη Mansard Gallery του Λονδίνου, τον Ιούλιο του 1919, όχι μόνο έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές, αλλά και ο πίνακας που πούλησε, έλαβε την υψηλότερη τιμή από όλους τους υπόλοιπους.
Δυστυχώς, όμως η κακή κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, τη στιγμή που η καριέρα του εκτοξευόταν. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1920, στον ήδη επιβαρυμένο από τα ναρκωτικά και το ποτό οργανισμό του, προστέθηκε και η νόσησή του από πνευμονία. Μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο, όπου και έσβησε σε ηλικία 35 ετών.
Την επόμενη μέρα του θανάτου του, η Εμπιτέρν έδωσε τέλος στη ζωή της, μην αντέχοντας την απώλεια του αγαπημένου της. Στη σύντομη ζωή του, ο Μοντιλιάνι κατόρθωσε να συνδυάσει το μεγαλείο της τέχνης του παρελθόντος, με μία πρωτότυπη, μοντέρνα και προσωπική τεχνοτροπία, που έγινε εύκολα αναγνωρίσιμη και συνώνυμη του ονόματος του.
Στην σύγχρονη εποχή, ο Μοντιλιάνι είναι ένας από τους 10 πιο ακριβούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Οι πίνακες του κοστίζουν εκατομμύρια δολάρια και πωλούνται από διάσημους οίκους δημοπρασιών, σε αστρονομικά ποσά. Συγκεκριμένα, το 2015 ο πίνακας «Nu Couché», ο οποίος παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη φορά στην «μοιραία» έκθεση του 1917, πουλήθηκε από τον οίκο Christie’s για 170,4 εκατομμύρια δολάρια στον κινέζο μεγιστάνα Liu Yiqian. Έτσι, ο πρόωρα χαμένος καλλιτέχνης αποτελεί σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της Ιστορίας της Τέχνης.