Κύριος: «Αγαπήσεις και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». (adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({}); «Αγαπήσεις και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Επομένως, …
Μια πασχαλινή ιστορία, μια εξερεύνηση της ανιδιοτελούς αγάπης και αυτοθυσίας
Το βιβλίο “Η θυσία” του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι ένα συγκινητικό πασχαλινό διήγημα για την αγάπη και τη θυσία.
Η θυσία
(Ιστορία Πασχαλινή)
Μια φορά κι έναν καιρό – πάνε τώρα χρόνια – μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στο δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλυτος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…
………………………………………………………………………………………
Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η θυσία, Μπουκέτο, 19/04/1925
Το διήγημα “Η θυσία” του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη δεν είναι απλώς μια αφηγηματική εκδοχή ενός θρησκευτικού γεγονότος, αλλά μια βαθιά φιλοσοφική και ηθική ανάλυση των εννοιών της θυσίας, της αγάπης και της αυτοθυσίας. Μέσα από την απλότητα της αφήγησης, καταφέρνει να αναδείξει τα βαθύτερα μηνύματα της χριστιανικής πίστης και να τα συνδέσει με τη θεμελιώδη ανθρώπινη ανάγκη για αλληλεγγύη και προσφορά.
Αυτή η ιστορία, που διαδραματίζεται σε μια σκοτεινή και αλλόκοτη νύχτα, αναπαριστά την απόφαση του Χριστού να αναλάβει τη θέση ενός προφήτη που οδηγείται προς τον σταυρό. Ο Χριστός δεν είναι απλώς ο θεϊκός σωτήρας που έρχεται για να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά και ο άνθρωπος που ενσαρκώνει την απόλυτη θυσία. Η πράξη Του δεν γίνεται για τη δική Του δόξα ή για την αναγνώριση του έργου Του, αλλά για την αληθινή προσφορά στον συνάνθρωπο. Είναι αυτή η απόφαση του Χριστού να υποστεί το μαρτύριο, να αναλάβει τη θέση του προφήτη και να οδηγηθεί στον σταυρό, που κάνει την ιστορία αυτή μια από τις πιο βαθιές αναφορές στην έννοια της ανιδιοτελούς προσφοράς.
Δείτε ακόμα: Ιησούς: Ιστορικό πρόσωπο;
Η θυσία του Χριστού στο διήγημα είναι ιδιαίτερα συναισθηματική, καθώς δεν πρόκειται για μια θεϊκή εντολή που εκτελείται με υπερφυσική δύναμη, αλλά για μια πράξη ανθρώπινης συνειδητοποίησης και αποδοχής του πόνου, που πηγάζει από την αγάπη και την καλοσύνη. Μέσα από αυτήν την πράξη, ο Χριστός γίνεται η απόλυτη ενσάρκωση της καλοσύνης, η οποία δεν αναζητά ανταμοιβή, αλλά μόνο την προσφορά προς τους άλλους.
Το διήγημα δεν επικεντρώνεται μόνο στη θεϊκή διάσταση της θυσίας, αλλά και στην ανθρώπινη πλευρά του πόνου και του μαρτυρίου. Η σκηνή της πομπής του προφήτη, που συνοδεύεται από την οργή και το πλήθος των ανθρώπων, ενσαρκώνει την απόρριψη του καλού και του αληθινού από την κοινωνία. Οι άνθρωποι, που κάποτε υποδέχθηκαν τον προφήτη με ελπίδες για μια νέα εποχή, τον καταδικάζουν τώρα με σφοδρότητα. Αυτή η ανατροπή, το γεγονός δηλαδή ότι οι ίδιες οι κοινωνίες που αναγνωρίζουν το καλό το καταδικάζουν τελικά, συνιστά ένα βαθύ σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση και την αντίφαση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η αντίθεση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο θρησκευτικό πλαίσιο, αλλά γίνεται σύμβολο της ανθρώπινης τάσης να απορρίπτει το καλό και την αλήθεια όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνικές ή προσωπικές αντιλήψεις. Η θυσία του Χριστού είναι μια ανεπανάληπτη πράξη ελπίδας για την ανθρωπότητα, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν την κατανοούν και δεν την αποδέχονται άμεσα.
Αξιοσημείωτο είναι και το τέλος του διηγήματος, όπου ο Χριστός επιστρέφει στον ουρανό μετά την ανάσταση και συνομιλεί με τον Πατέρα Του. Η αυστηρότητα του Θεού προς τον Χριστό, ο οποίος αποδέχεται την ανθρώπινη θυσία για το καλό των ανθρώπων, αναδεικνύει την ένταση μεταξύ της θεϊκής αθανασίας και της ανθρώπινης προσφοράς. Η συμβουλή του πατέρα προς τον γιο να αποφεύγει τις μικρές «ανθρώπινες» πράξεις θυσίας μας φέρνει αντιμέτωπους με την υπέρβαση των ανθρώπινων περιορισμών και τη θεϊκή σοφία που καθοδηγεί την ανθρώπινη ύπαρξη προς το απόλυτο καλό.
Κλείνοντας, ο Λαπαθιώτης, μέσα από τη μεταφορική αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού, μας καλεί να αναλογιστούμε την έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης και της προσφοράς στον κόσμο. Η ιστορία του Χριστού, ως σύμβολο της απόλυτης θυσίας για το καλό του ανθρώπινου είδους, είναι ένα μάθημα για το πώς η αληθινή θυσία δεν απαιτεί ανταμοιβή, αλλά μόνο την αφοσίωση στην ανθρωπότητα. Επιπλέον, η αυστηρότητα του Θεού, που ζητά από τον Χριστό να αποστασιοποιηθεί από τις «μικρές ανθρωπινές καλοσύνες», μας υπενθυμίζει την υπέρβαση των περιορισμένων ανθρώπινων αντιλήψεων και την ανάγκη για μια πιο θεϊκή και απόλυτη προσέγγιση στο καλό.
Καλό Πάσχα!!!