Μάνος Χατζιδάκις, ένας κατ’ ουσίαν πνευματικός άνθρωπος (Α΄ μέρος)
«Ο πιο νέος από όλους μας. Ο πιο γενναιόδωρος από όλους μας. Τώρα που λείπει χορεύουν τα ποντίκια». Έτσι, περιέγραψε ο Μανώλης Ρασούλης το Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος με τη λάμψη του ήρθε να σαρώσει τα στερεότυπα της συναισθηματικής μας παραζάλης. Η διαδρομή της ξεκινά από το αστέρι του που στέκει ακίνητο και λάμπει πάνω από οχτώ δεκαετίες και είναι άλλοτε ζωηρή κι ανάστατη με στόχο τη λυτρωτική ανατροπή, κι άλλοτε ήσυχη προκαλώντας τη σίγαση του εσωτερικού μας πάθους. Ένας απρόβλεπτος και αντισυμβατικός καλλιτέχνης που οι μόνοι κανόνες στους οποίους πειθαρχούσε μια ολόκληρη ζωή ήταν αυτοί που υπηρετούσαν την έννοια της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.
Θέλησε να γραπώσει την ομορφιά που συναντούσε γύρω του και αυτήν να αναδείξει μέσα από τη σκέψη του, είτε αυτή γινόταν νότες είτε λόγια στο χαρτί, με μια αναρχική τάση να την απομυθοποιήσει. Στο ιδιαίτερό του δωμάτιο που ήταν οι αστερισμοί και η μουσική, δημιούργησε τραγούδια που δεν αποσκοπούσαν στην ατομική εκτόνωση αλλά στην επίπονη διαδικασία της κατάνυξης της προσευχής, σαν αναγκαίο καταπραϋντικό της σκωροφαγωμένης από την καθημερινότητα ύπαρξής μας. Εν τη απουσία του ανασταλτικού φόβου, υπήρξε ο αιώνιος φιλελεύθερος σκεπτόμενος πολίτης που εξέφραζε πάντοτε τις αληθινές του σκέψεις. Έτσι, ανέδειξε πώς το πραγματικό έργο του πνευματικού ανθρώπου οφείλει να περνά διάτρητα τη σφαίρα του υπνωτισμένου ημισφαιρίου του ανθρώπινου εγκεφάλου και να φτάνει εκεί που «το τέρας» κοιμάται, για να το ξυπνά και να το εξαφανίζει.
Ένα τρελό παιδί στην οδό ονείρων
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, σε μια αστική ευκατάστατη οικογένεια. Η μητέρα του ήταν από την Ανδριανούπολη και ο πατέρας του είχε καταγωγή από την Κρήτη. Είχε ακόμα μια αδερφή, τη Μιράντα. Η μητέρα του ήταν η προσωποίηση των γρίφων στη ζωή του, αυτών που τον μετουσίωσαν αργότερα σε ποιητή της μουσικής και του λόγου. Στα πέντε του χρόνια βρίσκει μια δασκάλα του πιάνου και ζητά από τους γονείς του να ξεκινήσει μαθήματα. Με φόντο τους μουσουλμανικούς μιναρέδες και τις ορθόδοξες εκκλησιές που μαρτυρούσαν τη συνύπαρξη δυο λαών σ’ ένα τόπο, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει είναι κάπως διχασμένο, μα με κάποιες σταθερές και αυστηρές δομές και αξίες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, όπου ο Χατζιδάκις παραφέρεται και μιλά άσχημα σε κάποια γυναίκα που έχουν στο σπίτι και τους βοηθά, και ο πατέρας του τον χτυπά για μία και μοναδική φορά και τον βάζει να της φιλήσει τα πόδια. Από τότε μαθαίνει να σέβεται τους πάντες και τα πάντα μέσα στη διαφορετικότητά τους.
Στο σπίτι υπήρχαν αρκετές διαφορές που σύντομα οδήγησαν στο χωρισμό. Σε ηλικία οχτώ ετών χάνει τον πατέρα του, ο οποίος σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες και η απώλεια του ενός γονιού οδηγούν τη λειψή πια οικογένεια στην Αθήνα. Μένουν στο Παγκράτι. Ως έφηβος κάνει διάφορες δουλειές μεταξύ των οποίων παγοπώλης καθώς και εργάτης στο εργοστάσιο της Φιξ, κουβαλώντας καφάσια από μπύρες. Γνωρίζεται με το Νίκο Κούνδουρο και ανακαλύπτουν μαζί τις γωνιές αυτής της μαγικής πόλης, καθώς το αεράκι φυσά στα προσωπά τους. Η φτώχεια περπατάει χέρι χέρι με την αξιοπρέπεια και κάποια στιγμή η μάνα του αποφασίζει να πουλήσει μια βαλίτσα που είχαν, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Πέφτει πάνω στον Κούνδουρο, ο οποίος την αγοράζει θέλοντας να βοηθήσει τον αγαπημένο του φίλο.
Η φλόγα της νεότητος δεν αργεί να τον συνεπάρει και έτσι την περίοδο της κατοχής ενώ βρίσκεται στο 18ο έτος της ηλικίας του γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ. Χωμένος για τα καλά στη δίνη της νεανικής ανταρσίας ως γροθιά στο κατεστημένο και παραβλέποντας τον κίνδυνο του θανάτου, τις νύχτες παρέα με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, επιδίδονταν σε δυνατές φωνές, για να ακούσουν όλοι τα νέα των συμμάχων. Τότε, στα Δεκεμβριανά, είχε την ατυχία να γίνει μάρτυρας μιας συζήτησης κάποιων Ελασιτών, οι οποίοι μιλούσαν με περισσή σκληρότητα και κυνικότητα για τα κατορθώματά τους στη μάχη αλλά και για το πόσους σκότωσαν και με ποιο τρόπο. Τον έναν από τους δυο τον συνάντησε πολύ αργότερα τυχαία ως αστυφύλακα στην ασφάλεια σ’ ένα απότομο λεκτικό συμβάν, ως απόδειξη της αχρείας καταγωγής του, όπου άρχισε πια να αμφιβάλλει για την καθαρότητα των ανθρώπων που αποτέλεσαν κάποτε τη σύνθεση αυτού του κινήματος. Σαν τις τεκτονικές πλάκες που κουνιούνται, έτσι μετατοπίστηκε μέσα του το αίσθημα της εθνικής συνείδησης από τον κίνδυνο μιας σωβινιστικής προσέγγισης στην αναζήτηση του αυθεντικού προσώπου της Ελλάδας, απαλλαγμένου από την υπερβολική και αλαζονική εθνικόφρονα έπαρση.
Ξεκινάει σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παράλληλα κάνει και ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής. Οι παράξενες και όμορφες συγκυρίες της ζωής του ετοιμάζουν το ομορφότερο ψηφιδωτό με κάποιους από τους διαχρονικά σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου, όπως είναι οι Γκάτσος, Ελύτης, Σεφέρης και άλλοι. Πάνω σ’ αυτό ο Χατζιδάκις χορεύει με τα πόδια αλαφιασμένα, τινάζοντας τα χέρια του πότε από εδώ και πότε από εκεί, σε ένα αέναο κυνήγι της αιωνιότητας της τέχνης ενός υψηλού επιπέδου και ταυτόχρονα λαϊκού.
Δείχνοντας από νωρίς την ευγενική και ευαίσθητη φύση του η πρώτη του καλλιτεχνική του εμφάνιση με την ιδιότητα του μουσικού πραγματοποιείται σε κάποια δημόσια νοσοκομεία για τους τραυματίες του αλβανικού μετώπου. Το 1944 η παρθενική του παρουσία ως συνθέτη για κάποια παράσταση στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν είναι η αιτία για να παρακολουθήσει δειλά δειλά κάποια μαθήματα υποκριτικής. Ο Κουν τον αποτρέπει. Η συνάντηση αυτή εξελίσσεται ιδιαιτέρως γόνιμη και επιτυχής μιας και για 15 περίπου χρόνια ο Χατζιδάκις θα μας πλανεύει με τις συνθέσεις του να στολίζουν μεγάλα θεατρικά έργα του παγκόσμιου κλασικού ρεπερτορίου. Την εποχή της έξαρσης της αριστερής του ιδεολογίας, σε κάποια περιοδεία ενός θεατρικού συνέβη μια συμπλοκή με δεξιούς, οι οποίοι δεν δίστασαν να προτάξουν το πιστόλι στο στόμα του και ο ίδιος να χάσει έτσι τα μπροστινά του δόντια. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε αυτή την ιδιαίτερη προφορά.
Μαχόμενος με την ενστικτώδη του παρόρμηση
Το 1946 κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο γράφοντας μουσική για την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» του Μάριου Πλωρίτη, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη. Επρόκειτο για μια αντιστασιακή ταινία , όπου μάλιστα η μουσική της ένεκα των συνθηκών και της ακουστικής του χώρου που ηχογραφήθηκε, παραμορφώθηκε, κάτι το οποίο το ανακάλυψαν δυστυχώς στην πρεμιέρα, ερχόμενοι αντιμέτωποι μ’ ένα άβολο αποτέλεσμα. Ο Χατζιδάκις έχει αρχίσει να τραβά το δρόμο του διαθέτοντας μια δεινότητα στο να ρουφάει σαν σφουγγάρι αλλότριες μελωδίες και να τις αναπαράγει άμεσα με τέτοια πρωτοτυπία, σφραγιζόντάς τες πιο δυνατά από τον γνήσιο δημιουργό τους. Αρχίζει να δημιουργεί μια ειδική σχολή.
Η φιλία του με κάποιον γίνεται ο λόγος που γνωρίζει τα ρεμπέτικα. Το ένστικτό του επηρεασμένο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του είδους που πρωτοστατεί σαν το ελιξήριο της νομιμοποίησης της παράνομης ζωής και της αρχέγονης αμαρτίας ως αναγκαίου κακού της ανθρώπινης φύσης, τον φέρνουν στους δρόμους αυτής της περιθωριακής τέχνης. Αναγνωρίζει σιγά σιγά την αξία της ως μιας δυνατής και αυθεντικής μουσικής έκφρασης. Κάποιο βράδυ βρίσκεται στο μαγαζί που τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κάποιοι επιτήδειοι πλησιάζουν το Χατζιδάκι, για να του κάνουν «τσαμπουκά» και τότε μπαίνει στη μέση ο Βαμβακάρης, ο οποίος, σωματώδης όπως ήταν, τον υπερασπίζεται, λέγοντάς του: «Άλλη φορά θα έρχεσαι και θα κάθεσαι εδώ κοντά μας.».
Το 1947 ο Χατζιδάκις θέλοντας να αποδώσει την αρμόζουσα προσοχή στο παραμελημένο ρεμπέτικο, γράφοντας τη μελωδία για το θεατρικό «Ματωμένος γάμος» σε σκηνοθεσία του Κουν, βάζει στην εισαγωγή ένα τραγούδι του Τσιτσάνη. Δυο χρόνια αργότερα πραγματοποιεί μια εξαιρετική διάλεξη για το ρεμπέτικο είδος παρομοιάζοντάς το με αρχαία τραγωδία και επισημαίνοντας τις λιτές, απέριττες και καθαρές γραμμές του, κάνει λόγο για τη ζωτικότητα που καίγεται, τη ψυχικότητα που αρρωσταίνει και την ωραιότητα που παραμένει. Χαρακτηριστικά λέει: «Από εδώ ξεκινάει η κλασική μουσική, η οποία θα είναι μετά από 200 χρόνια.». Η τοποθέτησή του προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από τον αστικό τύπο και την επιθεώρηση της τέχνης, γεγονός όμως το οποίο τον άφησε παγερά αδιάφορο.
Ο κινηματογραφικός Χατζιδάκις και οι λαϊκές επιτυχίες
Συνεργαζόμενος με σημαντικούς παραγωγούς όπως ο Φίνος και με σκηνοθέτες όπως οι Αλέκος, Σακελλάριος, Ζυλ Ντασέν, Κούνδουρος και άλλοι έγραψε μουσική για πάνω από 80 ταινίες. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σ’ αυτό το δρόμο ήταν κυρίως βιοποριστικοί, γι’ αυτό και ο ίδιος πολύ αργότερα είχε χαρακτηρίσει πολλά από τα τραγούδια του ανόητα λόγω μεγάλης και εύκολης εμπορικότητας. Έτσι, συνέβη και με τη διαφωνία που είχε ως το τέλος της ζωής του με τη Μελίνα Μερκούρη για το περίφημο «Τα παιδιά του Πειραιά». Αποκύρηξε την επιτυχία αυτού του κομματιού, χωρίς να ρίξει ούτε δεύτερη ματιά στο Όσκαρ που του χάρισε παγκόσμια αναγνώριση. Τοποθετώντας ένα σιδηρούν παραπέτασμα ανάμεσα στον εαυτό του και τη δόξα, προκειμένου να σωθεί, την απαρνείται και μαζί μ’ αυτήν και τα δικαιώματα της μουσικής του. Είχε πει: «..σαν να με παντρεύουν με μια γυναίκα που δεν μ’ ενδιαφέρει πια πολύ, τη φήμη..». Θεωρούσε πως ο κόσμος για μεγάλο διάστημα εισέπραξε το εξωτερικό μουρμουρητό γύρω από το τραγούδι και όχι αυτό που ανάβλυζε από μέσα.
Ωστόσο, τα περισσότερα από τα τραγούδια που έγραψε στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του για χάρη της μεγάλης οθόνης υπήρξαν εξαιρετικά λαϊκά κομμάτια. Έφεραν πάνω τους τον προσωπικό του κώδικα που αναμφισβήτητα προσέθεταν κάτι διαφορετικό στην εκτυλισσόμενη ιστορία και δεν υπήρξαν απλώς συνοδευτικά. Φώτισαν τις ερμηνείες των ηθοποιών και σαν χείμαρρος παρέσυραν όλα τα συναισθήματα μιας καρδιάς που κλαίει για μιαν αγάπη που γίνε δίκοπο μαχαίρι και σιγοτραγουδά «..αν μ’ αγαπάς κι είναι όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω..». Είναι η πεμπτουσία της αληθινής ευαισθησίας εκπεφρασμένης μέσα από τις νότες που ξελογιάστηκαν σε μια ένωση μαγική. Η Μερκούρη μας τραγουδά εφτά τραγούδια κι εμείς διαλέγουμε τον καλύτερο σκοπό για να τραγουδήσουμε μαζί με τον Χορν «Ας είναι καλά το γινάτι σου». Και όταν μας παίρνει το μαράζι, εμφανίζεται η Αλίκη Βουγιουκλάκη, το γλυκό κλωτσοσκούφι, για να μας χορέψει και να μας πει όλο σκέρτσο και νάζι «Τράβα μπρος και μη σε νοιάζει, η ζωή μας όλο αλλάζει..».
Αν και αφοσιωμένος κατά πολύ στην κλασική και έντεχνη μουσική, η ικανότητά του να γράφει ζεϊμπέκικα και χασάπικα μας φουρτουνιάζει την καρδιά. Θεωρεί πώς λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που μας «ξεγυμνώνειι» μια στιγμή που δεν μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε το αίσθημα της αποκάλυψης. Ο Κυρ Αντώνης στέκεται στην αυλή του και κάνει όνειρα να ξανανοιχτεί μια μέρα στο πέλαγος το βαθύ να γιατρέψει τον πόνο που έχει στη ψυχή του. Κι ύστερα να ανέβει στα κακοτράχαλα βουνά και σαν ένας αετός χωρίς φτερά να χορέψει τσάμικο. Ο ήλιος φώτισε την καρδιά του κι ύστερα βασίλεψε, έπεσε η νύχτα και ο κυρ Αντώνης όσα ποτέ δεν έζησε τώρα μες στ’ όνειρό του ζει…