“Κι εγώ που είμαι σ’ αυτή την ιστορία;”

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

«Κι εγώ που είμαι σ’ αυτή την ιστορία;»Στην παλέτα των χρωμάτων από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και κυρίως από την πόλη της Γκόριτσα, ο Εμίρ Κουστουρίτσα, ο βραβευμένος σκηνοθέτης με δύο Χρυσούς Φοίνικες στις Κάννες, μας απλώνει το χέρι να κάνουμε παρέα τον περίπλου της ζωής του. Ένα ταξίδι πότε με φουρτούνες και πότε με μπουνάτσες με φόντο την πολιτική και κοινωνική έκρηξη της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, που πέρασε στην ιστορία καθορίζοντας τον χάρτη των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων.

Μέγαλωσε, έβγαλε ρίζες σαν μεγάλο δέντρο και ύστερα καρπούς μέσα σε μια οικογένεια δεμένη με μια μάνα φοβερής αντίληψης, δυναμική, υπομονετική και στοργική και έναν πατέρα με θέση μέσα στο σύστημα της τότε προεδρίας του Τίτο με κομμουνιστικές αντιλήψεις αλλά πατριωτική συνείδηση. Είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο ποτό και στην ελευθερία των νυχτερινών εξόδων, αγαπούσε όμως πολύ την οικογένειά του και είχε έναν άρρηκτο δεσμό τόσο με την γυναίκα του όσο και με τον Εμίρ. Με αφετηρία τα παιδικά του χρόνια, τους φίλους του, τις γειτονιές, τους πρώτους εφηβικούς έρωτες, τους ήρωες-ινδάλματα που από μικρός είχε την τύχη να απολαμβάνει συζητήσεις τους με τον πατέρα του μέσα στο σπίτι του, μας περιγράφει γλαφυρά την εικόνα της παιδικής του ψυχής ως το δρόμο της ενηλικίωσης.

Χρησιμοποιεί δυνατές μεταφορές μέσα από ζωηρές λέξεις. Ταλαντεύεται από τη μια ανάμεσα στον συναίσθημα της ενστικτώδους διέγερσης και χαράς που τον πλημμύρισε, όταν απολάμβανε τα βλέμματα και τα σχόλια εντυπωσιασμού για την κατασκευή του «Τιτανικού» στο δημοτικό και από την άλλη στο σκληρό πολιτικό τοπίο της εποχής με τη βαριά ιστορία των βασανισμένων του Γκόλι Οτοκ που αποσιωπείται και το διχασμό μιας μικροαστικής πνευματικά «παράλυτης» τάξης με ανθρώπους διαφορετικούς αλλά ταυτόχρονα τόσο ίδιους στην ποταπότητα των άγριων ενστίκτων τους.

Κάνει αστραπιαίες μεταφορές του χρόνου και παραπαίει ανάμεσα στη μαγεία της Νέας Υόρκης και των τιμητικών διακρίσεων στις Κάννες και στο φρικτό πρόσωπο του πολέμου με τις βόμβες, ως «Άγγελοι του Ελέους», όπως ονομάστηκαν από τους Αμερικάνους, προκειμένου να ωραιοποιήσουν την ανηθικότητα και την επαίσχυντη πράξη τους με τις μοιραίες συνέπειες να ταλανίζουν έναν ολόκληρο λαό. Δεν διστάζει να μιλήσει ξεκάθαρα, απενοχοποιημένος και χωρίς περιστροφές για όσα έζησε και για όσα τροφοδότησαν τη ροή της πνευματικής του υπόστασης ενώ υπερθεματίζει την παρουσία σπουδαίων ανθρώπων που καθόρισαν το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, όπως ο θείος του και σκηνοθέτης Σίμπα Κρβάβατς, ο αγαπημένος του Φεντερίκο Φελίνι και ο φίλος του Τζόννυ Ντεπ.

Πρόκειται για μια συναρπαστική διήγηση που διαγράφεται η φοβερή του ευστροφία και συνάμα η τρυφερότητα, όταν περιγράφει άλλοτε το αντάριασμα της καρδιάς που οδήγησε τη γιαγιά του στην αυτοκτονία και άλλοτε τη συνωμοσία της ζωής που τον έριξε στην αγκαλιά της γυναίκας του και στην οικογενειακή θαλπωρή με τα δυό του παιδιά.

Ο Κουστουρίτσα με αληθινή γραφή μας οδηγεί να σκεφτούμε και να ξεφύγουμε μαζί μεταφέροντας μας σε αλλιώτικα τοπία σκέψης και ζωής που όμως θα βρούμε κάτι οικείο, την ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου και πάντα να επιστρέφει στα προγονικά εδάφη της γης και κυρίως της καρδιάς του. «Σε ελάχιστα μέρη του κόσμου ο ουρανός και η γη δίνουν τόσο ζουμερά αποτελέσματα! Ενώ δάγκωνα το μήλο, κοίταξα το μικρό σπίτι από κάτω και αναλύθηκα σε δάκρυα…Τα δάκρυά μου αναμειγνύονταν με τη γλυκόπικρη γεύση του ωραιότερου μήλου του κόσμου, ανασταίνοντας τις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.».

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.