Με βάση στατιστικά, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο καλοί στο να καταλαβαίνουμε πότε κάποιος μας λέει ψέματα. Πολλές φορές, …
Η ιστορία της πασίγνωστης μούντζας
Σήμερα θα μιλήσουμε για τη μούντζα που είναι μια χειρονομία διαδεδομένη στον ελλαδικό χώρο, την Κύπρο, αλλά και γενικότερα σε μέρη όπου υπάρχουν Έλληνες της Διασποράς. Αποτελεί υβριστική χειρονομία για τους πληθυσμούς αυτούς.
Κάποιοι τη συγχέουν με το φάσκελο, αλλά ο φάσκελος δήλωνε το μεσαίο δάχτυλο του χεριού και τη σχετική χειρονομία που γίνεται στα Επτάνησα με τη γροθιά σφιγμένη και το μεσαίο δάχτυλο να προεξέχει μεταξύ δείκτη και παράμεσου. Το επτανησιακό φάσκελο έχει ρωμαϊκή (και φυσικά ιταλική) καταγωγή.
Οι Ρωμαίοι, αλλά και οι Αiγύπτιοι και οι Ετρούσκοι, εφτιαχναν σχετικά φυλακτά (που τα κρεμούσαν από το λαιμό ή από την μέση) κατά της στειρότητας. Οι Ρωμαίοι έφτιαχναν και σχετικά φυλακτά και τα κρεμούσαν στον λαιμό ή από τη μέση. Περιέγραφαν μάλιστα την κίνηση ως εξής: «Inserto pollice inter medium et indicem, ita ut pollex ipse insertus emineret, et apparet, reliquis digitis in pugnum contractis». (Βάλε τον αντίχειρα μεταξύ μεσαίου και δείκτη, έτσι ώστε ο ίδιος ο αντίχειρας να παραμένει μέσα, και να εμφανίζεται χωριστά από τα άλλα δάχτυλα μέσα στη σφιγμένη γροθιά) (σε ελεύθερη μετάφραση). Η κίνηση, ακόμα και σήμερα, ονομάζεται «mano in fica» (fig hand, feigenhand εξού και τα fuck, fick dich) αλλά με την πάροδο των αιώνων έχασε την πρωταρχική έννοια και πήρε αντιβασκανικό/προσβλητικό χαρακτήρα.
Το φάσκελο (παλαιότερο «σφάκελο» και «στρούντζος») ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα ως χειρονομία που απεικόνιζε το γυναικείο αιδοίο ή την ερωτική πράξη. Σύμφωνα με κείμενα του Οβιδίου, ο υβριστής δεν είχε τότε ανοιχτά όλα τα δάχτυλα του χεριού, αλλά είχε τεντωμένο τον αντίχειρα και καθέτως προτεταμένο τον δείκτη και τον μέσο, κρατώντας τα υπόλοιπα δύο δάχτυλα κλειστά σε γροθιά. Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτήν τη χειρονομία σύκο και οι Ρωμαίοι στην αρχή νόμιζαν ότι με αυτήν τη χειρονομία οι Έλληνες ξόρκιζαν δαιμονικές δυνάμεις, επειδή σε άλλους λαούς η επίδειξη της παλάμης και η παρόμοια χρήση των δακτύλων ήταν συνυφασμένη με κατάρες και εξορκισμούς. Στην ουσία ήταν βαριά ύβρις και έκφραση περιφρόνησης που επιβίωσε με άλλη μορφή και στο Βυζάντιο.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, το παραπάνω εθιμοτυπικό χρησιμοποιήθηκε με το δικό του τρόπο: Συνηθιζόταν να αφήνουν το αποτύπωμα της ανοιχτής παλάμης αλειμμένης με πίσσα στην είσοδο των οίκων ανοχής, ώστε να γίνει σαφές ότι το συγκεκριμένο σπίτι είναι μαγαρισμένο και θα πρέπει οι άνθρωποι να αποφεύγουν να περνούν ακόμη και απ’ έξω.
Η μούντζα από την άλλη μεριά γίνεται με την παλάμη του χεριού. Ο υβρίζων τείνει το χέρι του προς τον υβριζόμενο και «δείχνει» σε αυτόν την ανοιχτή του παλάμη ενώ τα δάκτυλα του χεριού του είναι τεντωμένα. Ο υβρίζων πρέπει να δίνει την εντύπωση πως κολλάει το χέρι του στο πρόσωπο του υβριζόμενου, όσο μακριά και να βρίσκεται. Προκειμένου να δοθεί έμφαση, κάποιες φορές η μούντζα γίνεται με τα δύο χέρια. Σε αυτήν την περίπτωση οι δύο παλάμες του υβρίζοντος είναι η μία πίσω από την άλλη, ενώ η μπροστινή παλάμη είναι σταθερή και η άλλη πέφτει πάνω της από την πίσω μεριά. Η μούντζα συνοδεύεται συχνά από επιφωνήματα και υβριστικές φράσεις όπως «να!», «όρσε!», «πάρ’ τα να μη σ’ τα χρωστάω» κ.ά.
Η μούντζα περιγράφεται ειρωνικά ως το «παράσημο της ανοιχτής παλάμης». Όσο πιο κοντά στο πρόσωπο του υβριζόμενου πλησιάσει το χέρι, τόσο μεγαλύτερη απαξίωση εκφράζει. Σημειώνεται επίσης ότι συχνά η αντίδραση του υβριζόμενου μπορεί να είναι είτε της ίδιας μορφής (μούντζα), αλλά και πολύ εντονότερη, είτε φραστική, χειρονομία ή και χειροδικία.
Μελετώντας τη ρίζα της λέξης, φαίνεται πως η «μούντζα» αρχικά σήμαινε «μουντό χρώμα», όμως στη συνέχεια σήμαινε «παλάμη λερωμένη με στάχτη». Η κυριότερη θεωρία είναι πως η χρήση της μούντζας ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου. Εφαρμοζόταν ως ποινή σε περιπτώσεις ασήμαντων παραπτωμάτων, όπως οι μικροκλοπές και η μοιχεία. Έδεναν τον κατηγορούμενο σε ένα γαϊδούρι ανάποδα και το περιέφεραν στους δρόμους. Ο δικαστής έβαζε το χέρι του σε στάχτη και λέρωνε (μουντζούρωνε) το πρόσωπο του τιμωρούμενου, διαπομπεύοντάς τον με αυτόν τον τρόπο. Ο δικαστής έβαζε το χέρι του μέσα σε στάχτη και «μουντζούρωνε» το πρόσωπό του θύτη. Με αυτόν τον τρόπο τον διαπόμπευαν και τον στιγμάτιζαν.
Υπάρχει όμως η άποψη ότι η χρήση της μούντζας χρονολογείται πολύ παλιότερα, στην Αρχαία Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, μία χειρονομία αντίστοιχη της μούντζας χρησιμοποιόταν αρχικά στα Ελευσίνια Μυστήρια και συνοδευόταν από κατάρες που απευθύνονταν προς τον «εχθρό», το «Κακό» κ.λ.π., φράσεις δηλωτικές της αποπομπής στο ανάθεμα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η χρήση της μούντζας λένε πως ήταν χαιρετισμός προς τον Ήλιο. Οι αρχαίοι σήκωναν τα χέρια τους με ανοιχτές τις παλάμες προς την πλευρά του ήλιου και έτσι επικαλούνταν τον θεό τους. Επίσης, με αναγωγή στην αρχαιότητα, αναφέρεται πως οι πολεμιστές που νικούσαν στη μάχη, άλειφαν το πρόσωπο των αιχμαλώτων τους που είχαν ηττηθεί, με περιττώματα.
Πάντως, εκτός από υβριστική, η μούντζα είναι και θεραπευτική, καθώς σύμφωνα με ψυχολόγους είναι εκτονωτική κίνηση. Ως αυθόρμητη χειρονομία ρίχνει το άγχος και την καρδιακή πίεση. Όπως σημειώνουν ψυχολόγοι, οι χειρονομίες δείχνουν αυτά που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να ειπωθούν και έτσι αποβάλλονται από τον οργανισμό τα νεύρα και ο αρνητισμός.
Η χειρονομία δεν έχει την ίδια σημασία σε άλλες κουλτούρες:
-Στο Πακιστάν θεωρείται προσβολή, ιδιαίτερα όταν η χειρονομία αυτή συνοδεύεται με την εκφώνηση «Lanat»
-Στον Περσικό Κόλπο όταν χτυπάμε τις παλάμες και των δύο χεριών θεωρείται επίσης προσβολή, ιδίως όταν η χειρονομία αυτή συνοδεύεται από τις λέξεις «Malat Alaik»
-Στην Αμερική, από τη δεκαετία του 1990, μια παρόμοια χειρονομία χρησιμοποιείται με την έννοια του «βούλωσέ το».
-Στη Μέση Ανατολή έχει την ίδια χρήση και σημασία με της Ελλάδας, πιθανόν γιατί αυτό το γεωγραφικό τμήμα ήταν υπό την ελληνορωμαϊκή κυριαρχία για πολλούς αιώνες.




























