Η «Χορτοφάγος» που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Συντάκτης: Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη

Με μια αινιγματική ηρωίδα που αρνείται να φάει κρέας μετά από ένα αλλόκοτο όνειρο, το καθηλωτικό μυθιστόρημα, η «Χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, χάρισε στη συγγραφέα το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2024.

«Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε καν την προσοχή».

Με αυτά τα λόγια ξεκινά το μυθιστόρημα «Η Χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, και με αυτά επιλέγει ο σύζυγος της πρωταγωνίστριας, της ΓιόνγκΧιε, να την περιγράψει. Η ωμή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές.

Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στην πόλη Γκουάνγκτζου της Νότιας Κορέας, σπούδασε Κορεάτικη Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε και το 1995 κυκλοφόρησε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων «A Love of Yeosu».

Στην αρχή του γάμου της, η ΓιόνγκΧιε μοιάζει με μια συνηθισμένη, ήσυχη σύζυγο. Σύμφωνα με τον άντρα της, δεν είχε ιδιαίτερη γοητεία – ο υποτονικός χαρακτήρας της, η ηρεμία και η βολική της προσωπικότητα τού προσέφεραν ένα αίσθημα ασφάλειας. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει για τίποτα μαζί της. Η απουσία αντιδράσεων τη χαρακτήριζε, και εκείνος την ερμήνευε ως εύκολο χαρακτήρα“. Αργότερα, όμως, θα αρχίσει να αναρωτιέται αν αυτή η παθητικότητα κρύβει κάτι βαθύτερο.

Η ρουτίνα του ζευγαριού ανατρέπεται από ένα όνειρο. Η ΓιόνγκΧιε αφηγείται: «Είδα τον εαυτό μου τη στιγμή που έσπρωξα την ψάθινη κουρτίνα και μπήκα μέσα. Εκατοντάδες τεράστια κομμάτια κρέας κρεμασμένα πάνω σε μακριά κοντάρια από μπαμπού… Τα λευκά μου ρούχα ήταν βουτηγμένα στο αίμα».

Εκείνη πάντα περιέγραφε τις νυχτερινές της εικόνες ως «όνειρα» και ποτέ ως «εφιάλτες».

Το επόμενο πρωί, ο άντρας της τη βρίσκει καθισμένη στο πάτωμα, περιτριγυρισμένη από σακούλες σκουπιδιών και τάπερ – είχε πετάξει όλα τα τρόφιμα που περιείχαν κρέας. Από εκείνη τη μέρα, αποφασίζει να μη φάει ποτέ ξανά κρέας. Για τον σύζυγό της, εκείνη είναι η καθοριστική στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά που δεν του σιδέρωσε το πουκάμισο, που δεν τον ξεπροβόδισε, και που αρνήθηκε να υπακούσει.

Η απόφασή της γρήγορα εξελίσσεται. Δεν πρόκειται για μια απλή διατροφική επιλογή. Δεν πηγάζει από ηθικά κίνητρα ή μόδες. Η ΓιόνγκΧιε χάνει βάρος σε επικίνδυνο βαθμό, τρέφεται μόνο με χόρτα και δεν μπορεί πια να ανεχτεί ούτε τη φυσική μυρωδιά του άντρα της. Η στροφή της προς τη χορτοφαγία είναι η πρώτη –ίσως και η μόνη– απόφαση που παίρνει συνειδητά για τον εαυτό της. Πίσω της κρύβεται μια εύθραυστη ψυχή, μια γυναίκα που της επιβλήθηκε σιωπηλά να ζει παθητικά.

Το μυθιστόρημα θίγει με τόλμη θέματα που συχνά αποσιωπούμε: την ψυχική υγεία, την ελευθερία προσωπικής επιλογής, την κοινωνική συμμόρφωση και τα όρια παρέμβασης όταν κάποιος βλάπτει τον εαυτό του. Θέτει το ερώτημα: «Έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε όταν κάποιος γίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του;» Και αν ναι: «Μέχρι ποιο σημείο;»

Η «Χορτοφάγος» μάς προσκαλεί να ξαναδούμε με άλλο μάτι τα άτομα που παλεύουν με ψυχικές δυσκολίες και να αναζητήσουμε τρόπους να σταθούμε πλάι τους, με κατανόηση και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Τον Οκτώβριο του 2024, η Χαν Γκανγκ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για την «έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». Η ίδια, ωστόσο, αρνήθηκε να γιορτάσει την απονομή, δηλώνοντας: «Με τον πόλεμο να εντείνεται και τους ανθρώπους να μεταφέρονται νεκροί κάθε μέρα, πώς μπορούμε να κάνουμε μια γιορτή ή μια συνέντευξη Τύπου;»

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται από το 1901 και η Χαν Γκανγκ είναι μόλις η δέκατη όγδοη γυναίκα που το κατακτά. Άλλα γνωστά έργα της περιλαμβάνουν:
«Φυσάει αέρας, πήγαινε» (2010), «Μάθημα ελληνικών» (2011), «Η σαλαμάνδρα της φωτιάς» (2012).

Συντάκτης: Γιώτα Ευθυμούδη Μηνούδη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.