Η εξέγερση της ύλης και η μνήμη της φύσης: Ανάγνωση στο ποίημα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Στο ποίημα, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου ανατρέπει την οικειότητα του οικιακού χώρου, υποβάλλοντας ένα σκοτεινό, σχεδόν μεταφυσικό τοπίο, όπου τα έπιπλα δεν είναι απλώς αντικείμενα, αλλά φορείς μνήμης, βουβής παρακολούθησης και ύπουλης εξέγερσης. 

Το οικείο γίνεται απειλητικό, το αδρανές μετατρέπεται σε ζωντανό και τελικά, το τεχνητό ξαναζητά τη φυσική του προέλευση. Το ποίημα αποτελεί μια αλληγορία για τη βία της μεταμόρφωσης, την επιβίωση της μνήμης στην ύλη, και ίσως μια υπόγεια υπενθύμιση για την αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Φωτιά στο δάσος φώναξε πριν γίνει δέντρο

……………………………………………………………….

Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή

από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν

σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή

γυαλάδα τους

τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ’ το σώμα σου

ταΐζουν μ’ αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα

τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό

ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά

με δόλο από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν

ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά

θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα η μνήμη τους

κοιμάται πράσινη παντού

— ξυπνάει

όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος

Το σκοτωμένο αίμα (1982)

Η πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζει τα έπιπλα ως «υπάκουα ζώα», μια εικόνα που συγχωνεύει την τεχνική κατασκευή με το ζωικό βασίλειο. Στην αρχή είναι ακίνητα και παρατηρούν. Η σχέση που περιγράφεται είναι αυτή της σιωπηλής παρακολούθησης: τα έπιπλα απομνημονεύουν τις κινήσεις του ανθρώπου, «ταΐζουν» τα σπλάχνα τους με τη μορφή του, απορροφούν και καταγράφουν σαν να αποκτούν σταδιακά συνείδηση. Αυτή η διαδικασία έχει κάτι από τη μυθολογία της εκδίκησης της ύλης: ό,τι κόπηκε, σμιλεύτηκε, βιδώθηκε, φαίνεται να μαζεύει μέσα του την ενέργεια για μια ενδεχόμενη έκρηξη. Η επιφανειακή γυαλάδα («στιλπνή ή θαμπή») είναι η μόνη ορατή ένδειξη, κάτω από αυτήν, όμως, συντελείται ένας υπόγειος μετασχηματισμός.

Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1999), Δάσος (1930)

Τα έπιπλα, με τον καιρό, «αγριεύουν». Τρίζουν, γαυγίζουν, κοιτούν από την κλειδαρότρυπα, απαιτούν τη φωτιά. Πρόκειται για αντιστροφή της σχέσης δημιουργού και δημιουργήματος: ο άνθρωπος που έκοψε το δέντρο, που έπλασε το τραπέζι και τη ντουλάπα, τώρα παρακολουθείται και απειλείται από τις ίδιες τις δημιουργίες του. Το ποίημα αποκτά σχεδόν ένα γοτθικό τόνο, όπου η νύχτα ξυπνά τις σκιές, και οι σκιές είναι κατασκευασμένες από την ίδια την ιστορία του ανθρώπου με τη φύση: την κοπή, τη μετατροπή, την υποδούλωση της ύλης.

Η επαναλαμβανόμενη λέξη «φωτιά» δεν είναι απλώς εργαλείο καταστροφής αλλά και πράξη απελευθέρωσης. Η φωτιά που ζητούν τα έπιπλα δεν είναι αυτοκαταστροφή, είναι η επιθυμία επιστροφής στη φυσική κατάσταση, στην προγενέστερη μορφή τους. Η φράση «θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα» υπογραμμίζει την επιμονή της φυσικής μνήμης μέσα στην επεξεργασμένη ύλη. Η φωνή τους είναι υποδόρια και διαρκής («η μνήμη τους κοιμάται πράσινη παντού»).

Το φινάλε του ποιήματος, με την εμφάνιση του ξυλοκόπου, λειτουργεί σαν μοιραία επιστροφή στο σημείο μηδέν: ο ξυλοκόπος, ως συμβολικό πρόσωπο, ενσαρκώνει την αρχή της βίας. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που παρεμβαίνει στη φυσική ακεραιότητα του δέντρου και το μετατρέπει σε έπιπλο. Όμως, εδώ, παρουσιάζεται σαν εφιάλτης: η πράσινη μνήμη των επίπλων ξυπνάει όταν αυτός τινάζει τα μαλλιά του, σχεδόν σαν να τον οσμίζονται, σαν να επανέρχεται στη συλλογική τους ανάμνηση σαν ένας φανταστικός, τρομακτικός πατέρας. Η εικόνα είναι σχεδόν κινηματογραφική: ένας κόσμος που έχει φτιαχτεί για να σιωπά, αρχίζει να μιλάει, να γαυγίζει, να απαιτεί δικαίωση. Και η ανθρώπινη φιγούρα, παρούσα αλλά παθητική, χάνει τον έλεγχο. Η ανατροπή είναι πλήρης: από δημιουργός γίνεται παρατηρούμενος, από κυρίαρχος μετατρέπεται σε απειλούμενος.

Φερεκείδης Νικόλαος, Δάσος, 1914, Εθνική Πινακοθήκη

Το ποίημα του Παπαγεωργίου μπορεί να διαβαστεί και ως οικολογικό σχόλιο, ένα είδος υπαρξιακής αλληγορίας για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την ύλη. Η επιθυμία των επίπλων να επιστρέψουν στην κατάσταση του δέντρου, η αφύπνιση της μνήμης, η επιθετικότητα που προκαλεί η μετατροπή τους από ζωντανή σε τεχνητή μορφή, όλα παραπέμπουν σε μια νοσταλγία της φύσης, που όμως έχει μεταλλαχθεί σε βία και ανάγκη επανένωσης μέσω της φωτιάς.

Το ποίημα αντλεί δύναμη από την έντονη προσωποποίηση και από τον ήσυχο τρόμο που μεταφέρει: τίποτα μέσα στον κόσμο του δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι αθώο. Το ίδιο το σπίτι, με τα έπιπλά του, γίνεται φορέας απειλής. Ο οικείος χώρος γίνεται ξένος και η ακινησία κρύβει μια βαθιά μνήμη που κάποτε θα ξυπνήσει.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, με το συγκεκριμένο ποίημα, δεν μιλά απλώς για τη ζωή των αντικειμένων, μιλά για τη μνήμη της ύλης, για το τραύμα της μεταμόρφωσης, για την επιστροφή του καταπιεσμένου. Το ποίημα είναι ένα μοντέρνο παραμύθι τρόμου, μια ποιητική οικολογία, και ταυτόχρονα ένας ψίθυρος από τα έγκατα της καθημερινής ζωής, που υπενθυμίζει ότι πίσω από κάθε πράγμα που χρησιμοποιούμε, υπάρχει μια ιστορία κομμένη, σμιλεμένη, αλλά ζωντανή. Το δέντρο φωνάζει φωτιά, όχι όταν καίγεται, αλλά πριν καν υπάρξει και αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό και πιο ποιητικό σημείο του κόσμου που χτίζουμε.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…