Η «Αποκριά» του Μίλτου Σαχτούρη ως ποιητικό τοπίο της μεταπολεμικής διάλυσης

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το ποίημα «Η Αποκριά» του Μίλτου Σαχτούρη, γραμμένο το 1952 και ενταγμένο στη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, συνιστά μια από τις πιο συγκλονιστικές συνομιλίες της ελληνικής ποίησης με την εμπειρία του πολέμου και της εμφυλιακής καταστροφής

Μέσα από ένα εικαστικά φορτισμένο, σχεδόν παραμυθητικό τοπίο, ο Σαχτούρης δεν αναπλάθει απλώς ένα στιγμιότυπο ερημιάς, αλλά οικοδομεί έναν ποιητικό χώρο όπου η γιορτή έχει ακυρωθεί εκ θεμελίων και η μνήμη της έχει μετατραπεί σε φάντασμα που περιφέρεται μέσα σε έναν κόσμο ψυχρής εχθρότητας και υπαρξιακού κενού.

Η Αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή

η αποκριά

το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους

όπου δεν ανάπνεε κανείς

πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό

κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους

που τους είχαν ξεχάσει

έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος

μάτωνε τις καρδιές

μια γυναίκα γονατισμένη

ανάστροφε τα μάτια της σα νεκρή

μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο

εν δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι

αποκριάτικο

γεμάτο μίσος

το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα

μαχαιρωμένο

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή

η αποκριά.

Μίλτος Σαχτούρης, Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952.

Η αποκριά, θεματικός άξονας του ποιήματος, παρουσιάζεται ως απομεινάρι ενός κόσμου που έχει καταρρεύσει και πλέον διατηρείται μονάχα ως ανάμνηση απούσα και ως μορφή που δεν καταφέρνει να συγκροτήσει ούτε καν την ψευδαίσθηση ζωής. Η πρώτη στροφή, επαναλαμβανόμενη και στο τέλος του ποιήματος, θέτει ήδη το πλαίσιο αυτής της απουσίας, τονίζοντας την απόσταση ανάμεσα στο παρόν του ποιήματος και σε μια παλαιότερη εποχή στην οποία η αποκριά μπορούσε ακόμα να συμβεί. Ο ποιητής είναι σαν να μιλάει για μια γιορτή που ανήκει πλέον σε κάποια άλλη διάσταση, από την οποία ο αναγνώστης είναι αποκλεισμένος.

Οι εικόνες που συγκροτούν το ποιητικό τοπίο είναι ισχυρές και ταυτόχρονα λιτές. Το γαϊδουράκι που περιφέρεται στους άδειους δρόμους φέρει την ανάμνηση μιας λαϊκής πανήγυρης, όμως μέσα στο πλαίσιο του ποιήματος μοιάζει περισσότερο με κατάλοιπο μιας ζωής που εγκαταλείφθηκε βίαια. Η πόλη δεν είναι πια κατοικημένη, δεν έχει φωνές ή πρόσωπα, αλλά μονάχα αντικείμενα και σιωπές, και η αίσθηση της εγκατάλειψης εντείνεται μέσα από την παρουσία των παιδιών που εμφανίζονται ως οράματα ή σκιές, κινούνται προς τον ουρανό και ύστερα επιστρέφουν για να ανακτήσουν τους χαρταετούς τους, σύμβολο της παιδικής τους αθωότητας. Το γεγονός ότι αυτή η κίνηση περιγράφεται ως μια στιγμιαία μόνο επιστροφή προσδίδει στο ποίημα έναν τόνο βαθιάς μελαγχολίας, καθώς φανερώνει ότι ακόμη και οι μνήμες της χαράς επιστρέφουν μονάχα ως θραύσματα, για να αποσυρθούν ξανά στο κενό από το οποίο προήλθαν.

Ιδιαίτερα δυνατή είναι η εικόνα του χιονιού, το οποίο μεταμορφώνεται σε «γυάλινο χαρτοπόλεμο» και προκαλεί αιμορραγία στις καρδιές των ανθρώπων. Με τη μεταφορά αυτή, το σύμβολο της γιορτής αντιστρέφεται και μετατρέπεται σε αιχμηρό αντικείμενο πόνου. Το χιόνι πλέον δεν έχει καμία αθωότητα, δεν προσφέρει κανένα περιθώριο παιχνιδιού ή ανακούφισης. Αντίθετα, η ύλη του έχει υποστεί «σκλήρυνση», σαν να έχει περάσει μέσα από έναν κύκλο απώλειας και μίσους, και επιστρέφει τώρα για να πληγώσει εκείνους που θα έπρεπε να χαρούν.

Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η μορφή της γονατισμένης γυναίκας με τα ανεστραμμένα μάτια. Η στάση της παραπέμπει σε απόγνωση, όμως ταυτόχρονα η αντιστροφή του βλέμματος δημιουργεί μια εικόνα αποστασιοποίησης και αφασίας, σαν να έχει πλέον αποκοπεί κάθε σύνδεση ανάμεσα στο σώμα και στον εξωτερικό κόσμο. Η γυναίκα αυτή δεν θρηνεί πια με φωνή, δεν αναζητά παρηγοριά ούτε ανταπόκριση. Έχει εισέλθει σε μια κατάσταση ακινησίας που μοιάζει με εσωτερική νέκρωση, σαν να έχει αποδεχτεί ότι κανένας θεσμός, καμία συλλογική μορφή ή αφήγηση δεν μπορεί πλέον να δικαιώσει τον πόνο της.

Το μόνο στοιχείο που παρουσιάζει ρυθμική επανάληψη μέσα στο ποίημα είναι η πορεία των στρατιωτών. Το βηματισμό τους χαρακτηρίζει μια απρόσωπη ακρίβεια, και η εικόνα των «παγωμένων δοντιών» τους υποδηλώνει ένα είδος σιωπηλής αλλά διαρκούς βίας, η οποία δεν προέρχεται μόνο από την πράξη αλλά και από την καθαρή παρουσία της εξουσίας που βαδίζει, επιβάλλεται και οργανώνει τον κόσμο με βάση τον τρόμο. Η κίνηση αυτή δεν έχει σκοπό ούτε προορισμό, είναι όμως αμείλικτη, και διατηρεί μια σχεδόν τελετουργική διάσταση, σαν να αποτελεί πλέον μέρος ενός κανονικού τρόπου ζωής που έχει πλήρως ενσωματωθεί στην καθημερινότητα του φόβου.

Στην τελευταία στροφή του ποιήματος, η παρουσία του φεγγαριού αποκτά παραμορφωμένη υπόσταση. Δεν προσφέρει φως ή καθοδήγηση, δεν παρακολουθεί από ψηλά τον ανθρώπινο πόνο με συμπόνια ή σιωπή. Αντιθέτως, γεμίζει μίσος, αποκριάτικο και δεμένο, μαχαιρωμένο και ριγμένο στη θάλασσα, γίνεται και το ίδιο θύμα ενός αφανούς εγκλήματος. Η εικόνα αυτή καταλύει κάθε δυνατότητα συμβολισμού ή υπέρβασης. Το φεγγάρι, που σε άλλες ποιητικές παραδόσεις θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συνομιλητής της ανθρώπινης ψυχής ή ως μάρτυρας της απόγνωσης, εδώ βυθίζεται στο βυθό της βίας και του παραλογισμού, ακολουθώντας την ίδια μοίρα με τους ανθρώπους που έχει εγκαταλείψει.

Το γεγονός ότι το ποίημα επιστρέφει στην αρχική του στροφή και την επαναλαμβάνει αυτούσια ενισχύει την αίσθηση ότι το τραύμα δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ούτε να αφηγηθεί σε γραμμική πορεία. Η κυκλική δομή δεν υποδηλώνει επιστροφή αλλά ακινησία, σαν να εγκλωβίζεται η φωνή του ποιητή σε μια επανάληψη που ανακυκλώνει αδιάκοπα την απουσία νοήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ίδια η ποίηση παύει να είναι λόγος αποκάλυψης ή σωτηρίας και μετατρέπεται σε καταγραφή της σιωπής, σε ακούσια κατάθεση μιας αδυναμίας.

Η «Αποκριά» δεν είναι μια αλληγορία, αλλά μια ποιητική πράξη βαθιάς απόγνωσης, όπου ο εορτασμός έχει πλέον αποσυνδεθεί από την εμπειρία της κοινότητας και της ζωής και έχει γίνει ένας θολός, ματωμένος καθρέφτης μιας πραγματικότητας κατακερματισμένης. Στο έργο αυτό, ο Σαχτούρης δεν φιλοδοξεί να εξηγήσει ή να παρηγορήσει. Καταθέτει έναν λόγο λιτό και κοφτερό, φτιαγμένο από εικόνες που δεν προσφέρουν λύσεις αλλά αναγκάζουν τον αναγνώστη να παραμείνει μέσα στην έκταση του τραύματος, εκεί όπου κάθε προσπάθεια για επιστροφή στην κανονικότητα μοιάζει προδοσία.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…