Σε μια ειλικρινή και αποκαλυπτική συνέντευξη στον Δαυίδ Ναχμία για την ΕΡΤ, από την οποία παρατίθενται εδώ τα πιο αξιοσημείωτα, …
Η σιωπηλή φθορά του χρόνου στο ποίημα «Οι μέρες και οι νύχτες μου» του Μιχάλη Γκανά
Η σιωπηλή φθορά του χρόνου στο ποίημα «Οι μέρες και οι νύχτες μου» του Μιχάλη Γκανά
Το ποίημα «Οι μέρες και οι νύχτες μου» του Μιχάλη Γκανά είναι ένα βαθιά προσωπικό και υπαρξιακό έργο, το οποίο εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο, την απώλεια και την αβεβαιότητα της ύπαρξής του.
Η ποίηση του Γκανά χαρακτηρίζεται από την έντονη αίσθηση της μοναξιάς και της μοναδικότητας του ατόμου απέναντι στο αχανές και αδιάφορο σύμπαν, και αυτό αποτυπώνεται έντονα και σε αυτό το ποίημα.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΥ
Οι μέρες κι οι νύχτες μου
κι όλος ο χρόνος που πέρασε.
Αφημένος εδώ
ένα τίποτε ή ένα σημάδι
κάτω από το γλόμπο του ήλιου.
Καίει το σκοτάδι αθόρυβα
καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου.
Όλα τούτα
προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;
Μαύρα Λιθάρια, 1980
Το ποίημα «Οι μέρες και οι νύχτες μου» του Μιχάλη Γκανά αποτελεί μια λιτή αλλά βαθιά υπαρξιακή καταγραφή της σχέσης του ανθρώπου με τον χρόνο, τη μνήμη και την έννοια της παρουσίας ή της απουσίας του ίχνους του στον κόσμο. Με ύφος σχεδόν ψιθυριστό και χωρίς καμία επιτήδευση, ο ποιητής καταφέρνει να θέσει το θεμελιώδες ερώτημα: έχει σημασία η ύπαρξή μας ή χανόμαστε σιωπηλά, χωρίς να αφήνουμε κανένα αποτύπωμα;
Το ποίημα ξεκινά με την απλή αναφορά στον χρόνο που πέρασε: «Οι μέρες κι οι νύχτες μου / κι όλος ο χρόνος που πέρασε». Δεν υπάρχει εξιδανίκευση του παρελθόντος, καμία αναφορά σε αναμνήσεις ή συναισθήματα. Μονάχα η καταγραφή του περάσματος του χρόνου – απρόσωπα, σχεδόν μηχανικά. Ο χρόνος εδώ δεν είναι φορέας εμπειριών ή νοήματος, αλλά κάτι που φεύγει. Μια απώλεια.
Αμέσως μετά, ο ποιητής τοποθετεί τον εαυτό του στον χώρο: «Αφημένος εδώ / ένα τίποτε ή ένα σημάδι / κάτω από το γλόμπο του ήλιου». Η λέξη «αφημένος» δηλώνει παθητικότητα, εγκατάλειψη, σαν να βρίσκεται σε ένα τοπίο χωρίς έλεγχο, χωρίς σκοπό. Το δίπολο «τίποτε ή ένα σημάδι» θέτει την αμφιβολία της ύπαρξης: είμαστε όντως παρόντες ή νομίζουμε ότι αφήνουμε ίχνη; Μήπως είμαστε τελικά ασήμαντοι; Ακόμα και ο ήλιος, σύμβολο ζωής, φωτεινότητας και αλήθειας στην παραδοσιακή ποίηση, εδώ υποβιβάζεται σε «γλόμπο» – ένα ψυχρό, τεχνητό φως που φωτίζει αλλά δεν θερμαίνει, που δεν εμπνέει καμία ελπίδα.
Στη συνέχεια, η φθορά και η καταστροφή παρουσιάζονται με έναν αδιόρατο, σιωπηλό τρόπο: «Καίει το σκοτάδι αθόρυβα / καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου». Το σκοτάδι δεν διαλύεται από το φως αλλά καίγεται, χωρίς κραυγές, χωρίς θόρυβο. Είναι μια αργή, ανεπαίσθητη διαδικασία εξαφάνισης. Τα δέντρα – σύμβολα ζωής, φύσης και ρίζας – και η «φυλή» του ποιητή – δηλαδή η γενιά του, οι άνθρωποί του, η πολιτισμική του ταυτότητα – όλα καταναλώνονται από αυτή την σιωπηλή φθορά. Δεν είναι ένας κόσμος που καταρρέει εντυπωσιακά, αλλά ένας κόσμος που σβήνει χωρίς κανείς να το προσέξει.
Το ποίημα καταλήγει με μια ερώτηση σχεδόν φιλοσοφική, που αιωρείται χωρίς απάντηση: «Όλα τούτα / προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;» Είναι το ερώτημα του λογισμού της ύπαρξης. Μήπως όλα όσα ζούμε, όλα όσα χάνονται, καταγράφονται κάπου, συνθέτουν ένα νόημα, προστίθενται σε κάτι μεγαλύτερο; Ή μήπως διαγράφονται, εξαφανίζονται χωρίς κανένα αποτέλεσμα, σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Η ερώτηση αυτή λειτουργεί ως κατακλείδα όχι μόνο του ποιήματος αλλά και μιας υπαρξιακής αγωνίας που διατρέχει το σύνολο του έργου του Γκανά.
Συνοψίζοντας, το ποίημα δεν επιχειρεί να προσφέρει παρηγοριά ή απαντήσεις. Αντιθέτως, επιμένει στην αβεβαιότητα. Η δύναμή του όμως βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτή την ειλικρίνεια. Με ελάχιστα λόγια και χωρίς φανφάρες, ο Γκανάς καταφέρνει να εκφράσει μια βαθιά αίσθηση ανθρώπινης ευθραυστότητας — εκεί όπου το προσωπικό γίνεται καθολικό.