Γιώργος Νταλάρας, πάθος και ασίγαστη μανία για τη μουσική
«Ο Νταλάρας, μεγάλη φωνή, με νταλκά και χρώμα. Δεν είναι μόνο καλός τραγουδιστής, αλλά και το καλύτερο παιδί. Υπογράφω εγώ, ο Παπαϊωάννου.». Τα λόγια ενός τόσο σημαντικού δημιουργού και θρυλικού ρεμπέτη, όπως είναι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, έχουν βαρύνουσα σημασία για έναν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που αναδείχθησαν σαν αχτίδα φωτός μέσα στη σκοτεινή λαίλαπα της δικτατορίας. Από τη στιγμή που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο, πάτησε γερά στη γη αλλά το βλέμμα του στηλώθηκε στον ουρανό και στις μελωδίες που πλανιόντουσαν ανακατεμένες κι αλαφιασμένες πάνω από το κεφάλι του. Μερικές ερχόντουσαν από τη Σμύρνη, άλλες τον προσκαλούσαν στη ρεμπέτικη μέθεξη που οδηγεί το απαύγασμα του ανθρώπινου καημού, άλλες λικνίζονταν ζωηρές στους δυτικούς ρυθμούς της παγκόσμιας μουσικής ροής κι άλλες έψαχναν το δρόμο μιας καθαρόαιμης ελληνικής απόχρωσης που θα κουβαλούσε μέσα της τη Μεσόγειο. Άρπαξε ένα μπαλόνι και τις φυλάκισε, για να φέρει τ’ όνειρό του στα μέτρα της ζωής. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως όταν το μπαλόνι θα έσκαγε, οι νότες θα στεκόντουσαν γοητευμένες και ζαλισμένες κοντά του, χωρίς να επιχειρούν βήμα μακρυά του.
Ο απόηχος μιας πρώιμης ωριμότητας
Ο Νταλάρας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1949 στην Κοκκινιά. Με μια μητέρα Σμυρνιά, την οποία ταλαιπωρούσε από νεαρή ηλικία η απουσία ενός μέλους του σώματός της, συγκεκριμένα του ποδιού της και έναν πατέρα “απών”, μεγαλώνει μαζί με τον αδερφό του Χρήστο σε μια οικογένεια λειψή αλλά δεμένη. Ο Λουκάς, ο πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος οργανοπαίχτης, συνθέτης και τραγουδιστής, βαθιά χωμένος στα μονοπάτια του ρεμπέτικου. Υπήρξε όμως πάντοτε ένας άνθρωπος υποτελής στις αδυναμίες του. Αποποιήθηκε των ευθυνών του γρήγορα, όταν ο Γιώργος ήταν μόλις 2 ετών και συνολικά τον είδε 5 ή 6 φορές μέχρι να φύγει από τη ζωή.
Από τις πρώτες εικόνες που εντυπώθηκαν στη παιδική του μνήμη ήταν κάποια βραδινή επίσκεψη στο μαγαζί που τραγουδούσε ο πατέρας του. Θαμπώθηκε από τα άσπρα φώτα που στόλιζαν την είσοδο και από το πάλκο με τους μουσικούς, τον Τσιτσάνη και άλλους σπουδαίους ρεμπέτες. Το μουσικό μικρόβιο κυλούσε στο αίμα του, χωρίς αμφιβολία. Δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό, δεν θα κατακτούσε όμως τίποτα χωρίς αγώνα. Η φυγή του πατέρα του συνδυάστηκε με τη δυναμική και υπερήφανη στάση της μάνας του, η οποία μεγάλωσε με φοβερή αξιοπρέπεια τα παιδιά της. Αλλάζουν συχνά σπίτια και περνά από όλες τις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Η καθημερινότητά του ζυμώνεται μέσα στις προσφυγικές συνοικίες με τα καφενεδάκια και τα ταβερνάκια να βάζουν «μπρος» τα γραμμόφωνα και να γεμίζουν από τους μερακλήδες. Θυμάται τους φαντάρους στο Χαϊδάρι ενώ σε ηλικία 7 ετών μπαίνει μαζί με τον αδερφό του στη βιοπάλη για την εξασφάλιση του επιούσιου άρτου. Περνάει από ένα μεγάλο αριθμό σκληρών εργασιών, όπως όλα τα παιδιά εκείνης της γενιάς, γεγονός το οποίο συντελεί στην αναγκαστική εγκατάλειψη της παιδικής αθωότητας.
Όταν ήταν ακόμα στο δημοτικό διαφαίνεται η καλλιτεχνική του φλέβα μιας και γίνεται μέλος της σχολικής χορωδίας. Στα 12 του χρόνια, όμως τον βγάζουν από τη χορωδία λόγω οικογενειακών αριστερών φρονημάτων. Ο ίδιος είχε πει πως από τα πιο αγνά πράγματα που έχει κάνει στη ζωή του ήταν να μοιράζει προκυρήξεις του ΕΔΑ και του ΠΑΜΕ. Αρχίζει να παίζει κιθάρα στα 15 του και μέσα σε ένα χρόνο θεωρείται επαγγελματίας. Ξέρει να παίζει περί τα 3000 τραγούδια με εισαγωγές και ποικιλία εκτελέσεων. Ξεχωρίζει αμέσως το πείσμα του και το πάθος του για τη δουλειά. Επηρεασμένος πολύ και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα πρώτα του χρήματα τα βγάζει ως μουσικός παίζοντας ξένα κομμάτια σε κάποιο συγκρότημα, στο οποίο συμμετείχε με τ΄ όνομα «Crazy Boys». Οι λαϊκές του καταβολές, ωστόσο τον φλερτάρουν αδιάκοπα φέρνοντάς τον στο μαγαζί του Στελλάκη Περπινιάδη στο Χαϊδάρι. Δυο χρόνια αργότερα ο Σπύρος Ζαγοραίος λειτουργεί ως ενδιάμεσος, προκειμένου να κάνει μια ακρόαση στον Μάτσα και έτσι να εξασφαλίσει το πρώτο του συμβόλαιο.
«Θα κάνω αυτό που θέλω, φτάνει να με θέλει κι αυτό.»
Το 1970 η συνεργασία με το Σταύρο Κουγιουμτζή με το δίσκο «Να ‘τανε το 21» στέκεται καθοριστική αποτελώντας το προπύργιο μιας εξελισσόμενης συνεργασίας με πολύ σπουδαία τραγούδια που τον ακολουθούν πιστά ως σήμερα όντας αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής του ταυτότητας. Ο μεγάλος δημιουργός είχε πει για εκείνον: «Με συγκινεί ο τρόπος που δουλεύει και αγαπάει τα τραγούδια. Τα τραγούδια μου τα είπε συγκλονιστικά.». Ο Νταλάρας τραγουδά «Ο ουρανός φεύγει βαρύς» και η Μαρινέλλα ψάχνει να γνωρίσει το νεαρό που βγάζει αυτή τη φωνή. Τον βρίσκει και συνεργάζονται για 3 χρόνια σε κάποιο μαγαζί. Ο δρόμος έχει πια χαράξει. Σπουδαίοι συνθέτες όπως οι Μάνος Λοϊζος, Απόστολος Καλδάρας, Γιάννης Σπανός και πολλοί ακόμα και μεγάλοι στιχουργοί όπως οι Μάνος Ελεθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος και τόσοι άλλοι του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες στο μεγάλο σπίτι της μουσικής τέχνης. Του δίνουν για φαγητό τα τραγούδια τους και για κρεβάτι την μεγάλη καλλιτεχνική αγκαλιά τους. Έχει πει: «Χάρη σ΄αυτά τα τραγούδια μπορούσα να υπάρχω σαν τραγουδιστής, χωρίς να ντρέπομαι.».
Οι πολιτικές αλλαγές του τόπου ανταμώνουν με το άγρυπνο καλλιτεχνικό μάτι του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος το 1974 μελοποιεί την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και ηχογραφεί με τη φωνή του Νταλάρα τα «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Η απαλλαγή από τη χουντική θηλιά στο λαιμό του ελληνικού λαού γιορτάζεται πανηγυρικά σε μια μεγάλη συναυλία που πραγματοποιείται στο στάδιο Καραϊσκάκη. Κάτω από την ενορχηστρωτική ματιά του Θεοδωράκη και με τη συμμετοχή πολλών καλλιτέχνων, μεταξύ των οποίων και του Νταλάρα, καταγράφεται μια ιστορική στιγμή σωματικής και ψυχικής απελευθέρωσης των Ελλήνων πολίτων στην πιο έντονη και ουσιαστική της έκφραση. Τότε, αρχίζει να έρχεται πια σε επαφή με άλλες σκέψεις και ιδανικά που τα ‘χε μέσα του βαθιά και ξαφνικά αυτά βρήκαν την πλήρη τους νοηματοδότηση στο έργο του Θεοδωράκη και αργότερα και του Χατζιδάκι. Ο πρώτος μάλιστα τον είχε χαρακτηρίσει άξιο συνεχιστή του Μπιθικώτση και του Καζαντζίδη. Για μια δεκαετία εμφανίζεται σε διάφορες μπουάτ και άλλα νυχτερινά κέντρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρνείται να συνεχίσει να συμμετέχει στην έννοια της διασκέδασης που κλείνει μέσα της τη πιθανότητα πάσης φύσεως υπερβολής των θαμώνων, λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ. Δουλεύει ακατάπαυστα και σκληρά ενώ τελειοπείται στα βασικά όργανα μιας λαϊκής ορχήστρας. Επιθυμεί διακαώς ο κόσμος που τον ακούει να αντιληφθεί τον κόπο των μουσικών, να νιώσει το μεράκι τούτης της δουλειάς. Στρέφεται πια στα θέατρα και τις συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους. Έχει την τύχη να συνεργαστεί με δημιουργούς παλαιάς κοπής όπως οι Άκης Πάνου, Νίκος Γκάτσος, Μιχάλης Γκανάς, Θάνος Μικρόυτσικος, Κώστας Τριπολίτης και πολλοί ακόμα. Έχει μοιραστεί τη σκηνή σχεδόν με όλους τους σημαντικούς Έλληνες τραγουδιστές όπως οι Μοσχολιού, Παπακωνσταντίνου, Αλεξίου, Πάριος, Αδελφοί Κατσιμίχα και ένα σωρό ακόμα. Έχει ταξιδέψει και έχει απλώσει την έκταση της φωνής του σε κατάμεστες αίθουσες σε ολόκληρο τον κόσμο με τις πιο δύσκολες ορχήστρες ενώ έχει κατορθώσει τη μουσική συνύπαρξη με ονόματα του ξένου ρεπερτορίου, όπως Dulce Pontes, Al di Meola, Eddy Napoli και τόσοι άλλοι. Είναι ένας αεικίνητος και ακούραστος καλλιτέχνης που μέσα σε τόσα χρόνια διαδρομής δεν έκατσε ποτέ να επωάσει τα χρυσά αυγά της επιτυχίας. Έψαχνε και ψάχνει διαρκώς το παραπάνω που μπορεί να προσφέρει. Διακατέχεται έντονα από το αίσθημα του χρέους και της πολλαπλής ανταπόδωσης της αγάπης του κόσμου με καινούργια πράγματα, ακόμα πιο εντατική δουλειά και διαφορετικές μουσικές απόπειρες.
Πρόκειται για έναν ολοκληρωμένο μουσικό με τεράστια τραγουδιστική γκάμα και μια απίστευτη μανία τόσο με τον ήχο όσο και με το καλό ελληνικό τραγούδι. Μετρά στο ενεργητικό του ως σήμερα αμέτρητες δικσογραφικές δουλειές. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για εκείνον: «Ο Νταλάρας διαθέτει τέσσερα ισχυρά πρόσωπα από τη γέννησή του. Με αυτά λειτούργησε τόσα χρόνια τώρα φορώντας ένα βυζαντινό μανδύα χρυσοποίκιλτο και ακριβά ραμμένο. Το ένα του πρόσωπο είναι η παράδοση, το άλλο το πάθος του για το τραγούδι, το τρίτο η ερωτική του σχέση με το κοινό και το τέταρτο η τελειολογία και η τάση του προς προς τα άστρα.».
Σαλτάροντας στο όχημα της ρεμπέτικης σημειολογίας
Τα ρεμπέτικα τραγούδια του περιθωρίου, όπως αυτά γεννήθηκαν μετά στη μικρασιατική καταστροφή και κατά τη διάρκεια της κατοχής αποτέλεσαν την απόλυτη και έντονη εκφορά του καημού αυτών των βασανισμένων ανθρώπων. Περίεγραψαν σαν μια ιστορική αναφορά την καθημερινότητα λειτουργώντας ως πολιτισμικός μοχλός για την επόμενη μεγάλη ή μικρή στιγμή της ιστορίας ενώ ενίοτε μάρκαραν την εξουσία. Αυτά τα τραγούδια στιγμάτισαν το ψυχισμό του κυρίως λόγω της σχέσης του πατέρα του με αυτά. Έχει πει: «Ο πατέρας μου με πρόδωσε και με προίκισε. Ό,τι βρήκα στη ζωή μου σε σχέση με τη μουσική είναι δικό του. Όταν τραγουδάω, βγαίνει ο λυγμός του. Ο τρόπος που κρατάω το μπουζούκι είναι τα χέρια του.».
Με υπερβολικό πάθος και ζήλο για αυτή την αληθινή μουσική με τα μεστά νοήματα, χωμένα στα μονοπάτια του δωρικού ρυθμού αλλά κάπως αδικημένης ως προς τους χώρους που παιζόταν, θέλησε να κάνει την ανατροπή. Μεταφέρει τη δύσκολη τεχνική από τα ρεμπέτικα, τα σμυρνεϊκά και τα λαϊκά στην εποχή του όσο πιο καλά και πιστά μπορεί αλλά με αντίκρυσμα στο τώρα και στο αύριο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης του είχε πει σε κάποια κουβέντα τους πως το όνειρό του ήταν να παιχτούν τα τραγούδια του με το ύφος ενός κλασικού κομματιού. Έτσι, ο Νταλάρας έβαλε αυτό το τραγούδι μέσα στο Μέγαρο Μουσικής διανθίζοντάς το με εξαιρετικές πινελιές μιας καλοκουρδισμένης ορχήστρας, αποτίοντας με το καλύτερο τρόπο φόρο τιμής στο δάσκαλό του Τσιτσάνη.
Ένας καλλιτέχνης εκτός «αγέλης»
Ο Νταλάρας από τον Πειραιά έβαλε λίγη φαντασία και έφτασε ως τη Μικρά Ασία, για να κάτσει στον καφενέ δίπλα στο λιμάνι και να περιμένει να φανεί θαλασσινό πουλί. Είδε να καταφτάνει ένας παλιός στρατιώτης και να μιλά για τη κοπέλα που αγαπά και πως μοιάζει με αερικό. Προχώρησε λίγο και βρέθηκε πέρα στα κάστρα του Γεντί Κουλέ, άκουσε κάποιο παλικάρι να μουρμουρίζει πως νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Τότε, εκείνος του αποκρίθηκε «γύρνα τις ώρες που χάθηκαν απόψε…πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ». Περπατώντας στη Θεσσαλονίκη, την γενέτειρα του αγαπημένου του φίλου Κουγιουμτζή ξεχύθηκαν μεμιάς στο μυαλό του οι μνήμες της φιλίας τους, θόλωσαν όλα και δεν είχε σοκάκι να τραγουδήσει τα παραπονεμένα λόγια της καρδιάς του. Ανέβηκε στο ψηλότερο βουνό. Είχε πια χαράξει και κάπου εκεί είδε το πρώτο περιστέρι της αυγής να πετά, σαν άστρο που το νότισε λύπη συννεφιασμένη.
Είναι ο τραγουδιστής με τη βαθιά και συμπαγή φωνή που διακτινίστηκε και έφτασε και στις πέντε ηπείρους. Έχει μια ισχυρή προσωπικότητα και ρίζες αρχαίας κουλτούρας και βαθιάς καλλιέργειας που αντιστέκεται όχι αναίμακτα στην κρατούσα ψευτοεπαναστατική σαχλαμάρα της νομενκλατούρας των διαφημιστικών εταιρειών. Περιέχει δύο εντελώς διαφορετικές πτυχές, γι’ αυτό και αποτελεί συχνά πόλο έλξης είτε για θετικά είτε αρνητικά σχόλια. Η μία πτυχή είναι αυτή της μεγάλης προβολής και της φήμης, τις οποίες όμως απεχθάνεται και τις κουβαλάει με δυσκολία. Η άλλη πτυχή είναι ο ερμητικά κλειστός Γιώργος που επιβεβαιώνει ακριβώς το επαχθές βάρος της δημοσιότητας του ονόματός του. Είναι ένας από τους πιο συνεπείς και υπεύθυνους επαγγελματίες που παθιάζεται όμως μοναδικά και ενθουσιάζεται ακόμα σαν πρωτοεμφανιζόμενος ερασιτέχνης με κάθετι καινούργιο.
Διατηρώντας πάντα το θάρρος της γνώμης του δεν δίστασε κάποτε να πει πως τον χαρακτηρίζουν μια εξωστρεφής σεμνότητα και μια εσωστρεφής έπαρση. Πίστεψε στις δυνάμεις του. Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια διατήρησε πάντοτε το σεβασμό που απαιτούσαν οι περιστάσεις και δεν προσπάθησε ποτέ να ξεπεράσει τους άλλους, παρά μονάχα τον ίδιο του τον εαυτό. Έκανε τα πιο σπουδαία πράγματα αλλά αγωνίστηκε και αγωνίζεται γι’ αυτά μέχρι και σήμερα. Η εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι κορυφαίοι εκ των δημιουργών είναι δηλωτική της μεγάλης του καλλιτεχνικής αξίας. Η προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι είναι ανεκτίμητη. Αποστολέας ήταν ο Θεός με γράμμα τη φωνή του και ένας παραλήπτης που έφερε το γράμμα στον προορισμό του που δεν είναι άλλο από το τραγούδι που σου τρυπά το θώρακα και μπουκάρει στο δωμάτιο της καρδιάς σου. Εδώ και 50 και πλέον χρόνια, κόβει βόλτες στα έρημα χωριά της μουσικής και μας φέρνει άγριες βροχιές καμωμένες από ατόφια κομμάτια έρωτα για αυτό το παράξενο ταξίδι που λέγεται ζωή.