Γιατροπορέματα της εποχής του 1950

Συντάκτης: Άρης Γαβριηλίδης, Συγγραφέας, Εικαστικός

Σε πολλούς από εμάς, τα μέσα του αιώνα που πέρασε συνέπεσαν με την παιδική μας ηλικία, που τα γεγονότα της εποχής εκείνης χάραξαν βαθιά. Τότε δεν υπήρχε ούτε η ιατρική υποδομή της εποχής μας ούτε το σημερινό οπλοστάσιο των θαυματουργών αντιβιοτικών και άλλων φαρμάκων. Αλλά και τα φάρμακα ήσαν πανάκριβα. Γι’ αυτό και η έκφραση της εποχής για κάποιο ακριβό μαγαζί «φαρμακείο είναι». Ας θυμηθούμε όμως πώς γιατροπορευόταν ο κόσμος εκείνη την εποχή και τι πιθανά και, κυρίως, απίθανα γιατροσόφια χρησιμοποιούσε. Άλλα αποτελεσματικά, άλλα άχρηστα και άλλα επικίνδυνα για την υγεία.

Κατ’ αρχάς, για να σταματήσει το αίμα σε ένα τραύμα, οι «θεράποντες» παριστάμενοι έσπευδαν με πανικό να βρουν ένα τσιγάρο, έστω και γόπα. Όχι για να το δώσουν στον πάσχοντα να το καπνίσει. Κάτι χειρότερο: έκοβαν το τσιγάρο (κυριολεκτικά όχι μεταφορικά) και άδειαζαν τον καπνό πάνω στη χαίνουσα πληγή που την έδεναν σφιχτά με επίδεσμο, συχνά παλιό πουκάμισο κομμένο σε λουρίδες.

Για εκείνο τον καταραμένο πόνο του αφτιού (τι πληγές κάθομαι και σκαλίζω τώρα!) υπήρχε το φάρμακο ΩΤΙΛ σε σταγόνες. Κι ακόμη, το λαδάκι από το καντήλι, προφανώς για να είναι ζεστό, που ενσταλάζετο στον ακουστικό πόρο. Επίσης, οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αρκεί να χωρούσε στο αφτί, συμπεριλαμβανομένης και μιας σκελίδας ψημένου σκόρδου (!).

Μια και μιλήσαμε όμως για σκόρδο, σε περίπτωση μελανιάσματος από χτύπημα ή στραμπούληγμα, κατέφθανε το κατάπλασμα με κοπανισμένο κρεμμύδι που βρωμούσε χιλιόμετρα μακριά. Ο ορθοπεδικός γιατρός ήταν μια λέξη σχεδόν άγνωστη. Τον ρόλο του τον κάλυπταν οι διάφοροι «πρακτικοί». Ο πιο ονομαστός από αυτούς ήταν ο Βλάχος. Η φήμη του είχε πάρει διαστάσεις θρύλου. Μάλιστα, ένας φίλος μου έλεγε, στα σοβαρά, ότι σε δικαστήριο που τον πήγαν επειδή ασκούσε ιατρικές πράξεις χωρίς να είναι γιατρός, εκείνος, υπό τα όμματα των δικαστών, θεράπευσε τα σπασμένα πόδια ενός ζωντανού αρνιού που σηκώθηκε και περπάτησε! Πάλι καλά που δεν ανάστησε και νεκρό…

Για το κρυολόγημα, εντριβή με πράσινο οινόπνευμα και στη συνέχεια κομπρέσα με οινόπνευμα στο στήθος. Κι άντε εσύ να κοιμηθείς με τη μυρωδιά του σπίρτου στα ρουθούνια σου. Άσε που, αν άναβε σπίθα σε ακτίνα δέκα μέτρων, σε έκανε μπουρλότο…

Αν είχες «πουντιάσει» και πονούσε η πλάτη σου ή είχες βήχα, κατέφθανε ο βενζινάς της γειτονιάς με ένα μπιτόνι πετρέλαιο για εντριβή στην πλάτη και μια εφημερίδα κάτω από την φανέλα για να γίνεις φούρνος. Δεν ξέρω αν έτσι έφευγε το κρύωμα, το βέβαιο είναι ότι μύριζες για μέρες σαν χαλασμένη γκαζιέρα. Αν δεν έπιανε η θεραπεία με τα καύσιμα (οινόπνευμα ή πετρέλαιο) είχαν σειρά οι βεντούζες. Αυτές ήσαν ποτηράκια με παχύ γυαλί που ζέσταιναν το εσωτερικό τους με αναμμένο μπαμπάκι δεμένο σε πιρούνι και ποτισμένο με οινόπνευμα. Τις ένιωθες να πέφτουν με έναν απαίσιο ήχο σαν μαχαιριές στην πλάτη σου. Αν ήσουν τυχερός τη γλύτωνες μέχρι εκεί. Διαφορετικά, υπήρχαν και οι κοφτές βεντούζες. Ίδια διαδικασία με τις απλές, μόνο που με ξυραφάκι έκαναν έντεχνα διάφορες μικρές τομές στο δέρμα της πλάτης σου πριν ρίξουν από πάνω την βεντούζα για να «τραβήξει το χαλασμένο αίμα». Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από αυτό το χειρουργείο έχουν ακόμη στην πλάτη τους, για ενθύμιο, τις ουλές από τις ξυραφιές εκείνες. Κάτι, σαν μεταμοντέρνο τατουάζ…

Έβγαζες τη «χρυσή», δηλαδή πάθαινες ίκτερο; Κανένα πρόβλημα. Κατ’ αρχάς, για την διάγνωση δεν χρειαζόταν ούτε γιατρός ούτε μικροβιολογικές και άλλες δαπανηρές εξετάσεις. Η διάγνωση γινόταν με το έμπειρο μάτι της γειτόνισσας της κυρά…. (εδώ συμπληρώνεις το κατάλληλο όνομα, ανάλογα με την γειτονιά που έμενες). Μετά τη διάγνωση, που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση, ερχόταν η θεραπεία. Ούτε φάρμακα ούτε τίποτε. Με ένα ξυραφάκι ξυρίσματος, κατά προτίμηση αχρησιμοποίητο, σου χάραζαν το εσωτερικό μέρος του χείλους σου, και γινόσουν περδίκι. Μάλιστα, ήμουν μάρτυς στην περίπτωση του αλόγου ενός γείτονα καραγωγέα (τουτέστιν μεταφορέα με κάρο) που, άγνωστον πώς, οι «ειδήμονες» διέγνωσαν χρυσή και του χάραξαν το εσωτερικό του κάτω χείλους του (του αλόγου, όχι του καραγωγέα) με σπασμένο κεραμίδι.

Έχω ακόμη την βάσιμη υποψία ότι όλοι οι γιατροί της εποχής είχαν μυστικά συνωμοτήσει για να σε βασανίζουν. Με το παραμικρό, σου έγραφαν ενέσεις: πενικιλίνη (εξ αιτίας της μίσησα την Κυλλήνη), στρεπτομυκίνες και χρυσομυκίνες (εξαιτίας τους δεν επισκέφθηκα ποτέ τις Μυκήνες). Στη συνέχεια, έκανε την εμφάνισή της μια άλλη γειτόνισσα, η «ενεσού». Πάντοτε γλυκομίλητη έχοντας υπό μάλης το τσαντάκι με τα σατανικά σύνεργά της, κάτι τεράστιες σύριγγες με ανατριχιαστικές βελόνες. Τις έβραζε για απολύμανση στην κατσαρόλα, πάνω στην γκαζιέρα που είχε ετοιμάσει η μητέρα σου (κι αυτή στο κόλπο), αφού οι σύριγγες μιας χρήσεως δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη. Εσύ κρυφοκοίταζες με δέος, κάτω από τα σκεπάσματα, την φοβερή διαδικασία και ευχόσουν να πάθει συγκοπή και να πεθάνει εκείνη τη στιγμή η ενεσού για να την γλυτώσεις. Κι όταν έβγαζε τον αέρα από τη σύριγγα κρατώντας την με τη βελόνα προς το ταβάνι δημιουργώντας ένα μικρό σιντριβάνι, σου έλεγε μελιστάλαχτα «έτοιμοι είμαστε», που θύμιζε το «επί σκοπόν» του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κι εσύ, αντί να είσαι στημένος περήφανα στον τοίχο τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο και πεθαίνοντας για την πατρίδα, σαν πρωταγωνιστής του Μικρού Ήρωα, βρισκόσουν μπρούμητα σε ένα φτωχικό κρεβάτι, με τον πισινό μισόγυμνο, περιμένοντας το μοιραίο! Ευτυχώς που βγήκαν στη συνέχεια τα αντιβιοτικά και οι κάψουλες και γλύτωσαν τα παιδιά μας, τουλάχιστον, από αυτή την οδυνηρή και ταπεινωτική δοκιμασία.

Αν ξυπνούσες το βράδυ με πονόκοιλο από κρύωμα, το φάρμακο σε περίμενε μέσα στο ντουλάπι. Δυο γερές γουλιές κονιάκ, όχι γαλλικό βέβαια, αλλά χύμα, από το γωνιακό ποτοποιείο, φτιαγμένο με παλιά, μυστική, πατροπαράδοτη συνταγή. Δηλαδή, γερό ανακάτεμα άσπρου οινοπνεύματος, ζάχαρης, εσάνς και μπογιάς. Οπότε, με το ποτό-μπόμπα στο παιδικό σου κεφάλι, ξανάπεφτες ξερός για ύπνο και ξέχναγες τον πονόκοιλο.

Για την μυρμηγκιά στο χέρι που σου έβγαινε, σύμφωνα με την κατηγορηματική διαβεβαίωση των μεγαλύτερων από εσένα παιδιών, αν μέτραγες τα άστρα, υπήρχε ένα αλάνθαστο φάρμακο: το γήτεμα. Το αστείο είναι ότι με ένα τέτοιο ξόρκι που είχα κάνει με την καθοδήγηση της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, απαλλάχθηκα γρήγορα, ανώδυνα, ανέξοδα και αποτελεσματικά από μια μυρμηγκιά. Από τότε, μολονότι δεν το πιστεύω, αποφεύγω να μετράω τις νύχτες τα άστρα. Ποτέ δεν ξέρεις…Τώρα που το σκέπτομαι, ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που δεν έγινα αστρονόμος.

Όταν πάθαινες έγκαυμα από το πολύωρο κολύμπι, επειδή τα αντιηλιακά, τουλάχιστον σ’ εμάς, ήταν άγνωστα, το φάρμακο ήταν το πασάλειμμα με γιαούρτι. Χώρια που τρώγαμε και την πέτσα με μπόλικη ζάχαρη. Κι όπως διάβαζα πρόσφατα στον τύπο, κάποιος ειδικός συνιστούσε ακριβώς το γιαούρτι σε τέτοιου είδους εγκαύματα. Να, το λοιπόν, που, όσον αφορά τουλάχιστον τα γαλακτοκομικά ως φάρμακα, ήμασταν πιο μπροστά από την εποχή μας.

Αν πάθαινες ιλαρά, εύρισκες αμέσως συντροφιά: σου έφερναν δίπλα σου υγιή παιδάκια για να κολλήσουν κι αυτά, επειδή πίστευαν ότι ήταν καλύτερα να την περάσεις σε μικρή ηλικία, παρά όταν μεγαλώσεις.

Αν σε έπιανε κόψιμο, σου δίνανε να πιείς το χυμό ενός λεμονιού, έτσι, στην ψύχρα. Χωρίς αραίωμα με νερό, χωρίς ζάχαρη. Μπαμ και κάτω. Σύμφωνα δε με άλλη συνταγή, στον χυμό αυτό προσέθετες και μια κουταλιά ωμό καφέ. Το σκέφτομαι τώρα και μουδιάζουν τα δόντια μου.

Το τρύπημα των κοριτσίστικων αφτιών που θέλανε να βάλουν σκουλαρίκια γινόταν με μια βελόνα καμένη στη φλόγα, στην οποία ήταν περασμένη χοντρή κλωστή. Η κλωστή αυτή, στη συνέχεια, δενόταν κόμπος και παρέμενε για λίγες ημέρες ώσπου να θρέψει η πληγή. Δεν ξέρω κατά πόσον η διαδικασία αυτή ήταν οδυνηρή, αλλά, βλέποντας την αδελφή μου να της τρυπούν τα αφτιά, δόξαζα τον Θεό που γεννήθηκα αγόρι.

Εκείνο όμως δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο τα κορίτσια υπέφεραν περισσότερο από τα αγόρια από τις συνθήκες και τις δοξασίες της εποχής. Όταν είχαν περίοδο, οι μαμάδες τους δεν τα άφηναν να πλυθούν για να μην κρυώσουν και «πάθουν μητρικά». Τότε οι σερβιέτες περίμεναν ακόμη τον εφευρέτη που θα τις ανακάλυπτε…

Τα σκέφτεσαι τώρα όλα αυτά και σε πιάνει πονοκέφαλος. Τι είπα; Πονοκέφαλος; Θα πάρεις αμέσως ένα Αλγκόν ή μια Καλμαλίνη («υποβιβάζει τον πυρετό, ανακουφίζει από τους πόνους», έλεγε το διαφημιστικό τους σλόγκαν) ή ένα κοκοράκι, δηλαδή μια άσπρη σκόνη τυλιγμένη σε χάρτινο φακελάκι, που έφτιαχνε ο φαρμακοποιός. Αν δεν σου πέρναγε με αυτά, σου δένανε σφιχτά το κεφάλι με ένα πανί, ενώ ο πυρετός «υποβιβαζόταν» βάζοντας κομπρέσες με ξίδι στο μέτωπο.

Ύστερα από όλα αυτά τα γιατροσόφια που υπομείναμε, απορώ ακόμα πως επιζήσαμε και δεν αφήσαμε την τελευταία μας πνοή στο κρεβάτι του πόνου. Με παρηγορεί όμως η σκέψη ότι άλλοι, πριν από εμάς, τραβήξανε χειρότερα. Ας διαβάσει όποιος θέλει τον «Θάνατο του Παλληκαριού», το εξαίσιο διήγημα του Κωστή Παλαμά, και θα καταλάβει τι εννοώ…

Συντάκτης: Άρης Γαβριηλίδης, Συγγραφέας, Εικαστικός

Influence:

Ο Άρης Γαβριηλίδης, οικονομολόγος, πρώην  διευθυντικό στέλεχος τραπεζών και επιχειρήσεων, ασχολείται ερασιτεχνικά με το γράψιμο…