Γιάννης Ρίτσος: «Η ζωή τραβά την ανηφόρα!»

Συντάκτης: Evelina Petriti

Στο «σχεδίασμα βιογραφίας» της Αγγελικής Κώττη, διαβάζουμε για τον Ρίτσο: Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ από την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω».

Το τιμωρημένο παιδί

Το στερνοπούλι της οικογένειας Ρίτσου γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά, όπου κι έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο ίδιος περιγράφει εκείνη την περίοδο σε ένα οδοιπορικό στη Μονεμβασιά (αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη):

«Να αυτό εδώ, η εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, που τώρα έχει αναπαλαιωθεί- άλλοτε ήταν μισοερειπωμένη- εδώ ήταν το δημοτικό μας σχολείο. Εδώ φοίτησα από τεσσάρων χρονών.[..] Η Λούλα ήταν άριστη μαθήτρια, εγώ δεν τα πήγαινα πολύ καλά με τα γράμματα. [..] Όλα μου τα τετράδια τα μαθητικά αντί για μαθηματικές πράξεις – της πρακτικής αριθμητικής- ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχα ιδιαίτερη μανία με τα λουλούδια, τα πουλιά, τις κότες, τους ήλιους, τα σπιτάκια. Έφτιαχνα λοιπόν παπαρούνες, μαργαρίτες, σβήνοντας τους αριθμούς σαν να ‘χα μια μανία».

«Εδώ λοιπόν, σε τούτο ‘δω  το σχολειό που κάποτε με βάζανε και τιμωρία – έτσι ορθοστασία στη γωνιά.[..] Εμένα μ’ άρεσε, σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος, δεν ξέρω ήταν κάτι ξεχωριστό αυτό. Ούτε αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Ένας άνθρωπος που αριστεύει στα πάντα θα πει ότι δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κλίση, δεν έχει μια προτίμηση, δεν έχει κάνει μιαν επιλογή.»

«Κι έτσι εγώ από τη μια μεριά ψευτομουρμούριζα κανένα τραγουδάκι που μ’ άρεσε, απ’ την άλλη μεριά ζωγράφιζα και κάποτε τραβούσα και την εφημερίδα του δασκάλου μου και δεν τον άφηνα να διαβάσει. Βέβαια, τα πλήρωνα όλα αυτά τα πράγματα, αλλά τα πάντα πληρώνει κανένας στη ζωή. Και πληρώνοντας με κάποιες τιμωρίες, κερδίζει πάρα πολλά πράγματα. Νομίζω ένας άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι θα πει παραβίαση μιας απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απαγορεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση ξεπερνώντας όλες αυτές τις απαγορεύσεις. Γι’  αυτό και η τέχνη μου – όπως πολλοί το ομολόγησαν- δεν άκουσε ποτέ κανένα μη!»

«Έτσι λοιπόν από μικρό παιδί έμαθα να χαίρομαι και τις τιμωρίες μου, έμαθα ακόμα να χαίρομαι ότι κάποτε μ’ έβαζαν στη γωνιά. [..] Με τιμώρησαν κι άλλοι πολλοί ύστερα, πολλοί “μεγάλοι” αλλά εγώ με την πίστη μου τους έβαλα πάλι στη γωνιά και από όλα αυτά τα πράγματα κέρδισα αυτή τη χαρά να τις ξεπερνάω! Και μάλιστα από αυτές τις (τιμωρίες), να αντλώ δυνάμεις αντίστασης προς κάθε άδικη απαγόρευση, επομένως προς κάθε αδικία. Εδώ λοιπόν μαθήτεψα, όχι μονάχα στο αλφάβητο, όχι μονάχα στη ζωγραφική και στη μουσική και στην ποίηση, αλλά πήρα τα πρώτα ουσιαστικά μαθήματα για το πώς θα ‘πρεπε κανένας να αντιμετωπίζει τη ζωή. Τώρα τι κατάφερα.. ο χρόνος θα τα πει!»

Φτώχεια και ορφάνια

Το πρώτο πλήγμα στην οικογένεια  θα ήταν οικονομικό και θ’ άνοιγε έναν χορό τραγικών συμβάντων. Οι μεγαλοκτηματίες Ρίτσοι, με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου, την απαλλοτρίωση και τη διανομή των «εθνικών γαιών» σε ακτήμονες καταστρέφονται οικονομικά, καθώς η γη ήταν η μόνη τους απασχόληση. Ο Γιάννης μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον ένδειας. Η τραγωδία συνεχίζεται  όταν σε ηλικία 12 ετών χάνει το μεγαλύτερο αδερφό και τη μητέρα του από φυματίωση. Ο Ρίτσος βρίσκει διέξοδο στην ποίηση και στα 15 του χρόνια κατορθώνει να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των παίδων» (με ψευδώνυμο «ιδανικό όραμα») το περιοδικό στο οποίο τον είχε εγγράψει ως συνδρομητή η μητέρα του και θα αποτελούσε τα μόνα έξοδα που θα επέτρεπε στον εαυτό του.

Στα 16 του μαζί με την αδερφή του Λούλα εγκαθίστανται στην Αθήνα, δεχόμενοι αρχικά οικονομική βοήθεια από το θείο τους. Στη συνέχεια και οι δυο βρίσκουν δουλειά. Ο Γιάννης εργάζεται ως δακτυλογράφος σε ένα συμβολαιογραφικό γραφείο.

Η φυματίωση και η γνωριμία με την Αριστερά

Τον επόμενο χρόνο, ένας έντονος βήχας που συνοδεύεται από αιμόπτυση τους προκαλεί ανησυχία. Ο Γιάννης λαμβάνει θεραπεία, αλλά η αιμόπτυση επιστρέφει, βεβαιώνοντάς τον ότι πάσχει κι αυτός από φυματίωση, την ασθένεια που του στέρησε τη μητέρα και τον αδερφό του. Τότε ξεκινά μια ζωή ανάμεσα στα φθισιατρεία και την προσπάθεια βιοπορισμού, με μόνο καταφύγιο την ποίηση.

Για τρία χρόνια (1927-1930) θα νοσηλευτεί στο σανατόριο του νοσοκομείου «Σωτηρία», όπου και θα γνωριστεί με μέλη της αριστεράς και θα ασπαστεί τα κομμουνιστικά ιδανικά. Μην έχοντας χρήματα το 1931 μεταφέρεται στο άσυλο φυματικών Καψαλώνας, ένα ετοιμόρροπο κτίριο, όπου οι συνθήκες νοσηλείας είναι άθλιες. Ο Ρίτσος νιώθοντας την ανάγκη να καταγγείλει αυτήν την αδικία γράφει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών όπου περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσής τους. Εκεί θα συνθέσει τις δυο πρώτες του ποιητικές συλλογές, Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935). Η ασθένεια και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο δεν θα σταθούν ικανά να σταματήσουν τον ποιητή.

Ο πόνος και ο θάνατος γεννούν έναν ποιητή

Η τραγωδία συνεχίζεται. Το 1934 ο πατέρας του χάνει τα λογικά του και μεταφέρεται στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου. Το 1937 η αδερφή του Λούλα, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο και κάτω από το βάρος των δυσκολιών που συνεχώς προκύπτουν για την οικογένεια οδηγείται με τη σειρά της στο Δαφνί. Ο Ρίτσος λυγίζει από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του και γράφει Το τραγούδι της αδερφής μου (1937), ποίημα που θα κάνει τον Παλαμά να πει: «Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις».

Είχε προηγηθεί το σημαντικό του έργο Επιτάφιος (1936), το οποίο εμπνεύστηκε από το μοιρολόι μιας μάνας πάνω από το σώμα του γιου της που έπεσε νεκρός στη διαδήλωση των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, διαδήλωση που κατεστάλη βιαίως από τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ο Ρίτσος συγκλονίζεται και ταυτόχρονα εμπνέεται από τη φωτογραφία που δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη με τον άτυχο 25χρονο και τη μητέρα του. Τα αντίτυπα του Επιταφίου, καίγονται μαζί με άλλα βιβλία σε ειδική «τελετή» στους στύλους του Ολυμπίου Διός από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Σελίδες: 1 2

Συντάκτης: Evelina Petriti,

Influence:

Storyteller