Στο ποίημα «Η αλήθεια για τη θάλασσα» του Γιάννη Βαρβέρη αναδεικνύεται η πολυσχιδής σχέση μεταξύ του ανθρώπου και της θάλασσας …
Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011): Η τελευταία του συνέντευξη στον Δαυίδ Ναχμία για την ΕΡΤ
Σε μια ειλικρινή και αποκαλυπτική συνέντευξη στον Δαυίδ Ναχμία για την ΕΡΤ, από την οποία παρατίθενται εδώ τα πιο αξιοσημείωτα, κατά τη γνώμη μου, αποσπάσματα, ο ποιητής ανατέμνει τον εαυτό του, τους ποιητικούς του προγόνους, την πορεία της γραφής του και τη στάση του απέναντι σε καίρια υπαρξιακά και πνευματικά ζητήματα, όπως ο θάνατος και το θείο.
https://www.youtube.com/watch?v=HIZImFv5JZU&ab_channel=tobascodagamma
Ο εσωτερικός κόσμος του Γιάννη Βαρβέρη: Αναχωρητισμός, αξιοπρέπεια και η ειρωνεία του θανάτου
Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της «γενιάς του ’70», είναι βαθιά προσωπική και υπαρξιακή, με έντονα τα στοιχεία της ειρωνείας, του αυτοσαρκασμού και μιας φιλοσοφημένης μελαγχολίας.
Γ.Β.: «Προσπάθησα να είναι ένα μικρό έπος -παρακαλώ βάλτε σε χιλιάδες εισαγωγικά- αναχωρητισμού και αξιοπρέπειας. Δε βλέπω να είναι πολύ μακριά η θλίψη και η μελαγχολία από τον αναχωρητισμό και την αξιοπρέπεια».
Ο Βαρβέρης στη δήλωσή του για το ποιητικό του βιβλίο Ο κύριος Φογκ (1993) περιγράφει σχεδόν το ποιητικό του credo και αποκαλύπτει τον θεμελιώδη τόνο του έργου του. Με τη λέξη «έπος», ειρωνικά εντός «χιλιάδων εισαγωγικών», φανερώνει τη συνείδηση ενός έργου που αντιστρατεύεται κάθε μεγαλόστομη διεκδίκηση, αλλά ταυτόχρονα δεν παραιτείται από το βάθος.
Η έννοια του αναχωρητισμού δεν αφορά μόνο τη φυγή από τον κόσμο, αλλά και μια στάση αποστασιοποίησης, διακριτικότητας και σιωπηρής αξιοπρέπειας απέναντι στη βαρβαρότητα της καθημερινότητας. Ο «αναχωρητισμός» και η «αξιοπρέπεια» δεν είναι για αυτόν επιλογές αποστασιοποίησης, αλλά σιωπηλές στάσεις εσωτερικής αντίστασης.
Η θλίψη και η μελαγχολία, όπως δηλώνει, βρίσκονται εγγύτερα σ’ αυτή τη στάση απ’ όσο φανταζόμαστε. Δεν πρόκειται για μελαγχολία «κατάστασης», αλλά για μελαγχολία «στάσης»· για μια βαθιά ψυχική θέση απέναντι στον κόσμο, η οποία δεν επιδιώκει να τον μεταμορφώσει, αλλά να τον υπομείνει χωρίς να καταλυθεί το εσωτερικό ήθος.
Δ.Ν.: − Βιώσατε την αγάπη στα παιδικά σας χρόνια;
Γ.Β.: − Ήμουν από τα τυχερά εκείνα παιδιά που είχαν μια οικογένεια πολύ θερμή απέναντι τους και εισέπραξα πραγματική στοργή από κάθε κατεύθυνση. Αν όμως ήθελα να θυμηθώ κάτι όχι ιδιαίτερα θετικό από όλη αυτή την παλιά ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι που με περιστοίχιζαν, όπως και αργότερα άλλωστε, ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας, δηλαδή δεν είχα ποτέ την αγάπη νέων ή την φιλία μικρών παιδιών.
Ο Βαρβέρης αναγνωρίζει με συγκίνηση ότι στα παιδικά του χρόνια έζησε αγάπη και στοργή σε μια θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Ωστόσο, επισημαίνει ότι περιστοιχιζόταν κυρίως από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, γεγονός που τον απομάκρυνε από την παιδική παρέα και τη νεανική αγάπη, ίσως διαμορφώνοντας μια πρώιμη εσωστρέφεια, ένα βλέμμα ώριμο και νοσταλγικό ήδη από την παιδική ηλικία.
Το κλειδί εδώ δεν είναι η «αγάπη», αλλά η «μοναξιά», καθώς δέχεται ότι η παιδική του ηλικία είχε στοργή, όμως, η απομόνωση από τους συνομηλίκους αποτέλεσε την απαρχή της ενδοσκόπησης.
Δ.Ν.: − Ποια είναι τα βιβλία και γενικότερα οι επιρροές που σας διαμόρφωσαν;
Γ.Β.: − Ο Καβάφης είναι κάτι το αυτονόητο για όλους μας. Αγάπησα πολύ τον παραθεωρημένο Τάκη Παπατσώνη. Αγάπησα τους ποιητές του μεσοπολέμου: από τον Καρυωτάκη μέχρι τους ελάσσονες αλλά μέχρι και τους πιο ελάσσονες υπό την έννοια πως πολλών ανθρώπων τα παιδιά είναι τα λόγια μας όπως λέει ο Σεφέρης και μάλιστα και … Αγάπησα με μέτρο τη γενιά του ’30 και πολύ την πρώτη μεταπολεμική γενιά. Δεν ξέρω ποιοι ακριβώς είναι αυτοί που με επηρέασαν, ίσως καμιά φορά τους μπλέκουμε με αυτούς που αγαπούμε αλλά αγαπώ τον Νίκο Φωκά, αγαπώ την Ελένη Βακαλό, αγαπώ το Δημήτρη Παπαδίτσα, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Μάνο Ελευθερίου. Και από ξένη ποίηση δεν μπορώ να πω, δεν μπορώ να ξέρω αν με επηρέασαν ποιητές, ξέρω μόνο ότι τους αγάπησα.
Όταν αναφέρεται στις επιρροές του, το φάσμα είναι ευρύ και ποικιλόμορφο. Ο Κ.Π. Καβάφης αποτελεί «αυτονόητο» σημείο αναφοράς, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Τάκη Παπατσώνη. Η προτίμηση στους ποιητές του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς υποδηλώνει μια καλλιτεχνική προσήλωση σε φωνές που, όπως λέει, «πολλών ανθρώπων τα παιδιά είναι τα λόγια μας», αναδεικνύοντας έτσι τη διαχρονικότητα και τη βαθύτερη αξία της γραφής. Ειδικά ο Νίκος Φωκάς, η Ελένη Βακαλό, ο Δημήτρης Παπαδίτσας και ο Βύρων Λεοντάρης συνθέτουν ένα πνευματικό τοπίο με το οποίο νιώθει συγγένεια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν λέει «με επηρέασαν» αλλά «τους αγάπησα», «με συγκίνησαν». Ο Βαρβέρης δεν χτίζει ένα λογοτεχνικό γενεαλογικό δέντρο για να ανήκει. Σχηματίζει ένα συναισθηματικό τοπίο ταυτίσεων – όχι μέσα από θεωρίες, αλλά μέσα από το βίωμα της ανάγνωσης. Η διαφορά ανάμεσα σε «θρέψη» και «συγκίνηση» είναι διαυγής, αφού αναγνωρίζει το μέγεθος των «μεγάλων», αλλά δεν ταυτίζεται ψυχικά. Η αληθινή του συγγένεια είναι με φωνές σκοτεινότερες, λιγότερο εδρασμένες σε σύνολα.
Γ.Β.: « […] Leo Ferre και όλο το γαλλικό τραγούδι που με έχει απασχολήσει από μικρής ηλικίας και που ήταν ένα από τα στοιχεία που με επηρέασαν και στη γραφή μου και που ξέχασα προηγουμένως να σας το αναφέρω. Παραδείγματος χάρη είναι ο Σαρλ Τρενέ, ο Ζωρζ Μπρασένς με τις μπαλάντες του, ο Ζακ Μπρελ, η Μπάρμπαρα. Όλη αυτή η γενιά του ’50 που μέσα από τον υπαρξισμό κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα σύμπαν ποίησης και μουσικής είναι ιδιαίτερα κοντά μου, μάλλον για να ακριβολογώ είναι ιδιαίτερα κοντά της».
Από τις πιο γοητευτικές αποκαλύψεις είναι η επίδραση που άσκησε πάνω του το γαλλικό τραγούδι και η κουλτούρα του γαλλικού υπαρξισμού. Αναφέρεται με αγάπη στον Léo Ferré, τον Charles Trenet, τον Georges Brassens, τον Jacques Brel και τη Barbara, τους οποίους εντάσσει σε μια γενιά που δημιούργησε «ένα σύμπαν ποίησης και μουσικής», ιδιαίτερα οικείο στον ίδιο. Αυτή η μουσική ποίηση, η μπαλαντική αφήγηση, διαποτίζει το έργο του και εμπλουτίζει τον τόνο του με μια γαλλική λεπτότητα και υπαρξιακή μελαγχολία.
Γ.Β.: «Είναι μια ιδανική εποχή, νομίζω, για να γράφω αλλά καθόλου ιδανική για να ζω. […] είναι ο ίδιος ο αυτοσαρκασμός που σου επιτρέπει να περάσεις στην ηρεμία και στη χλεύη».
Η εποχή του δεν είναι ιδανική για να ζει κανείς, παρατηρεί ο Βαρβέρης, αλλά ίσως είναι ιδανική για να γράφει. Ο σαρκασμός, συνεχίζει, είναι το διαβατήριο για να περάσει κανείς στην ηρεμία και τη χλεύη — μια φράση που συμπυκνώνει τη λειτουργία της ειρωνείας στο έργο του. Ο αυτοσαρκασμός λειτουργεί λυτρωτικά και απελευθερωτικά, μετατρέποντας τη θλίψη σε στοχασμό και τη φθορά σε λόγο.
Εδώ συνοψίζεται σχεδόν όλο το ψυχικό του σύμπαν. Η λέξη-κλειδί: δυσθυμία. Όχι κατάθλιψη, όχι θλίψη, αλλά μια σταθερή μετεωρική διάθεση – ένα συνεχές ψυχικό φόντο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Η ποίηση δεν τον θεραπεύει, δεν είναι εκτόνωση αλλά η τέχνη της διαχείρισης. Ίσως εκεί να έγκειται το μεγαλείο του: στη διαρκή προσπάθεια νηφαλιότητας, χωρίς καμία προσποίηση σωτηρίας. Ο εαυτός του παραμένει «ανικανοποίητος» και «εύθικτος» – κι αυτό γίνεται όχι αδυναμία, αλλά ύλη της γραφής.
Δ.Ν.: − Η ειρωνεία στο έργο σας φαίνεται να έχει μεγάλο και καταλυτικό μερίδιο. Σε γενικές γραμμές όμως η ποίησή σας είναι εσωστρεφής. Επίσης, χαριεντίζεστε και ερωτοτροπείτε εδώ και πολλά χρόνια με τον θάνατο. Σας ακολουθούν επίθετα όπως θανατοτροπικός ακόμα και ο τίτλος ποιητής του θανάτου. Ποια είναι η κοινωνική συνεισφορά ενός ποιητή μέσα από τον πεσιμισμό.
Γ.Β.: − Θα ’θελα να πιστεύω ότι είναι συνεισφορά αυτοσυνειδησίας για τους αναγνώστες του. Ο θάνατος έχει κυκλοφορήσει μέσα στην εργασία μου ως μια έννοια για εξορκισμό. Γι’ αυτό και όσο περνούν τα χρόνια, ο θάνατος υποχωρεί στα γραφτά επειδή πλησιάζει στα πράγματα, στη ζωή δηλαδή. Τώρα ως προς τις ετικέτες του ποιητή του θανάτου και τα λοιπά και τα λοιπά είναι επίθετα υπό την έννοια του ότι επιθέτονται ή και επιτίθενται σε έναν άνθρωπο. Η θεματική είναι πάντοτε από την πλευρά της ζωής. Ακόμα και όταν μιλάς για τον θάνατο, μιλάς από την πλευρά της ζωής απλώς προσπαθείς να δείξεις ότι τα πάντα γίνονται για να παρηγορηθεί αυτό το ύψιστο γεγονός αυτή η μήτρα της ανυπαρξίας, όπως έλεγε ο Γεώργιος Βαφόπουλος, μέσα στην οποία είμαστε καρφωμένοι.
Ο ποιητής προσεγγίζει τον θάνατο με φιλοσοφική νηφαλιότητα και υπαρξιακή ειρωνεία. «Όσο περνούν τα χρόνια, ο θάνατος υποχωρεί στα γραφτά επειδή πλησιάζει στα πράγματα, στη ζωή δηλαδή», λέει, επισημαίνοντας πως όσο η βιολογική πραγματικότητα του θανάτου πλησιάζει, τόσο λιγότερο απασχολεί την ποιητική θεματική. Η ποίηση του θανάτου είναι τελικά ποίηση της ζωής, αφού προσπαθεί να δώσει παρηγοριά μπροστά στο «ύψιστο γεγονός», στη «μήτρα της ανυπαρξίας», όπως τη χαρακτήριζε ο Βαφόπουλος.
Αυτή η αντιστροφή – «όχι να παρηγορηθώ, να την παρηγορήσω» – είναι συγκλονιστική. Ο θάνατος δεν είναι θέμα· είναι συνομιλητής. Η ποίηση γίνεται μια πράξη τρυφερότητας προς την απώλεια, όχι προσπάθεια να την απαλύνει. Ο Βαρβέρης δεν κρύβει τον φόβο· τον μεταπλάθει σε τελετουργία οικείωσης. Είναι ποιητής που στέκεται δίπλα στον θάνατο, όχι απέναντι.
Δ.Ν.: − Η σχέση σας με τη θρησκεία;
Γ.Β.: − Η σχέση μου με τη θρησκεία είναι μηδενική βέβαια, όπως είναι ευνόητο. Όχι όμως και η σχέση μου με το θείο, δηλαδή, το θείο όπως το αντιλαμβάνεται ο Αισχύλος ίσως και ο Σοφοκλής. Θα ήθελα να πιστεύω ότι θεολογώ και ότι δεν θρησκεύομαι. Από την άλλη πλευρά η σχέση μου προς τις θρησκείες είναι σεβαστική υπό την έννοια ότι δεν θα μπω ποτέ σε μια χριστιανική εκκλησία βαστώντας ένα αναμμένο τσιγάρο.
Αναφορικά με τη θρησκεία, δηλώνει με σαφήνεια πως η σχέση του είναι μηδενική. Όμως το θείο δεν του είναι ξένο. Το αντιλαμβάνεται όχι με όρους δόγματος ή πίστης, αλλά με την αρχαιοτραγική του έννοια — εκείνη που απηχεί στις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Έτσι, δεν θρησκεύεται αλλά θεολογεί, σέβεται όμως τη θρησκευτική πίστη των άλλων. Με ευγένεια και λεπτότητα λέει: «Δεν θα μπω ποτέ σε μια χριστιανική εκκλησία βαστώντας ένα αναμμένο τσιγάρο».
Η θεολογία του Βαρβέρη είναι υπαρξιακή. Δεν είναι πίστη, είναι αναγνώριση του άρρητου. Το “θείο” δεν έχει εδώ μεταφυσική έννοια· έχει τραγική. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής που επικαλείται δεν είναι πνευματικοί οδηγοί· είναι μάρτυρες του απροσμέτρητου. Ο άνθρωπος του Βαρβέρη δεν προσεύχεται· συλλογίζεται. Το θείο είναι για αυτόν το όριο της κατανόησης, εκεί όπου σταματούν οι λέξεις – και αρχίζει η ποίηση.
Η ποίηση του Βαρβέρη, τελικά, είναι μια προσπάθεια αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας. Μέσα από τη μελαγχολία, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και την υπαρξιακή του στάση, προτείνει μια μορφή αξιοπρεπούς αναχώρησης από τον θόρυβο και τη χυδαιότητα του κόσμου.
Η συμβολή του δεν είναι κοινωνική με την κλασική έννοια, αλλά εσωτερική και διανοητική. Δεν προσφέρει λύσεις, αλλά καθρέφτες — για να αναγνωρίσει ο αναγνώστης τη δική του μελαγχολία, να συνειδητοποιήσει τη δική του μοναξιά και να πορευτεί, ίσως, με λίγη περισσότερη ειρωνεία και αξιοπρέπεια προς τη «μήτρα της ανυπαρξίας».