Οι πολεμικές ιστορίες αναδύουν κάτι το σαγηνευτικό, κάτι το επικό για τους περισσότερους άντρες, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική …
Full Metal Jacket: Μαθήματα θανάτου
Το “Full Metal Jacket” του Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν πρόκειται για μια ακόμη πολεμική ταινία.
Το “Full Metal Jacket” είναι ένα σκοτεινό, ανησυχητικό ψυχογράφημα που διαπερνά την επιφάνεια της στρατιωτικής ζωής και ξεσκεπάζει τα ψυχολογικά και ηθικά τραύματα που γεννά ο πόλεμος, ήδη από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης. Μέσα από δύο ξεκάθαρα διακριτά μέρη, η ταινία ξεκινά με τη βασανιστική στρατιωτική εκπαίδευση στο στρατόπεδο του Πάρις Άιλαντ και στη συνέχεια μεταφέρεται στο φλεγόμενο Βιετνάμ, αναδεικνύοντας την κλιμάκωση της φρίκης και της απώλειας της ανθρωπιάς.
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι σχεδόν θεατρικό στη δομή του. Ο λοχίας Χάρτμαν είναι το σύμβολο της σκληρότητας και της τοξικής αρρενωπότητας. Από την πρώτη στιγμή, επιβάλλει τον εαυτό του στους νεοσύλλεκτους με μία σχεδόν απάνθρωπη πειθαρχία, χλευασμό και διαρκή ταπείνωση. Η εκπαίδευση δεν αποσκοπεί μόνο στη σωματική προετοιμασία, αλλά κυρίως στην ψυχολογική κατάρρευση του ανθρώπινου «εγώ» – με σκοπό τη δημιουργία ενός υπάκουου στρατιώτη-μηχανής.
Ο χαρακτήρας του Λέοναρντ Λόρενς, ή “Gomer Pyle”, αποτελεί την τραγική φιγούρα του πρώτου μέρους. Ένας αφελής και αδέξιος νεοσύλλεκτος, γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος της διμοιρίας. Η συνεχής ταπείνωσή του, τόσο από τον λοχία όσο και από τους συνστρατιώτες του, φέρνει στο φως τις καταστροφικές συνέπειες της τοξικής αρρενωπότητας και του στρατιωτικού μιλιταρισμού, που δεν αφήνει χώρο για αδυναμία, ευαισθησία ή προσωπικότητα.
Η σκηνή-κλειδί του πρώτου μέρους, η δολοφονία του λοχία Χάρτμαν από τον Λόρενς και η επακόλουθη αυτοκτονία του, αποτελεί μια φρικτή κορύφωση της εσωτερικής πίεσης. Ο Λόρενς, αφού απορροφά όλη τη βία που του επιβλήθηκε, την αναπαράγει με τον πιο ακραίο τρόπο: μέσα από μια πράξη δολοφονίας και έπειτα αυτοκαταστροφής. Ο ψυχολογικός εκτροχιασμός του καταδεικνύει πώς η σκληρότητα του στρατού δεν διαμορφώνει απλώς μαχητές, αλλά και ψυχικά διαλυμένους ανθρώπους. Ο Κιούμπρικ δεν δικαιολογεί την πράξη του, αλλά την παρουσιάζει ως αναπόφευκτη συνέπεια ενός συστήματος που εξευτελίζει τον άνθρωπο στο όνομα της πειθαρχίας και της «ανδρείας».
Η ταινία, στο δεύτερο μέρος, μεταφέρεται στο πεδίο της μάχης, όπου ο Τζόκερ και οι υπόλοιποι πεζοναύτες καλούνται να επιβιώσουν στο χάος του πολέμου του Βιετνάμ. Εδώ, η σκληρότητα γίνεται κανονικότητα. Οι στρατιώτες σκοτώνουν, σαρκάζουν και αντιμετωπίζουν τη φρίκη με κυνισμό. Η τοξική αρρενωπότητα δεν έχει πια τη μορφή της εκπαίδευσης, αλλά την αποδοχή της βίας ως τρόπου ζωής. Ο άνθρωπος αποξενώνεται πλήρως από τον εαυτό του και τις ηθικές του αρχές.
Το “Full Metal Jacket” δεν προσπαθεί να εξιδανικεύσει ή να καταδικάσει με απλοϊκό τρόπο. Αντιθέτως, φωτίζει τη ρίζα της βίας που ξεκινά πολύ πριν τη μάχη – στον τρόπο που η κοινωνία και ο στρατός ορίζουν την ανδρική ταυτότητα, την «τιμή», την «πειθαρχία». Το ότι ένας χαρακτήρας όπως ο Λόρενς καταλήγει να στρέψει το όπλο εναντίον τόσο του εκπαιδευτή όσο και του εαυτού του δεν είναι μια απλή τραγωδία, αλλά μια αλληγορία για το πώς η επιβολή ανδροπρέπειας χωρίς όρια οδηγεί στην ψυχική καταστροφή.
Ο Κιούμπρικ, με την υποβλητική του αισθητική, το λεπτομερές μοντάζ και την αφηγηματική ακρίβεια, παραδίδει ένα έργο που ξεπερνά τα όρια της πολεμικής ταινίας. Το “Full Metal Jacket” είναι μια ωμή καταγραφή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία χτίζει και καταστρέφει τον άνθρωπο.