Η άτυπη συνέχεια του Chungking Express με λίγο μυστήριο, ακροβατικές λήψεις και neon φώτα ακολουθεί μοναχικά αγόρια και κορίτσια στον …
«Ευτυχισμένοι Μαζί»
Με άλλη μία βραβευμένη ερωτική ιστορία στις Κάννες ο Γουόνγκ Καρ Γουάι παρουσιάζει ένα ζευγάρι από το Χονγκ Κονγκ που “ναυαγεί” στην Αργεντινή και προσπαθεί να επισκευάσει μία σχέση, η οποία ήδη έχει φτάσει στο τέλος της.
Η πλοκή
Ένα ζευγάρι δύο αντρών έχει επισκεφτεί το νοτιότερο μέρος της Αργεντινής με σκοπό να κάνει εκεί διακοπές και παράλληλα να επισκευάσει τη σχέση του. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν κάπου στη αρχή του ταξιδιού τους το ζευγάρι αποφασίζει να χωρίσει. Έχοντας ελάχιστα χρήματα στη διάθεσή τους, αντί να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, καταλήγουν να γίνουν προσωρινά εργαζόμενοι στην Αργεντινή. Ο ανιδιοτελής, λογικός και ρομαντικός Λάι (Τόνι Λίουνγκ) δουλεύει ως πορτιέρης σε ένα τάνγκο μπαρ στο Μπουένος Άιρες, ενώ ο εγωιστής και έντονα σεξουαλικός Χο (Λέσλι Τσέουνγκ) καταλήγει να δουλεύει στο χώρο της πορνείας. Ωστόσο, ξαφνικά ένα βράδυ ένας αιματοβαμμένος και σοβαρά τραυματισμένος Χο εμφανίζεται στην πόρτα του πλέον πρώην συντρόφου του Λάι και τελικά καταλήγουν δυστυχώς για τον οικοδεσπότη και πληγωμένο πρώην, να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, ως συγκάτοικοι. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες και πολλαπλές προσπάθειες του Χο να χρησιμοποιήσει τις συγκεκριμένες συνθήκες προκειμένου να ξαναγίνει ζευγάρι με τον Λάι, η αντίθετη πλευρά δεν ανταποκρίνεται, μέχρι που περιστασιακά καταλήγει να υποκύπτει. Στο μεταξύ, ο Λάι αποφασίζει να παραιτηθεί από την παλιά του δουλειά ως πορτιέρης και ξεκινά να εργάζεται ως καθαριστής σε ένα κινέζικο εστιατόριο, όπου σταδιακά γνωρίζει όλο και καλύτερα τον μάγειρα, έναν νέο από την Ταιπέι τον Τσανγκ (Τσανγκ Τσεν), που αρχίζει και να ερωτεύεται.
Η κινηματογράφηση
Όπως και σε κάθε ταινία του Γουάι, έτσι και στο “Ευτυχισμένοι Μαζί”, για το οποίο βραβεύτηκε ως Καλύτερος Σκηνοθέτης στο Φεστιβάλ Καννών το 1997-ορόσημο και της ταινίας αυτής είναι η κινηματογράφισή της, η οποία οφείλεται στο χαρακτηριστικό κινηματογραφικό σύντροφο του Γουάι, Κρίστοφερ Ντόιλ. Η κινηματογράφηση δεν είναι τυχαία, καθώς βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε πλήρη συγχρονισμό με το ψυχισμό των θλιμμένων ηρώων της. Οι ασπρόμαυρες λήψεις κάνουν την εμφάνισή τους κάθε φορά που ο Λάι νοσταλγεί σκεπτόμενος τις περασμένες χαρούμενες μέρες της παρελθοντικής του πλέον σχέσης, οδηγώντας τον στο να συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο την τωρινή και αναπόφευκτη μοναξιά του. Την κάθε στιγμή όμως που ο Χο προτείνει στον πρώην σύντροφο να προσπαθήσουν να ξυπνήσουν μία σχέση που έχει ήδη φτάσει την ημερομηνία λήξης της, η κινηματογραφική παλέτα αλλάζει καλωσορίζοντας με αυτόν τον τρόπο neon πρασινοκίτρινα και κόκκινα χρώματα μαζί με την αναβίωση της ελπίδας στη ψυχή του Λάι. Γιατί, δεν είναι πλέον μόνος, έστω και προσωρινά. Έστω και στιγμιαία, είναι χαρούμενος.
Η άποψή μου
“Ευτυχισμένοι μαζί”, μία ταινία με εντελώς αντίθετο νόημα από τον τίτλο της – που πραγματεύεται τη συναισθηματική και παράλληλα κυριολεκτική απόσταση που διαχωρίζει τους άνδρες αυτού του ζευγαριού. Συναισθηματική, γιατί ακόμα και αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν προσπαθούν να μάθουν ξανά τα βήματα ενός χορού του οποίου η μουσική έχει σταματήσει να παίζει. Να επιστρέψουν σε μία σχέση που έχει φτάσει προ πολλού στο τέλος της. Και αυτό, για να μην είναι πρακτικά μόνοι τους. Αλλά όσο προσπαθούν να μετατρέψουν το λυπηρό τους παρόν στο ρόδινο παρελθόν τους, τόσο μεγαλύτερη μοναξιά νιώθουν. Παράλληλα, το γεγονός πως βρίσκονται στην Αργεντινή, στο ακριβώς αντίθετο άκρο του Χονγκ Κονγκ συνυποδηλώνει την κοινωνική αποξένωση που χαρακτηρίζει τη σχέση τους με τον εαυτό τους και κατ’ επέκταση και μεταξύ τους. Πασχίζουν να κρατήσουν τους παλιούς χαρούμενους εαυτούς τους και την παρελθοντική ανέμελη έκδοση της σχέσης τους προσπαθώντας να πετύχουν μία επιφανειακή ευτυχία, με αποτέλεσμα το πραγματικό εγώ τους σιγά σιγά να αλλοιώνεται και η αίσθηση της εμφανώς συνειδητής μοναξιάς τους να κουκουλώνεται.
Παρά, όμως, την απλή υπόθεση του ο Γουόνγκ Καρ Γουάι, με το Ευτυχισμένοι Μαζί καταφέρνει να γεμίσει τις απλές στιγμές του καπνίσματος ενός τσιγάρου, του χορού στη μέση μίας κουζίνας και της συνομιλίας με ένα κασετόφωνο σε φωτογενείς πίνακες που δρουν ως την ντροπαλή φωνή των μοναχικών ηρώων του. Δεν χρειάζεται ανεβοκατεβάσματα στην πλοκή προκειμένου να σε μαγνητίσει. Ούτε πολύ διάλογο. Ούτε χαρούμενη θεματολογία. Η υπεροχή της χαρακτηριστικής πλέον neon αισθητικής του και η ομορφιά της ειλικρινούς απεικόνισης των τραγικών ηρώων του – που πλησιάζουν πιο πολύ πραγματικούς ανθρώπους, παρά φανταστικούς κινηματογραφικούς ήρωες- είναι το μόνο που χρειάζεται για να σε γοητεύσει από τα πρώτα λεπτά.