Αναμφίβολα, τα παραμύθια παρέχουν όμορφες στιγμές στα παιδιά ταξιδεύοντάς τα σε κόσμους εξωτικούς και μαγευτικούς. Ωστόσο, πέραν της ψυχαγωγικής διάστασης …
Ένα παραμύθι «ορεινό» και ονειρικό για μεγάλα παιδιά
«Αν θέλετε το παιδί σας να γίνει έξυπνο, διαβάστε του παραμύθια. Αν θέλετε να γίνει πιο έξυπνο, διαβάστε του περισσότερα παραμύθια». Αυτή ήταν η συμβουλή του Άλμπερτ Αϊνστάιν και στο άρθρο μας εκθέτουμε τους λόγους που τα παραμύθια είναι το βάλσαμο της ψυχής μικρών και μεγάλων. Επιπλέον ένα παραμύθι- όνειρο για όλους εσάς!
Το ξέρετε ότι μου αρέσουν τα παραμύθια, το έχω αναφέρει πολλές φορές και τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Και μιας που πιθανολογώ ότι αρέσουν σε πολλούς (όλοι μεγάλα παιδιά είμαστε άλλωστε, σιγά μην έχουμε ωριμάσει τόσο πια που να γυρνάμε την πλάτη μας στα παραμύθια-εδώ διαβάζουμε τι κάνουν οι αστέρες του Hollywood…) και μιας και θα είναι μια αλλαγή από τα συνήθη κείμενα (διότι φοβούμαι μην με βαρεθείτε), αποφάσισα σήμερα να γράψω ένα παραμύθι.
Αυτό που δεν μπορεί να συμβεί και η μαγεία
Ένα εντελώς φανταστικό παραμύθι με την έννοια ότι είναι φύση αδύνατον να συμβεί ακριβώς έτσι, εκτός αν ανατραπούν διαμιάς όλοι οι νόμοι της φύσης. Αλλά ίσως να μπορεί να συμβεί, να υπάρξει με κάποιον άλλον τρόπο μέσα στο νου του καθενός ή ίσως, παρά τον παραλογισμό του, να αφυπνίσει κάτι μέσα σε κάποιον, να τον/την κάνει να δει τον εαυτό του/της αλλιώς ή να συνειδητοποιήσει κάποιον παραλληλισμό ή κάποια ομοιότητα με κάτι που έχει ξεχάσει.
Δείτε το σαν περιπέτεια
Ή απλά μπορεί να είναι ένα παραμύθι που ποτέ δεν θα συμβεί – αλλά αυτό είναι παρακινδυνευμένο να το λέμε μιας και όλα σε αυτόν τον κόσμο έχουν την τάση να συμβαίνουν κι ας μην μας αρέσει αυτό. Όπως λ.χ. τα παραμύθια που είναι κοντά σε κάποιες αλήθειες και μας ξενίζουν και μας ξινίζουν και μας κάνουν να γυρνάμε απ΄ την άλλη: «Καλέ, τι παραμύθια είναι αυτά τώρα…» και άλλα τέτοια υποτιμητικά σχόλια, διότι ξεχνάμε πως ένα παραμύθι είναι μια περιπέτεια και αν ρωτήσουμε γύρω μας θα δούμε ότι όλοι διψάμε για μια περιπέτεια – έως ότου έρθει και μας βρει βέβαια.
Τα παραμύθια υπο-νοούν
Τα παραμύθια σε πρώτο επίπεδο είναι αυτό που περιγράφουν, όμως είναι κι εκείνα που δεν περιγράφουν και όσα άλλα υπονοούν, σκιαγραφούν, υπαινίσσονται και πάει λέγοντας, αφήνοντας τον κάθε αναγνώστη ελεύθερο να τα εκλάβει σύμφωνα με το δικό του μυαλό και νου, χωρίς να δεσμεύουν με κανόνες και αξιώματα όπως τα μαθηματικά ή η φυσική. Εκεί, η φαντασία δεν χωρά άνετα, οι ορίζοντες έχουν όρια και ακολουθούν τους φυσικούς νόμους. Η μαγεία του παραμυθιού έγκειται σε αυτό ακριβώς: εκεί εκλείπουν οι γνωστοί καθημερινοί κανόνες, τα όρια είναι συγκεχυμένα και μπορούμε να αδιαφορούμε γι’ αυτά, βιώνοντας ως αναγνώστες μια άμεση «υπέρβαση», ένα μικρό θαύμα, κάποιο ανεξήγητο γεγονός. Μέσω των παραμυθιών μάς ανοίγονται νέοι ορίζοντες, νέες δυνατότητες, νέοι ορίζοντες προς μια άλλη διάσταση που μπορεί να είναι γεμάτη χαρά, αλλά μπορεί και όχι, αλλά που σίγουρα είναι απρόσμενη όπως δεν θέλουμε να είναι η ζωή.
Παραμύθι λοιπόν για ενήλικες: ΟΡΕΙΝΟ
«Τα μικρά ιπτάμενα πλοιάρια που απογειώνονται από τον βράχο διασχίζουν αθόρυβα ένα απύθμενο ατελείωτο, γαλάζιο χάσμα ουρανού και προσγειώνονται τελικά στα συννεφιασμένα πεδία του Ορεινού. Το ταξίδι κρατεί ελάχιστα και το εισιτήριο ήταν πολύ φθηνό, υποτυπώδες. Τα πρώτα βήματα είναι δύσκολα για τον επισκέπτη, ο οποίος βρίσκεται να πατάει πάνω σε μια άμορφη μάζα σύννεφου, σαν έρπουσα πηχτή ομίχλη που του καλύπτει τους αστραγάλους, «αφαιρώντας» του τα πόδια, δίνοντάς του την εντύπωση πως βουλιάζει, πως τα σύννεφα δεν θα τον κρατήσουν, πως θ ‘ανοίξουν και θα πέσει, θα τσακιστεί κάτω στην αόρατη, σκληρή γη.
»Ο φόβος κάνει τα πρώτα βήματα δύσκολα, αλλά τα σύννεφα κρατούν γερά και η πόλη απλώνεται μπροστά του κάτασπρη, φουσκωτή, με λευκούς λοφίσκους σύννεφων, με ολόλευκα, στρογγυλεμένα οικοδομήματα μέσα απ ‘τα όποια το φως τ’ ουρανού διαχέεται σε γαλάζιο, μπλε, γκρι, ασημί. Η λάμψη του Ήλιου τούς προσδίδει ένα λαμπύρισμα σαν εκείνο του χιονιού, μόνο καθαρότερο, εντονότερο, πιο κοφτερό, σαν αιχμηρό διαμάντι. Τα σύννεφα που αποτελούν την πόλη συνωστίζονται το ένα πλάι στ’ άλλο σε μια συμπαγή, αδιαφανή και άφθαρτη μάζα που πλέει στην αγκαλιά τ’ ουρανού ελεύθερη και ανοικτή στους ανέμους που δεν μπορούν να τη μετακινήσουν ούτε σπιθαμή.
»Όλα, τα πάντα, είναι σύννεφα που υποχωρούν ελαστικά κάτω από το ελάχιστο άγγιγμα ή βάρος για να επανέλθουν στη θέση τους, μόλις σηκώσεις το πόδι σου, μ’ ένα σχεδόν αθόρυβο «πλουπ». Τα σύννεφα, που είναι το Ορεινό, «μουνταίνουν» τους θορύβους, τρώνε τους ήχους και τις φωνές και μέσα σε αυτήν την άπλετη σιωπή το μόνο που ακούγεται είναι το συνεχές «πλουπ-πλουππλουπ» των σύννεφων που επανέρχονται σαν μπουρμπουλήθρες που σκάνε κάπου μακριά, «πλουπ-πλουπ-πλουπ», σαν μικροί φελλοί που σκάνε γιορτινοί κι ευτυχισμένοι. Ένας ήχος νανουριστικός, που είναι ο ήχος της ανάσας του Ορεινού.
»Οι Ορεινοί ζουν μέσα σ’ ένα λευκό χρώμα με θέα ένα απέραντο γαλάζιο γεμάτο φως και μια αχλή που τίποτα δεν ταράζει – που και που το σκίζει κανένα πουλί κι ο ουρανός χαράζει στιγμιαία και ξανακλείνει ερμητικά. Κι οι ίδιοι, οι οποίοι είναι ατάραχοι, μικροκαμωμένοι με ελαφρύ βάδισμα και αβίαστες κινήσεις, χαμογελαστοί και ολιγόλογοι, ονειροπόλοι χωρίς όμως να είναι αφηρημένοι, ζουν ιπτάμενοι αν και ανίκανοι να πετάξουν. Το ελεύθερο μπλε πυκνώνει τη ματιά τους με τη βαρύτητά του, ενώ τα όνειρα πτήσης κυριαρχούν στον ύπνο τους, ελευθερώνοντας το στήθος και την ανάσα τους από το βαρύ φορτίο της νύχτας και του ασυνειδήτου που ξεδιπλώνεται μες απ’ τα όνειρα τους. Ο θυμός είναι σπάνιος, αδύναμος μπροστά σε αυτό που τους ανοίγεται καθημερινά, τα θυελλώδη πάθη δεν έχουν θέση εδώ οπού τα σύννεφα αγκαλιάζουν προστατευτικά, θερμαίνοντας μέλη και καρδίες και η θέα από τα παράθυρα τους μαρτυρά κάτι πιο βαθύ κι απ΄ τον ουρανό τον ίδιο.
»Ο θάνατος στο Ορεινό είναι το ίδιο όπως παντού, η σωματική φθορά απαράλλακτη και επώδυνη. Ο νεκρός καλύπτεται μέσα σ’ ένα σύννεφο, ένα κουκούλι άσπρο, και αφήνεται να παρασυρθεί από τον αέρα περά, στα έγκατα τ’ ουρανού χωρίς κλάματα και οδυρμούς. Όταν η ψυχή είναι έτοιμη, θα αναδυθεί από το μαλακό στρώμα της και θα βρει την θέση της μέσα στο άχρονο γαλάζιο. Δεν υπάρχει ο χρόνος στο Ορεινό, δεν έχουν ρολόγια, μετρούν με τον Ήλιο, με τα χρώματα που αλλάζουν, με τις σκιές που απλώνονται και κονταίνουν. Ξέρουν ότι η αιωνιότητα δεν έχει χρόνο κι άρα αυτό που μετρούν είναι κάτι φευγαλέο που αύριο δεν θα υπάρχει. Μετρούν ώστε να διευκολύνουν τις καθημερινές εργασίες τους και τα εξωσυζυγικά ραντεβού τους.
»Τα παιδιά που παίζουν στους δρόμους κλωτσώντας την μπάλα ξέρουν πως δεν θα τη χάσουν: στο πρώτο δυνατό γκελ η μπάλα θα εγκλωβιστεί μέσα στο σύννεφο και τότε θα σχηματίσουν μια ανθρωπινή αλυσίδα πίσω από αυτόν που θα αγκαλιάσει την μπάλα και θα τραβήξουν με όλη τους τη δύναμη. Η μπάλα θα ξεκολλήσει μ’ ένα δυνατό «ΠΛΟΥΠ» και θα πέσουν όλα πίσω και κάτω ξεκαρδισμένα απ’ τα γέλια. Τα παιχνίδι θα ξεχαστεί.
»Θα κυλιστούν μες τα σύννεφα του Ορεινού μέχρι να τους φωνάξει κάποιος γονέας, «Θα μαζευτείτε ποτέ; Άντε να δούμε…», άλλοτε «Θα γεμίσεις πάλι το σπίτι με τα χνούδια και θα φωνάζει η μάνα σου…» και «Πότε θα καταλάβεις παιδί μου ότι αυτά τα σύννεφα δεν καθαρίζονται σαν τα χαλιά!» και τότε θα σηκωθούν τινάζοντας κομματάκια σύννεφα απ’ τα ρούχα τους, βγάζοντας άλλα μέσα από τις τσέπες, τα παπούτσια, τις κάλτσες τους. Αλλά πάντα θα μείνουν εκείνες οι μικρές μαρτυριάρικες τούφες σύννεφου κολλημένες στα μαλλιά τους, άσπρα, γαλάζια ή μπλε αέρινα χνούδια που τους δίνουν μια αλλόκοτη όψη φτερωτών ξωτικών. Είναι άτακτα τα Ορεινάκια.
»Κουκουλώνονται τα παλιόπαιδα με σύννεφο, γίνονται μια άμορφη, κινούμενη μάζα και πετάγονται μπρος στους ανίδεους επισκέπτες και τουρίστες: εκεί που περπατούν αμέριμνοι,τουςεπιτίθεταιξάφνουένασύννεφο:απότοπουθενάξεφυτρώνειαπότοέδαφος,ξεκολλάειαπόένακτίσμααναπάντεχα ή πετάγεται μες απ΄ τη γωνία δυο δρόμων γελώντας αθόρυβα με δυο εκτυφλωτικά γαλάζια μάτια να καίνε μέσα στα σπλάχνα του.
»Καvένας επισκέπτης δεν κοιτάζει μέσα σ ‘αυτά τα ματιά, στα ματιά των Ορεινών. Τα αποφεύγουν. Τους τρομάζει ,όχι το βάθος, αλλά το αχανές που αντικρίζουν εκεί, γιατί το βλέμμα των Ορεινών, σαν τον βαθύ ουρανό, δημιουργεί πίσω από την καθ’ αυτή εικόνα ένα συναίσθημα ακαθόριστο, βαρύ, μια αέρινη επιθυμία, και ξυπνάει το μαγικό, αρχέγονο όνειρο της πτήσης, το άγνωστο που μπορεί να οδηγεί και να ωθεί προς τον θάνατο. Τους κρατεί δέσμιους αυτό το βλέμμα που είναι ίσως η ολοκληρωμένη σύζευξη όλου του υποσβόσκοντος υποσυνείδητου συναισθήματος που με τον δικό του τρόπο είναι παρόν και της απτής, συνειδητής εικόνας και αίσθησης. Όμως η διαφορετικότητα των δυο αυτών κόσμων και το αδιαμφισβήτητο πλέον γεγονός ότι συνυπάρχουν, όχι παράλληλα, αλλά το ένα πλεγμένο μέσα στ’ άλλο με τον ίδιο τόπο: το σώμα τους που φαντάζει ξάφνου τόσο μικρό μπροστά στο αέναο της Ζωής που συμβολίζει ο ουρανός. Τους τρομάζει το απέριττο γαλάζιο που τους διαπερνά και τους ξεφεύγει ατέρμον, που μέσα του αναδεύονται οι ουρανοί, το γαλάζιο των κόσμων, που για την ψυχή είναι η ζωή και το αέναο και αυτό που η σκέτη νόηση δυσκολεύεται να δεχτεί ως πραγματικότητα.
»Οι κόρες των ματιών τους, που έχουν το σχήμα άστρων, λάμπουν, τρύπες κατάμαυρες, καθώς ανοίγουν απύθμενες να καταπιούν ή να χωρέσουν τον ίδιο τον ουρανό. Η θέα από το Ορεινό είναι εξαιρετική: ο ουρανός ασκεί μια περίεργη γοητεία, κι όταν η ιδέα έπεσε στο τραπέζι με σχέδια και προγραμματισμό, οι Ορεινοί δεν αρνήθηκαν. Όχι για τα χρήματα, αυτά δεν σκέφτηκαν καθόλου- σχεδόν- , αλλά γιατί ο ψυχισμός τους, μη-συμπαγής, ανοικτός, ιπτάμενος, δεν μπορεί πάρα να δεχτεί κάθε είδους αντιξοότητα.
»Γρήγορα στηθήκαν τα πρώτα νέα κτίσματα, κι υστέρα, σύντομα, κι άλλα, κι άλλα από υλικά ελαφριά, σχεδόν αβαρή που φάνταζαν ελαστικά, κάπως σαν φτερά, εκλεπτυσμένα και κομψά όπως είναι οι βεντάλιες στον άνεμο. Το Ορεινό τραβούσε τους τουρίστες που χάζευαν ώρες μπροστά σ’ έναν ουρανό ο οποίος, άδειος από αντικείμενα, γεννούσε θεάματα τόσο φανταστικά κι απόκοσμα, ώστε να μην γεννούν αναμνήσεις και γύρω τους οι Ορεινοί πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους.
»Μέσα σ’ολο αυτό το συνεχές πηγαινέλα, μέσα στις νέες φωνές και τα νέα σούσουρα και κουτσομπολιά, κανείς δεν άκουγε πια εκείνο το «πλουπ-πλουπ-πλουπ», μόνο τα παιδιά όταν κόλλαγε η μπάλα τους. Σταδιακά άρχισε να κολλάει όλο και λιγότερο και παρατήρησαν πως για πρώτη φορά έβλεπαν καθαρά τα παπούτσια τους! Τα σύννεφα βούλιαζαν αλλά δεν επανέρχονταν πλέον όπως πριν.
»Μια μέρα, μια κλωτσιά έστειλε τη μπάλα μακριά. Τρέχοντας πίσω της την είδαν να εξαφανίζεται μέσα στα σύννεφα. «Τρέχτε!» φώναξαν, και δυο παιδιά ξεχώρισαν κι έτρεξαν μπροστά, σπρώχνοντας το ένα τ’ άλλο, γελώντας, παίζοντας ακόμα. Τα σύννεφα σχίστηκαν, υποχώρησαν, άνοιξαν σαν παμφάγο στόμα και τα γέλια έγιναν κραυγές αγωνίας, στριγγλιές τρόμου επιθανάτιου, καθώς τα μικρά κορμάκια έπεσαν σαν πέτρες στο κενό, καθώς τα πνευμόνια τους έσκασαν μέσα στα αδύνατα στήθη αφήνοντας να κυλιστούν άψυχα τα δύο σώματα στο βάραθρο τ’ ουρανού προτού σκάσουν κάτω και διαμελιστούν στο βραχώδες έδαφος. Η μπάλα έπεσε ανάμεσα σε συντριμμένα οστά, σάρκες και λιμνούλες από αίμα.
»Το Ορεινό πάγωσε. Κανείς δεν τολμούσε να το κουνήσει. Προσεκτικά και γρήγορα τα νέα σπίτια, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια κατεδαφίστηκαν και τα ελαφριά σαν πούπουλα υλικά που είχαν εξασθενίσει τα σύννεφα του Ορεινού πετάχτηκαν. Οι τουρίστες διώχτηκαν μέσα στην ημέρα.
»Μέσα στην νεκρική ησυχία που είναι ο απόηχος της φρίκης και ο ήχος του πόνου και της ενοχής, το «πλουπ-πλουπ-πλουπ» δεν ακούγονταν. Τα σύννεφα, ισοπεδωμένα, έχασκαν εδώ κι εκεί μισάνοικτα, κάτασπρες πληγές με τις σκισμένες, αδυνατισμένες ίνες τους να κρέμονται σαν ίχνη από μπαμπάκι και να ταλαντεύονται επικίνδυνα με το παραμικρό αεράκι. Ο πόνος και η ένοχη, ίσως ακούσια, σφαλίζουν τα μάτια των ορεινών για να μη δούνε. Τα μάτια της ψυχής τους όμως δεν σταματούν να βλέπουν. Το Ορεινό ερήμωσε και βουβάθηκε, καθένας κρύφτηκε στο σπίτι του. Μόνο τα σύννεφα φούσκωναν ταϊσμένα από τη νεκρική σιγή, την αταραξία, τη νηνεμία, την περίεργη εκείνη ηρεμία και την απόλυτη γαλήνη που ακολουθεί την στανική αποδοχή κάθε μεγάλης καταστροφής.
»Ακούστηκαν τα πρώτα «πλουπ», σιγανά, δειλά, και μετά όλο και πιο δυνατά «πλουπ-πλουπ», «πλουπ-πλουπ-πλουπ-πλουπ-πλουπ…»,καθώς τα σύννεφα επανέρχονταν ελαστικά, ζωντανά στη θέση τους. Μαζί και τα πρώτα ισχνά χαμόγελα, το ονειρικό βλέμμα, το βαθύ γαλάζιο της φαντασίας και της γνώσης του ολέθρου, της ενδόμυχης επίγνωσης ότι ο ουρανός προϋπήρχε κάθε αντικείμενου, της αναγνώρισης και της συνειδητής επίγνωσης ότι η Ζωή κάθε αυτή, η ουσία, η οντότητα της Ζωής, προϋπήρχε, τροφός, πριν από κάθε μορφής «ζωής». Αργά τα σύννεφα επανήλθαν στην αρχική τους θέση και μαζί, λίγο πιο αργά, επανήλθε και το βλέμμα των Ορεινών, το γεμάτο, σαρωτικό βλέμμα τα ‘ουρανού, η ασφάλεια μιας αδάμαστης και γαλήνιας δύναμης και το συγκρατημένο χαμόγελο. Η εγκράτεια των Ορεινών δεν προέρχεται από φόβο, αλλά από σεβασμό και δέος προς το άφθαρτο και ατελεύτητο που τους περιβάλλει. Ξέρουν ότι κάπου εκεί βρίσκεται η πραγματική ζωή.
»Το εισιτήριο για το Ορεινό είναι πλέον πολύ ακριβό, τόσο πολύ ακριβό που και οι δισεκατομμυριούχοι το σκέφτονται να πάνε.»