Δύο αγαπημένα ποιήματα-στοχασμοί του Γιάννη Πατίλη από την ποιητική συλλογή Ζεστό Μεσημέρι

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Το ποίημα του Γιάννη Πατίλη από τη συλλογή Ζεστό Μεσημέρι (1984) συνιστά μια στοχαστική, υπαρξιακή απορία για τη λειτουργία της ποίησης και τη θέση του ποιητή μέσα στον καθημερινό κόσμο. 

Πρόκειται για ένα σύντομο αλλά ιδιαίτερα πυκνό ποίημα, το οποίο, μέσα από φαινομενικά απλές εικόνες και ερωτήματα, φτάνει να αγγίξει βαθιά ζητήματα ταυτότητας, δημιουργίας και υπαρξιακής απραξίας.

Γιατί να γράψω εγώ αυτά τα ποιήματα

Γιατί να μην πάω στο περίπτερο

Να χαζέψω τις γλάστρες από το παράθυρο

Να πιω νερό;

Γιατί να μην αφήσω τον εαυτό μου

Στην καρέκλα του

Ξεχασμένο

Κι αδίκαστο;

Ζεστό Μεσημέρι, Αθήνα 1984

Η πρώτη στροφή διατυπώνει, με σχεδόν παιδική αμεσότητα, το ερώτημα: «Γιατί να γράψω εγώ αυτά τα ποιήματα». Δεν πρόκειται για ρητορική ερώτηση αλλά για πραγματικό δίλημμα, μια εσωτερική αναμέτρηση με την πράξη της γραφής, που απογυμνώνεται από κάθε ηρωικό ή μεταφυσικό χαρακτήρα. Η αμφιβολία για την αξία ή την αναγκαιότητα της ποιητικής δημιουργίας συνοδεύεται αμέσως από την εναλλακτική πρόταση της πιο απλής, καθημερινής, σχεδόν ασήμαντης πράξης: «Να πάω στο περίπτερο». Εδώ, η ποίηση αντιπαρατίθεται με τον κόσμο της απλής εμπειρίας (το νερό, το θέαμα της γλάστρας, το κοίταγμα από το παράθυρο) και η ποιητική δημιουργία δεν παρουσιάζεται ως κορύφωση, αλλά ως κάτι που έρχεται να διαταράξει την ακινησία και τη ραστώνη του καθημερινού.

Στη δεύτερη στροφή, το ερώτημα μετατοπίζεται από την πράξη στη συνείδηση: «Γιατί να μην αφήσω τον εαυτό μου / Στην καρέκλα του / Ξεχασμένο / Κι αδίκαστο;». Ο εαυτός εδώ παρουσιάζεται ως σώμα και ψυχή, που κάθεται, αδρανεί, αλλά ταυτόχρονα και απαλλάσσεται από την ευθύνη. Η λέξη «αδίκαστο» είναι εξαιρετικά φορτισμένη, καθώς δηλώνει την επιθυμία απελευθέρωσης από την κρίση, την αυτοκριτική, την ευθύνη της συνείδησης ή της δημιουργίας. Το να μείνει ο εαυτός «ξεχασμένος» σημαίνει να απαλλαγεί από την ανάγκη δράσης ή αυτοέκθεσης, όπως συμβαίνει με την ποίηση. Έτσι, η άρνηση της ποιητικής πράξης δεν είναι μόνο τεμπελιά ή αδιαφορία, αλλά μια μορφή υπαρξιακού αναστοχασμού: είναι άρνηση του εαυτού ως διαρκώς υπόλογου απέναντι στον κόσμο ή στον εαυτό του.

Το ποίημα, εντέλει, συνομιλεί με την έννοια της ποιητικής ευθύνης, για να την ανατρέψει. Αντί να υμνεί την τέχνη ως λύτρωση ή αντίσταση, ο Πατίλης προκρίνει την ενδοσκόπηση, την αποδόμηση, τη σιωπή. Αμφισβητεί το «καθήκον» της ποίησης, συντονιζόμενος με το ευρύτερο πνεύμα αμφισβήτησης και ειρωνικής αποστασιοποίησης που χαρακτηρίζει τη γενιά του. Η γλώσσα του είναι λιτή, καθημερινή, σχεδόν πεζολογική και δημιουργεί μια εγγύτητα με τον αναγνώστη, κάνοντάς τον να συμμετέχει σε μια κοινή ερώτηση: γιατί να γράφουμε, γιατί να πράττουμε, γιατί να στεκόμαστε αντίκρυ στην ύπαρξη με οποιαδήποτε μορφή ευθύνης;

Σε ένα επίπεδο πιο προσωπικό, το ποίημα σκιαγραφεί τη μελαγχολική γοητεία της αδράνειας. Ο ποιητής δεν δηλώνει ότι δεν θα γράψει, αλλά αναρωτιέται γιατί να γράψει και μόνο αυτή η αμφιβολία τον καθιστά βαθιά ανθρώπινο και βαθιά ποιητικό.

Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.

Από κει κουβαλάω με κόπο

Υπέροχα ποιήματα.

Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.

Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.

Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.

Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.

Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.

Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.

Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984

Το ποίημα αυτό του Γιάννη Πατίλη εκκινεί από μια φράση ισχυρής υπαρξιακής έντασης: «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.» Η φράση αυτή δηλώνει πως ο ποιητής θεμελιώνει την ύπαρξή του πάνω σε μια πράξη βίας ή εισβολής σε αυτό που δεν υπάρχει. Το ρήμα «ληστεύω» ενέχει μια ένταση, μια σχεδόν παραβατική ενέργεια: η δημιουργία δεν είναι απλώς έμπνευση ή ροή, αλλά αρπαγή, κόπος, μεταφορά από το μη είναι στο είναι.

Τα «υπέροχα ποιήματα» προέρχονται από την ανυπαρξία – είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα, δηλαδή φέρουν κάτι από την καθαρότητα και την τελειότητα του ανείπωτου, του ιδεατού. Όμως αυτή η τελειότητα δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια στον κόσμο της γλώσσας και της εμπειρίας. Στο «δρόμο» (δηλαδή στη διαδικασία της ενσάρκωσης, της γραφής) τα ποιήματα «πέφτουνε, σπάνε». Εδώ η ποιητική δημιουργία παρουσιάζεται ως αποτυχία: αυτό που φανταζόταν ή διαισθανόταν ο ποιητής δεν μπορεί ποτέ να αποδοθεί πλήρως. Η γλώσσα σπάει την καθαρότητα του άρρητου.

Το ποιητικό υποκείμενο πασχίζει να περισώσει το θραυσματικό με λέξεις, με το μόνο υλικό που διαθέτει. Η καθημερινή, κοινή γλώσσα είναι το πρόχειρο εργαλείο του ποιητή. Δεν έχει τίποτε άλλο από όσα «ξέρει, βλέπει κι ακούει». Δεν είναι προφήτης ούτε μύστης, αλλά απλώς ένας άνθρωπος μέσα στον κόσμο, που προσπαθεί να αποδώσει αυτό που τον υπερβαίνει με τα υλικά της εμπειρίας.

Η καταληκτική φράση «Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει» είναι η πιο γυμνή και αυτοαναφορική στιγμή του ποιήματος. Η επαφή με το πραγματικό, με το καθημερινό και το υπαρκτό, καταστρέφει τελικά το ιδεώδες. Εδώ αναδεικνύεται μια τραγική διάσταση της ποιητικής πράξης: όσο κι αν επιχειρείς να αρπάξεις από την ανυπαρξία κάτι αληθινό, το υπαρκτό, με όλη του τη φθορά, την ασχήμια, την τετριμμένη γλώσσα, το παραμορφώνει. Η δημιουργία είναι πράξη ηττημένη από την αρχή, μα γι’ αυτό και ουσιαστική.

Ο Πατίλης αρνείται τον ρόλο του ποιητή ως «θεόσταλτου δημιουργού». Αντί γι’ αυτό, αποδέχεται τον ρόλο του αδέξιου τεχνίτη, του στοχαστικού διαμεσολαβητή μεταξύ της υπαρξιακής σιωπής και της γλωσσικής εκφοράς. Το ποίημα, εντέλει, δηλώνει τη βαθιά συνείδηση της ανεπάρκειας της γλώσσας αλλά και την αναπόφευκτη πίστη σ’ αυτήν, μια πίστη φθαρμένη, ειρωνική και ταυτόχρονα συγκινητικά επίμονη.

Κλείνοντας, ο Πατίλης γράφει για την ποίηση ως αποτυχία και ως πάλη με το ανείπωτο, για τον ποιητή ως μεταφραστή μιας καθαρής σιωπής, που διαρκώς προδίδεται από το πραγματικό και με αυτή την επίγνωση, η ποίησή του γίνεται βαθιά ανθρώπινη.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…