Διονύσης Τσακνής: Ο ρομαντικός επαναστάτης του πενταγράμμου

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

Εγκάρδιος, γεμάτος ζωή και δράση με γνώμονα πάντα τις προσλαμβάνουσες της εποχής ο ανατρεπτικός Διονύσης Τσακνής καταθέτει αποστάγματα της καρδιάς του αποτυπωμένα σε τραγούδια από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τον έχει περιγράψει ως εξής: «Γράφει σπουδαίους στίχους και είναι εξέχων μουσικός. Μ’ ενδιαφέρει πολύ η μαχητικότητά του και οι θέσεις που παίρνει αρθρογραφώντας σε μια πολύ μεγάλη εφημερίδα, όπως η Ελευθεροτυπία. Μ’ αρέσει που έχει χιούμορ και μια αισιόδοξη ματιά στη ζωή

«Μαγική διαδρομή με παράξενα χρώματα, πορφυρό και γαλάζιο στο κάθε μας βήμα..»

Ο Διονύσης Τσακνής γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1954 στα Άγραφα. Μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Ο πατέρας του έπαιζε ερασιτεχνικά κιθάρα. Αγαπούσε τη μουσική και ειδικά την όπερα και την οπερέτα. Μάλιστα, όταν άκουγε αυτή τη μουσική στο σπίτι, την απολάμβανε τόσο που επικρατούσε «νεκρική σιγή». Παράλληλα μ΄αυτά, ήρθε νωρίς σε επαφή και με τα λαϊκά τραγούδια, όπως αυτά έμπαιναν στο σπίτι τα καλοκαίρια από τα μεγάλα χωνιά που κοσμούσαν τότε τα μαγαζάκια στην Καρδίτσα αλλά και από τον απέναντι κινηματογράφο που γέμιζε μελωδίες στα διαλείμματα.

Στο χάρτη του μυαλού του χόρευαν οι μελωδίες από το σπίτι μαζί με τα ακούσματα της εποχής και την αναπόφευκτη διαφορετική μουσική κατεύθυνση, όπως την υπαγορεύει η εφηβεία. Κάπως έτσι, σε μικρή ηλικία βρέθηκε να είναι μέλος ενός συγκροτήματος. Είναι αριστερόχειρας, αλλά αναγκαστικά μαθαίνει κιθάρα ως δεξιόχειρας και όπως εκμυστηρεύεται σήμερα, είναι αυτή η αιτία που δεν έγινε σπουδαίος δεξιοτέχνης. Σπουδάζει οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα. Τελειώνοντας, αποφασίζει ότι δεν τον αφορά αυτό το αντικειμένο και ακολουθεί τυφλά το ένστικτό του προς αυτή την γοητευτική κυρία που λέγεται μουσική. Καταπιάνεται με αυτήν και αφιερώνεται απόλυτα. Ο ίδιος έχει πει: «Ήρθα στην Αθήνα χωρίς συμμαθητές, φίλους και αναφορές σε παιδικά χρόνια, χωρίς πλάτες και χωρίς καλώς και κακώς εννοούμενες υποστηρίξεις». Για κάποιο διάστημα επιστρέφει στην πόλη του, όπου και διδάσκει στο δημοτικό ωδείο για να ξαναγυρίσει στην πρωτεύουσα δύο χρόνια αργότερα.

Στη δίνη της δημιουργίας

Το δισκογραφικό του ντεμπούτο παίρνει σάρκα και οστά το 1982 με το δίσκο «Η Μπαλάντα του ταξιδιώτη» που όμως δεν γνώρισε μεγάλη απήχηση από τον κόσμο. Με δύο βραβεία στις αποσκευές του από το Διαγωνισμό Θεάτρου Ιθάκης και από το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, επανέρχεται το 1986 με το δίσκο «Καλή Ακροάση» σε συνεργασία με τη Σοφία Βόσσου και τη Δήμητρα Γαλάνη με ωραία δείγματα από τραγούδια όπως «Ανοχή», «Σύμβασις Αορίστου Χρόνου».

Παρακινούμενος από μια αέναη φλόγα δημιουργίας ως σήμερα έχει στο μουσικό του αρχείο 29 καταγεγραμμένες δουλειές με όμορφες συνεργασίες όπως με τους Γιώργο Νταλάρα, Ελένη Βιτάλη, Ορφέα Περίδη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Σωκράτη Μαλάμα, Λάκη Λαζόπουλο, Δημήτρη Μητροπάνο και πολλούς άλλους εξίσου σημαντικούς. Ξεχωριστή θέση στην πορεία του έχει η δωδεκάχρονη συνεύρεσή του με τον κουμπάρο και φίλο του πια Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Είναι από αυτές τις καλλιτεχνικές συνεργασίες που κατά κάποιο τρόπο δεν τελειώνουν ποτέ, μιας και ο κόσμος και ειδικότερα τα νέα παιδιά τους αγάπησε μαζί ως ένα δυναμικό και παθιασμένο ντουέτο ανθρώπων με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στο χώρο. Χαρακτηριστικά έχει πει για εκείνον: «Ο Μαχαιρίτσας είναι σαν μέλος της οικογένειάς μου. Για μένα ό,τι κάνει είναι καλώς καμωμένο. Δεν είμαι αντικειμενικός.»

Στα περισσότερα τραγούδια έχει γράψει ο ίδιος στίχους και μουσική. Ωστόσο, έχουν δημιουργήσει για εκείνον δυνατά λόγια και μελωδίες δημιουργοί όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Νίκος Ζούδιαρης, η Λίνα Δημοπούλου και άλλοι. Πολύ έντονη δημιουργικά σύμπραξη ήταν αυτή το 2002 με τον Κώστα Τριπολίτη στο δίσκο «Γέφυρες», όπου ενώθηκε η κοφτερή ματιά του Τριπολίτη με την συνθετική και ερμηνευτική ενθουσιώδη προσέγγιση του Τσακνή. Ήταν ένας δίσκος που προέκυψε μετά από πολλές και πολύωρες βραδινές κυρίως συζητήσεις και όπως ο ίδιος έχει πει, συγκέντρωσε όλα τα διάσπαρτα μουσικά είδη που είχε μέσα του. Ο Τριπολίτης μιλώντας γι’ αυτό είχε πει: «Θέλαμε να κάνουμε έναν δίσκο χρήσιμο, δηλαδή δραστικό στην εποχή του. Δεν θέλαμε να έχει τη λυσιτέλεια της αγοράς της πιάτσας.» Από εδώ προέκυψαν επιτυχίες όπως «Πρόεδρε», «Του Τσιτσάνη η συννεφιά», «Φετίχ» και άλλα.

«Πιστός στο ρόλο μου, κάνω το σόλο μου, στους αδιάφορους και στους παράφορους τους θεατές μου…»

Ο Διονύσης Τσακνής είναι ένας άνθρωπος δοσμένος στην τέχνη του δουλεύοντας σκληρά κάθε μέρα για να κατακτήσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι τραγουδοποιός, ωστόσο νιώθει περισσότερο μουσικός μιας και η μελωδία είναι η πρώτη που του έρχεται αβίαστα στο νου. Ο στίχος είναι κάτι δυσκολότερο και συνήθως είναι μια ή δύο κομβικές λέξεις που του δίνουν το έναυσμα για να υφάνει τον ιστό της ιστορίας που περιγράφει.

Κατατάσσεται στους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εγχώριας ροκ σκηνής, ωστόσο αγαπάει τη μουσική στο σύνολό της και τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στο λαϊκό ήχο. Ένα από τα δυνατά ζεϊμπέκικα που έχει γράψει είναι το «Μιλάω εγώ» ερμηνευμένο από το Νίκο Κουρκούλη για τις ανάγκες της σκηνοθετικής ματιάς του Γιάννη Διαμαντόπουλου στην ταινία «Γαλάζιο Φόρεμα».

Ως παιδί εσωτερικής μετανάστευσης κουβαλάει έναν θυμό που δεν δίστάζει να εκφράσει. Διαθέτει κριτική σκέψη και πολιτική συνείδηση. Θεωρεί ότι ο ρόλος της τέχνης δεν είναι το προστατευτικό κάλυμμα της γυάλας της αυταρέσκειας αλλά η συμμετοχή στα σημεία των καιρών και ενίοτε και η ενεργοποίηση του κοινωνικού συναισθήματος, όταν αυτό αδρανοποιείται. Γράφει έντονα πολιτικά τραγούδια όπως «Μένω μονάχος στο παρόν μου/ να σώσω οτιδήποτε – αν σώζεται – κι ας έχω τις συνέπειες του νόμου/ συνένοχο στο φόνο δε θα μ’ έχετε..» και άλλα ακόμα πιο καυστικά που σατυρίζουν την χρόνια διαφθορά και την αναλγησία του κρατικού συστήματος «Εγώ είμαι το όνειρο που όλοι ζητάτε, μιας χώρας μεγάλης κι ωραίας
με θέση ακλόνητη και μην το γελάτε/ είμαι ένας δημόσιος φορέας..
»

Περιγράφει το παράδοξο της μεταπολιτευτικής γενιάς που ξεκίνησε με άλλα όνειρα και η ρότα της ζωής οδήγησε σε άλλους δρόμους, «..εγώ ήμουν δεκαεννιά
κι αυτή εβδομηντατρία/ Και να που ερωτεύτηκα κάποια χρονολογία..
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα/ μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ/ μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου εκεί γύρω στα σαράντα/ Στα κόμματα γαντζώθηκαν…».

Η έμπνευση για εκείνον είναι σπουδαίο πράγμα. Δεν απαξιώνει όμως και το ρόλο της παραγγελιάς, γιατί κι αυτή είναι ικανή να θέσει σε εγρήγορση τον καλλιτέχνη και να τον οδηγήσει σε υπέροχες δημιουργίες. Μία από τις τεράστιες επιτυχίες του, «ο Μπαλαμός» γράφτηκε για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής σκηνής, όπου ο πρωταγωνιστής ακούει μια «τραγουδομαντεία» για τη ζωή του από κάποιο τσιγγάνο. Συμβουλεύτηκε φίλους του μουσικούς τσιγγάνους και συμπεριέλαβε λέξεις της τσιγγάνικης διαλέκτου απόλυτα εναρμονισμένες με τη μελωδία, «Και τα γκανίκια μας όταν χορεύουν, με χασταρώματα που σε μαγεύουν..».

Δεν έχει μεγάλη έκταση φωνής, τραγουδά όμως μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο που κρύβει μια τρυφερότητα, έναν ρομαντισμό και μια αθωότητα, όταν λέει «Να ζήσω σ’ ένα όνειρο δεν ξέρω αν με παίρνει/ μα ο έρωτάς μου άναψε, γι’ αυτό σου τραγουδώ..».

Προσωπικότητα

Ο Τσακνής είναι ήπιος χαρακτήρας αλλά ταυτόχρονα και μαχητικός δεδομένων των περιστάσεων. Μέσα από το λόγο του στα τραγούδια αλλά και στα άρθρα του εκφράζει ακριβώς αυτό που νιώθει χωρίς φόβο και χωρίς μπλόφες. Έχει καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση ενός σκεπτόμενου ακροατηρίου και αυτό του αρκεί. Τα παράσημά του είναι οι νέοι άνθρωποι που του εκφράζουν πέρα από την αγάπη τους και τις απορίες τους για το παράξενο παιχνίδι της ζωής.

Ισχυρό οχυρό στη ζωή του είναι η οικογένειά του. Είναι παντρεμένος με τη ραδιοφωνική παραγωγό Μαρίνα Λαχανά και έχουν αποκτήσει μαζί 4 παιδιά. Το στοίχημά του είναι να είναι επιτυχημένος πατέρας και να μεταδώσει στα παιδιά του σωστά ακούσματα απέναντι στη σάχλα της ευτελούς εποχής. Για τη συζυγό του έχει πει: «Ο άνθρωπος που πίστεψε περισσότερο σ΄εμένα είναι η γυναίκα μου. Είναι η προσωπική μου συνωμοσία.».

Ένας άνθρωπος φύσει περίεργος που κοιτάζει μπροστά πάντα αναζητώντας όμως το νήμα της ιστορίας που οδηγεί προς τα πίσω. Είναι ευθύς και πρόθυμος να αποδώσει τον καλύτερό του εαυτό σε όλες τις εκφάνσεις της δημιουργίας του. Το καινούργιο είναι αυτό που τον αφυπνίζει για να βουτήξει βαθιά στα άδυτα της ψυχής του και να μας χαρίσει απλόχερα μαργαριτάρια. Ο Διονύσης Τσακνής είναι ένας πηγαίος καλλιτέχνης που μας ψιθυρίζει να φτιάξουμε το δικό μας παραμύθι, γιατί χανόμαστε…

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.