Διγλωσσία και διδασκαλία ξένων γλωσσών (Μέρος 2ο)

Συντάκτης: Μαρία Πολίτη

Στο προηγούμενο άρθρο μιλήσαμε για τις θεωρίες μάθησης μιας γλώσσας και για την έμφυτη τάση του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να επικοινωνεί .Ωστόσο όπως κάθε θεωρία, έχει δεχτεί κριτική από επιστημονικά μοντέλα που καταργούν εν μέρει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργεί νοητικά επικοινωνιακά σύνολα, δίνοντας έμφαση στην επίκτητη καλλιέργεια της επικοινωνίας.

Ψυχολογικές θεωρίες

Συμπεριφορισμός 

Ο συμπεριφορισμός θα μπορούσαμε να πούμε, ως μοντέρνα εκδοχή του Αριστοτελισμού. Μας εξηγεί πώς το άτομο μαθαίνει να μιλάει όχι με βάση χαρακτηριστικά που διαθέτει ήδη αλλά βάσει παραγόντων όπως η μίμηση η επανάληψη και η ενίσχυση με την τελευταία να είναι το θετικό feedback που λαμβάνει κάποιος πετυχαίνοντας τα δυο πρώτα. Σε περιπτώσεις που κάποιος δεν καταφέρει μέσω των δυο πρώτων να μάθει μια ξένη γλώσσα εκεί μιλάμε για αρνητικό feedback-δηλώνει την επιρροή της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην κατάκτηση μιας γλώσσας

Ο συμπεριφορισμός μάλιστα, μελετάει τις ομοιότητες και τις διάφορες μεταξύ της μητρικής και της ξένης γλώσσας ως αίτια που επηρεάζουν την κατάκτηση της ξένης γλώσσας αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε οποιαδήποτε προϋπάρχουσα ικανότητα για να μάθει κανείς να μιλάει.

Γνωστική ψυχολογία

Διαφοροποιημένη από την θεωρία του συμπεριφορισμού, θεωρώντας πως ο μαθητής μαθαίνει μια γλώσσα υπολογιστικά βάσει ανάλυσης και οργάνωσης, η γνωστική ψυχολογία αποτέλεσε τα τελευταία χρονιά αυτόνομο κλάδο.

Επιπρόσθετα, η γνωστική ψυχολογία μας λέει ότι η μάθηση εξαρτάται απ’ την ηλικία που έχει ο διδασκόμενος.

Στην οικογένεια της γνωστικής ψυχολογίας ανήκει και η θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών η οποία εξηγεί πως οποιαδήποτε διαδικασία εκμάθησης γίνεται με τον ίδιο τρόπο καθότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί δεδομένα ανάλυσης και επεξεργασίας

Με βάση την εξάσκηση ως μέσο τελειοποίησης, ο διδασκόμενος αποκτά δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να λειτουργεί μετά από ένα σημείο, αυτόματα. Δεν λέω μηχανικά γιατί η διαδικασία ανάλυσης και επεξεργασίας προϋποθέτει εξάσκηση η οποία με την συνεχή επανάληψη θα τελειοποιηθεί. Να επισημάνω ότι με την έννοια της παρατήρησης ως αισθητηριακό εργαλείο, ο μαθητής προχωρά σε διαδικασίες επεξεργασίας ανάλογα του τι προσλαμβάνει από τον εξωτερικό κόσμο (εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας)

Θράκη: στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης

Συνδετισμός

Η διαφορά με τις άλλες θεωρίες είναι πως ο συνετισμός προβάλει ως φύσει προγραμματισμένη μόνο την ικανότητα της καθαυτό μάθησης. Όπως λέει και το όνομα, η ενεργοποίηση μιας πληροφορίας συνιστά αυτόματα και την επεξεργασία της. Έτσι και η γνώση δεν είναι ένα τυποποιημένο μοντέλο αλλά μονάδες που συνδέονται και συνιστούν τη γνώση είτε αυτή ανακαλείται είτε αποθηκεύεται.

Όπως και ο συμπεριφορισμός, μαθαίνουμε βάσει επανάληψης που στηρίζεται στο δίπολοδέχομαι ερέθισμα και αντιδράω“. Όσο πιο συχνά δέχομαι μια γλωσσική πληροφορία τόσο πιο ισχυρή θα γίνει. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως κατόπιν ενεργειών με βάση τον υπολογιστή, μια γλωσσική πληροφορία προσλαμβάνεται ως τυποποιημένες γλωσσικές δομές.

Το διαγωνιστικό μοντέλο 

Σύμφωνα με τη αυτή τη θεωρία, βασική παράμετρος είναι η αντιστοίχιση μορφήςλειτουργίας με τον γλωσσικό τύπο να είναι η μορφή, και η λειτουργία, οι ποικίλες λειτουργίες που χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να βρει σημασίες που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα που μαθαίνει. Ο καθορισμός του υποκείμενου εξαρτάται απτην σειρά των λέξεων, τη συνάφεια ρήματος υποκείμενου, τη πτώση του υποκείμενου, και στο αν το υποκείμενο είναι έμψυχο ή πράγμα. Επιπλέον, η επικοινωνία διατελείται μέσα από τέσσερις πτυχές της γλώσσας, τον επιτονισμό, τη μορφολογία, την σειρά των όρων και το λεξιλόγιο. Ανάλογα τον μαθητή, κάποια απ’ τα 4 υπερισχύουν προκειμένου ο διδασκόμενος να μάθει καλυτέρα μια ξένη γλώσσα.

Το διαδραστικό μοντέλο  

Πρόκειται για μια μείξη τόσο του τσομσκιανού μοντέλου όσο και του συμπεριφοριστικού με σκοπό την κατάκτηση της γλώσσας. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι εφικτή όταν ο διδασκόμενος αλληλοεπιδρά με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας που θέλει να μάθει. Απ’ την πλευρά των φυσικών ομιλητών, για να διευκολύνουν τους διδασκομένους, μεταβάλλουν τη γλώσσα στόχο κάνοντας την πιο απλή. Η γλώσσα διακρίνεται σε γραμματική και μη γραμματική. Η πρώτη έχει να κάνει με την συχνή χρήση λεξιλογίου ,την αργή και προσεκτική άρθρωση, την ξεκάθαρη δομή του λόγου και όχι τις συνθέτες συντακτικές προτάσεις.

Θράκη: στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης

Η θεωρία της πολιτιστικής προσαρμογής 

Αφορά κυρίως την εκμάθηση μιας γλώσσας από μετανάστες σε ανεπίσημα περιβάλλοντα μάθησης και χωρίζεται σε 2 τύπους όπου έχουν να κάνουν με τη κοινωνική ένταξη των διδασκομένων στη δεύτερη γλώσσα και την εκούσια η ακούσια θέληση τους να υιοθετήσουν τις νέες πολιτισμικές αρχές.

Στόχος του μοντέλου είναι τα στάδια εκμάθησης της ξένης γλώσσας  μελετώντας τον βαθμό προσαρμογής των διδασκομένων στο καινούριο περιβάλλον υποδοχής 

Πρόκειται για ένα ψυχοκοινωνικό μοντέλο έρευνας με μαθητοκεντρική βάση που απέδειξε ότι όντως οι μεταναστευτικές ομάδες δεν μπορούν να μιλήσουν ικανοποιητικά καθότι δεν έχουν έρθει σε άμεση επαφή με φυσικούς ομιλούντες και τον πολιτισμό αυτών. Πρόκειται για ένα είδος απόστασης η οποία αφορά την πολιτισμική ανωτερότητα ή το πόσο κοντά είναι δύο πολιτισμοί, την περιθωριοποίηση και την ένταξη σε μια χωρά υποδοχής, το αν κάποιος μετανάστης ζει σ εάν ξένο τελείως περιβάλλον ή αν υπάρχουν και άλλοι γηγενείς του εκεί, με τη στάση που μια μεταναστευτική ομάδα κρατά απέναντι στη χώρα υποδοχής

Επιπλέον έχει να κάνει με το χρόνο παραμονής στη χώρα υποδοχής το γλωσσικό και πολιτιστικό σοκ και στην αποδοχή πολιτισμικών συμπεριφορών.

Ο ρόλος του διδάσκοντα είναι να υποστηρίζει και να συμβουλεύει το άτομο που εντάσσεται στο νέο περιβάλλον ενισχύοντας του τα προτερήματα μιας δεύτερης γλώσσα και να δημιουργήσει σχέσεις μεταξύ φυσικών ομιλητών και μη.

Συντάκτης: Μαρία Πολίτη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.