Η δίαιτα κατά την εγκυμοσύνη δημιουργεί κίνδυνο για παχύσαρκα παιδιά
Η σωστή διατροφή είναι σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς μας. Συνεπώς ακόμα σημαντικότερη είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όπου σε ένα σώμα διατρέφονται δύο οργανισμοί. Αυτό μπορεί να ακούγεται δύσκολο και επίπονο, όμως η διατροφή της εγκυμονούσης είναι υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για τις μελλοντικές διατροφικές συνήθειες του παιδιού της.
Σύμφωνα με έρευνες επιστημόνων από τη Συρία, την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Σαουθάμπτον και Όκλαντ) αποδείχτηκε πως οι διατροφικές συνήθειες των εγκύων επηρεάζουν άμεσα το DNA του εμβρύου. Η διαδικασία που επηρεάζει με τον τρόπο αυτό το έμβρυο, ονομάζεται επιγενετική μεταβολή. Η επιγενετική ως επιστήμη είναι η μελέτη των κληρονομικών αλλαγών στο φαινότυπο ή τα γονίδια που προκαλείται από μηχανισμούς στην ακολουθία του DNA. Σημαντικό είναι να καταλάβουμε πως οι επιγενετικές χημικές μεταβολές δεν αλλάζουν τη δομή του DNA ενός γονιδίου αλλά μπορεί να αυξήσουν ή να μειώσουν την ποσότητα πρωτεϊνών που παράγει.
Οι έρευνες για την εξαγωγή συμπερασμάτων εφαρμόστηκαν σε αρκετά μεγάλο πληθυσμό. Τα παιδιά με υψηλό βαθμό γενετικής μεταβολής διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν μεταβολισμό όχι ιδιαίτερα ενεργό και να εξελιχθούν σε παχύσαρκα άτομα. Τα παιδιά αυτά, σε ηλικία 6 έως 9 ετών έχει παρατηρηθεί πως ζυγίζουν κατά τρία κιλά βαρύτερα συγκριτικά με το μέσο όρο βάρους παιδιών σε αυτή την ηλικία. Για τη μέτρηση του επιπέδου της επιγενετικής μεταβολής οι επιστήμονες εστίασαν στον ομφάλιο λώρο των βρεφών. Παρατηρήθηκε λοιπόν, πως μια διατροφή φτωχή σε υδατάνθρακες κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της κύησης αυξάνει τα επίπεδα επιγενετικής μεταβολής. Τα έμβρυα αυτά λοιπόν αποθηκεύουν περισσότερο λίπος από τους λιγοστούς υδατάνθρακες που λαμβάνουν, με σκοπό την παροχή ενέργειας όταν θα λείψει η τροφή.
Ωστόσο σημαντικό ρόλο παίζει και η διατροφή του παιδιού σε όλο το διάστημα της ανάπτυξής του. Το επίκτητο λίπος μπορεί να διατηρηθεί έως και την ενήλικη ζωή των παιδιών με δυσάρεστα για την υγεία αποτελέσματα (καρδιαγγειακές βλάβες, διαβήτης κ.α.).