Διαλογισμός για ψυχική και σωματική αποφόρτιση
Ο όρος διαλογισμός χρησιμοποιείται σήμερα για να συμπεριλάβει ένα ευρύ πεδίο πρακτικών που στοχεύουν στην αυτορρύθμιση του συναισθήματος και της προσοχής. Θεωρείται μία βιωματική εμπειρία, η οποία μπορεί να επιφέρει μόνιμες μεταβολές στην αντίληψη του σώματος, οι οποίες συσχετίζονται με παράλληλες μεταβολές στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τα σωματοαισθητικά ερεθίσματα.
Οι πρακτικές διαλογισμού είτε προωθούν την επικέντρωση της προσοχής σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο μπορεί να είναι σωματικό, όπως η αναπνοή, φυσικό, ή νοητικό, όπως μία εικόνα, αγνοώντας όλα τα άσχετα ερεθίσματα, είτε εφαρμόζουν τεχνικές που προσπαθούν να διευρύνουν την εστίαση της προσοχής σε όλες τις εισερχόμενες αισθήσεις, συναισθήματα και σκέψεις την κάθε τρέχουσα στιγμή, χωρίς να εστιάζουν σε κάποιο από αυτά.
O Goleman (1976) διαχωρίζει μεταξύ δύο ειδών διαλογισμού, τις πρακτικές συγκέντρωσης και τις πρακτικές ενόρασης. Στις πρακτικές διαλογισμού που χρησιμοποιούν τη συγκέντρωση το άτομο εστιάζει σε ένα μόνο αντικείμενο, όπως για παράδειγμα στην αναπνοή ή σε κάποιο μάντρα (mantra – έναν ήχο, λέξη ή φράση που επαναλαμβάνεται από κάποιον που προσεύχεται ή κάνει διαλογισμό) και προσπαθεί να αποκλείσει όλες τις άλλες σκέψεις από την αντίληψή του. Οι πρακτικές διαλογισμού που χρησιμοποιούν τη συγκέντρωση καταστέλλουν τη συνηθισμένη διανοητική λειτουργία, περιορίζουν την προσοχή σε ένα σημείο και με αυτό τον τρόπο προκαλούν καταστάσεις έντονης συγκέντρωσης που χαρακτηρίζονται από αταραξία.
Η Vipassana είναι ένα άλλο είδος πρακτικής διαλογισμού που έχει ως στόχο την κατάκτηση ενόρασης ως προς τη φύση της ψυχικής λειτουργίας. Η Vipassana περιλαμβάνει εκπαίδευση σε τεχνικές ενσυνειδητότητας (mindfulness), όπου η εστίαση της προσοχής αφορά την τρέχουσα καταγραφή των συναισθημάτων, σκέψεων και αισθήσεων του ατόμου την ώρα που αυτά συμβαίνουν, χωρίς επεξεργασία, επιλογή, σχόλια, λογοκρισία ή ερμηνεία. Ουσιαστικά είναι μια διαδικασία επέκτασης της προσοχής στις ψυχικές και σωματικές λειτουργίες του ατόμου και αποτελεί ένα μέσο για να καλλιεργήσει την αυτογνωσία του.
Τα είδη διαλογισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές επιδράσεις στο άτομο που τα ασκεί και συνεπώς πολύ διαφορετικές κλινικές εφαρμογές. Έχει βρεθεί ότι διάφορες μορφές διαλογισμού προκαλούν διαφορετικά μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας, όπως αυτά μετρώνται με ηλεκτροεγκεφαλικές μεθόδους, και ότι χρησιμοποιούν διαφορετικά είδη προσοχής. Mία άλλη σημαντική παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν είναι ότι η πρακτική μεθόδων διαλογισμού έχει διαφορετικά αποτελέσματα στα διαφορετικά στάδια που έχει κατακτήσει το άτομο. Έτσι η εμπειρία ενός αρχάριου μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από την εμπειρία κάποιου που ασκεί το διαλογισμό για πολλά χρόνια.
Πολλά από τα κλινικά οφέλη του διαλογισμού αποδίδονται στη σωματική κατάσταση της χαλάρωσης που επιφέρει. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο διαλογισμός οδηγεί σε σημαντικές μεταβολές σε οργανικές παραμέτρους, όπως για παράδειγμα μείωση στην κατανάλωση οξυγόνου, στο ρυθμό της αναπνοής, στον καρδιακό ρυθμό, στην αρτηριακή πίεση και τη θερμοκρασία του σώματος. Επίσης ο διαλογισμός έχει συνδεθεί με μεταβολές σε ηλεκτροφυσιολογικές παραμέτρους, όπως αύξηση της γαλβανικής δερματικής αντίδρασης, που σχετίζεται με τα επίπεδα του στρες, αλλά και με μεταβολές στην ηλεκτροεγκεφαλική δραστηριότητα. Τα παραπάνω ψυχοφυσιολογικά χαρακτηριστικά είναι ενδεικτικά μίας κατάστασης χαλαρής εγρήγορσης. Αυτό έχει οδηγήσει στην άποψη ότι ο διαλογισμός είναι ουσιαστικά μια τεχνική χαλάρωσης, που συμβάλλει στην ψυχονοητική και συναισθηματική αποφόρτιση.
Η νοητική διεργασία που σχετίζεται στενότερα με το διαλογισμό είναι η προσοχή. Όπως η σωματική άσκηση ενδυναμώνει το μυϊκό σύστημα, έτσι και ο διαλογισμός, ως μορφή εξάσκησης της λειτουργίας της προσοχής, ενδυναμώνει τα δίκτυα προσοχής του εγκεφάλου. Άτομα με εμπειρία στο διαλογισμό κινητοποιούν λιγότερο τα κυκλώματα προσοχής (κυρίως αυτά που σχετίζονται με τη λειτουργία του μετωπιαίου λοβού) σεσχέση με τα λιγότερο έμπειρα, διότι απαιτείται λιγότερη προσπάθεια για την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου συγκέντρωσης.
Από απεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου προκύπτει ότι κατά το διαλογισμό εμπλέκονται τρία συστήματα ρύθμισης της προσοχής: Το σύστημα της επιλεκτικής προσοχής, που αφορά στην επιλογή των αισθητηριακών ερεθισμάτων στα οποία συνειδητά εστιάζουμε, και εντοπίζεται στον προμετωπιαίο λοβό και το πρόσθιο οπτικό πεδίο. Το σύστημα που ελέγχει την εστίαση της προσοχής και σχετίζεται με τη συγχρονισμένη λειτουργία των περιοχών του θαλάμου με τις περιοχές που εντοπίζονται στο δεξιό πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου και τον ινιακό λοβό του φλοιού του εγκεφάλου.
Το σύστημα που ελέγχει τη μετατόπιση της προσοχής (εκτελεστική προσοχή), και εντοπίζεται στις πρόσθιες περιοχές της έλικας του προσαγωγίου και στις περιοχές του προμετωπιαίου λοβού, οι οποίες σχετίζονται με την επίγνωση του εαυτού. Μια πρόσφατη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με το διαλογισμό και τις γνωστικές λειτουργίες από τον Chiesa και τους συνεργάτες του (2011) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο διαλογισμός έχει θετική επίδραση στις εκτελεστικές λειτουργίες, την προσοχή και τη μνήμη των ατόμων. Ο όρος «εκτελεστικές λειτουργίες» αναφέρεται στις γνωστικές δυνατότητες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση σύνθετης συμπεριφοράς με σκοπό την εκπλήρωση κάποιου στόχου και την προσαρμογή σε ένα εύρος αλλαγών και απαιτήσεων του περιβάλλοντος. Οι εκτελεστικές λειτουργίες είναι οι ανώτερες γνωστικές λειτουργίες που αφορούν στην αυτορρύθμιση, τη ρύθμιση της συμπεριφοράς του ατόμου και στην αποτελεσματική οργάνωση και χρήση πληροφοριών. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ικανότητες, όπως οσχεδιασμός, η αναστολή και η εναλλαγή των συμπεριφορών του ατόμου. Σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου τα άτομα που ασκούσαν πρακτικές διαλογισμού είχαν καλύτερη επίδοση σε δοκιμασίες της προσοχής. Όσον αφορά τη μνήμη, μετά από την εξάσκηση στο διαλογισμό παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση στην ανάκληση αυτοβιογραφικώνμνημών. Λόγω των θετικών επιδράσεων στις διαδικασίες που σχετίζονται με τις γνωστικές διαδικασίες, έχει προταθεί ότι ο διαλογισμός θα μπορούσε να περιορίσει την έκπτωση στις γνωστικές λειτουργίες που παρατηρείται λόγω της γήρανσης. Επίσης έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η μείωση του στρες που προωθείται από το διαλογισμό δρα προστατευτικά και περιορίζει τη νευροτοξικότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη λειτουργία της μνήμης.
Η συστηματική εξάσκηση στο διαλογισμό υποστηρίζεται ότι βοηθά στην εξισορρόπηση και την ενίσχυση της λειτουργίας του αυτονόμου νευρικού συστήματος και του ανοσοποιητικού συστήματος, γεγονός το οποίο ενδέχεται να σχετίζεται με τη μείωση των επιπέδων του στρες. Επίσης πολλές μελέτες έχουν καταδείξει την αποτελεσματικότητα πρακτικών διαλογισμού για την αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με το άγχος, όπως για παράδειγμα η διαταραχή πανικού, η αϋπνία, το άσθμα κ.ά. (Βοgart, 1991).
Επιπλέον, ο διαλογισμός τροποποιεί την αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό του, αφού διαπιστώνονται μεταβολές στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την αίσθηση του εαυτού. Έχει βρεθεί ότι τα άτομα που διαλογίζονται αναφέρουν περισσότερα θετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όπως θετική αλλαγή στην προσωπικότητά τους, αυτοπραγμάτωση, αυξημένο αυτοσεβασμό και αυτοαντίληψη. Ο Ortner και οι συνεργάτες του (2007) διαπίστωσαν ότι τα άτομα που διαλογίζοντα βιώσαν μειωμένη παρεμβολή από δυσάρεστες εικόνες που προβάλλονταν στα πλαίσια ενός πειράματος, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο διαλογισμός βοηθάει στην καλύτερη διαχείριση του συναισθήματος. Ο Lutz και οι συνεργάτες του (2008) πρότειναν ένα μοντέλο που επεξηγεί τη συνεισφορά πρακτικών διαλογισμού στις γνωστικές και συναισθηματικές διαδικασίες. Πρότειναν ότι η πρακτική του διαλογισμού ενισχύει τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές ικανότητες. Αυτές είναι η ικανότητα διατήρησης της προσοχής, η ικανότητα αυτο-παρακολούθησης και αυτοελέγχου, δηλαδή το άτομο αντιλαμβάνεται πότε αρχίζει να περιπλανάται το μυαλό του, η δυνατότητα να απεμπλέκει την εστίαση της προσοχής από ένα αντικείμενο με σχετική ευκολία και η ικανότητα να ανακατευθύνει την εστίαση της προσοχής σε κάποιο αντικείμενο που έχει επιλέξει.
Τα συμπεράσματα των μελετών που έχουν διερευνήσει τις επιδράσεις του διαλογισμού στη νοητική λειτουργία συνάδουν στο ότι ο διαλογισμός προάγει λειτουργικές αλλά και δομικές μεταβολές στη λειτουργία του εγκεφάλου, κυρίως σε περιοχές που σχετίζονται με τις αυτο-αναφορικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της αυτογνωσίας και της αυτορρύθμισης, καθώς και σε περιοχές που εμπλέκονται με τις διαδικασίες της προσοχής, της μνήμης και τις εκτελεστικές λειτουργίες (Boccia και συν., 2015). Οι μεταβολές που έχουν παρατηρηθεί σε αυτά τα νευρωνικά δίκτυα μπορεί να αποτελούν το βιολογικό υπόστρωμα των επιδράσεων της άσκησης του διαλογισμού στην καθημερινή ζωή.
Πηγές:
Bogart,G. (1991) “Meditation And Psychotherapy: A Review of the Literature”,
American Journal of Psychotherapy, 45(3):383-412.
Chiesa, R. Calati A. Serretti A. (2011) “Does mindfulness training improve cognitive
abilities? A systematic review of neuropsychological findings”. Clinical Psychology
Review, vol. 31, 449–464
Goleman, D. (1976) “Meditation and Consciousness: An Asian Approach to Mental
Health”. American Journal of Psychotherapy, 30:41-54.
Lutz, H. Slagter, A.,Dunne, J.D. & Davidson R. J. (2008) “Attention regulation and
monitoring in meditation”, Trends in Cognitive Sciences, 12, 163–169.
Ortner, C. N. M. Kilner, & Zelazo P. D. (2007) “Mindfulness meditation and reduced
emotional interference on a cognitive task”. Motivation and Emotion, vol. 31, 271–283.