Αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας μέσω εξαγωγών

Συντάκτης: Σταματία Καλλιβωκά

Αν για κάτι φημίζεται η Ελλάδα, αυτό είναι ο φυσικός της πλούτος. Λάδι, μέλι, λεμόνια, κεράσια, κρεμμύδια, μαρούλια, πατάτες, πιπεριές, καρότα, πεπόνια, είναι μόνο ορισμένα από τα προϊόντα που ο Έλληνας παραγωγός έχει τη δυνατότητα να εξαγάγει σε αγορές άλλων κρατών, ξεκινώντας έτσι ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα, το οποίο έχει όφελος για τον ίδιο, αλλά και για τη χώρα ευρύτερα. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι:

Ποιες αγορές επιθυμούν τα ελληνικά προϊόντα;

Εστιάζοντας στις χώρες εκείνες που ζητούν τα παραγόμενα ελληνικά αγαθά, κάθε παραγωγός βρίσκει το κοινό του, έτσι ώστε μετέπειτα να προχωρήσει στο κατάλληλο marketing και στις διασυνδέσεις- κλειδιά που θα τον βοηθήσουν να κάνει το προϊόν του από αρεστό έως και δημοφιλές.

Μεγαλύτερος στόχος είναι να εδραιωθεί η ζήτηση των λαχανικών, ή του ελαιόλαδου, έτσι ώστε να υπάρχει απασχόληση που βασίζεται στις εξαγωγές αγαθών.

Οι εξαγωγές μπορούν να παρέχουν κέρδος στη χώρα, και ταυτόχρονα να διαφημίσουν τον φυσικό πλούτο της, τους ανθρώπους της και τον κόπο τους. Διαφημίζουν επίσης και τη μεσογειακή κουζίνα και διατροφή, επιφέροντας κατ’ επέκταση εργασία στους εστιάτορες που κατάγονται από χώρες της μεσογείου και ζουν στο εξωτερικό.

Τα οφέλη δεν περιορίζονται στο οικονομικό κομμάτι, αλλά επεκτείνονται και σε επίπεδο κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων. Διεύρυνση σημειώνεται και στον τουρισμό, καθώς ένα προϊόν μπορεί να ωθήσει αρκετούς επισκέπτες στο κράτος που παράχθηκε.

Πώς μπορούν οι Έλληνες παραγωγοί να εξάγουν προϊόντα σε αγορές του εξωτερικού;

Φυσικά και είναι καθοριστικής σημασίας η ίδια η φυσική ύλη που θα είναι το συστατικό της επιτυχίας του παραγωγού, όμως υψίστης σημασίας είναι και η διαφήμιση, σε κράτη που μέχρι πρότινος δεν γνώριζαν για τα συγκεκριμένα λαχανικά, στη συγκεκριμένη ποιότητα.

Για τη διαφήμιση σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει η χρήση του διαδικτύου και ιδίως τα social media, αλλά και οι κύκλοι γνωριμιών στο κράτος- στόχο.

Είναι όμως σημαντικό ο ενδιαφερόμενος να έχει επιλέξει εξ’ αρχής μια χώρα που επιθυμεί να αγοράσει το προϊόν του και να ζήσει αυτή τη διαφορετική γευστική και πολιτισμική εμπειρία.

Οι χώρες που έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για τα αγαθά που παράγονται στην Ελλάδα [βάσει στατιστικών προτίμησης], είναι οι εξής:

  • Ιταλία: κρεμμύδια, καρότα, πατάτες, πιπεριές, αγγούρια, αχλάδια, πεπόνια
  • Γερμανία: Γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, χοιρινό, δημητριακά, φρούτα και λαχανικά.
  • Δανία: Κρέας, αυγά, δημητριακά, πατάτες, κρεμμύδια, καρότα.
  • Ελβετία: Κρασί, σιτάρι, ποτά, τυριά, καπνός
  • Γαλλία: τυριά, φρούτα, λαχανικά
  • Νέα Ζηλανδία: Λαχανικά, Φρούτα
  • Ηνωμένο Βασίλειο: Τυρί, κρασί, κρέας
  • Κίνα: Κηπευτικά, γαλακτοκομικά, κρασί
  • ΗΠΑ: Λάδι, σιτάρι, ρύζι, κρασί, μήλα και αμύγδαλα.

Βλέπουμε λοιπόν πόση ζήτηση υπάρχει. Αυτό που έχει να αναζητήσει ο παραγωγός είναι μεγάλες αλυσίδες εξαγωγών, οι οποίες συσκευάζουν, διαφημίζουν και ελέγχουν την ποιότητα του προϊόντος σε ειδικές τιμές. Αυτό που πρέπει να προσέξει  πολύ ο παραγωγός είναι η ετικέτα, η ειδική πιστοποίηση και η διάρκεια διατήρησης των εξαγόμενων αγαθών.

Γιατί δεν είναι μόνο θέμα επιχειρηματικότητας, αλλά και θέμα εξαγωγής μιας κουλτούρας που ξεχωρίζει, όπως ακριβώς και τα εξαγόμενα προϊόντα της.

Συντάκτης: Σταματία Καλλιβωκά,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr